ΜΙΝΤΙΟΓΡΑΦΙΑ

BIBΛIA


  1. Der Traumhüter - Die unglaubliche Geschichte eines Torwarts, Lars Leese/Ronald Reng, Kiepenheuer & Witsch, 2002

  2. Fußball Europameisterschaft 2004, Pit Gottschalk (Hrsg) 2004, Ullstein

  3. FC St.Pauli-You'll never walk alone, René Martens, Verlag Die Werkstatt 1997

  4. Feverpitch, Nick Hornby1992, Indigo

  5. Krakau und Tschenstochau, Katarzyna Jone/Christiane Rahn, Reise Know-How Verlag, 2004

  6. Tschechien, Eva Gründel, Heinz Tomek, DuMont Reiseverlag 2002

DVD


  1. Euro 2004 - Die Highlights, Octagon 2004

  2. Die Geschichte der Fußball Europameisterschaften, Octagon 2004

  3. H επίσημη συλλογή των Πρωταθλητών Ευρώπης, UEFA Euro 2004, Octagon 2005


ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΕΣ/-ΠΥΛΕΣ


  1. galeb.etf.bg.ac.yu/~mirad

  2. observer.guardian.co.uk

  3. http://www.abendblatt.de/

  4. http://www.bbc.co.uk/

  5. http://www.contra.gr/

  6. http://www.enet.gr/

  7. http://www.epo.gr/

  8. http://www.fifa.com/

  9. http://www.fussball.de/

  10. http://www.in.gr/

  11. http://www.kathimerini.de/

  12. http://www.kicker.de/

  13. http://www.mopo.de/

  14. http://www.rsssf.com/

  15. http://www.spiegel.de/

  16. http://www.sport1.de/

  17. http://www.sport-fm.gr/

  18. www.sportline.gr/www.sport.gr

  19. http://www.taz.de/

  20. http://www.uefa.com/

  21. http://www.welt.de/

  22. http://www.wikipedia.org/

  23. http://www.wikiquote.org/

ΠΕΡΙΟΔΙΚΑ


  1. ANSTOSS-Kunst und Kulturmagazin der FIFA WM 2006, τεύχος 1 Νοέμβριος 2004

  2. 11Freunde, τεύχη 35-38 2004

ΜΕΙΚΤΗ ΖΩΝΗ

Τεχνική υποστήριξη


Ήτανε όλοι πολύ μάγκες.

Ένας φίλαθλος


Και φτάσαμε αισίως στο πιο κρίσιμο κεφάλαιο αυτής της δουλειάς. Εκεί όπου παρελαύνουν όλοι εκείνοι που λίγο ή πολύ βάλανε το δαχτυλάκι τους ώστε ένα μάτσο ιδέες, εικόνες κι όνειρα να πάρει σχήμα και μορφή. Εδώ πρέπει να διευκρινίσω ότι, σ’ αντίθεση με το υπόλοιπο κείμενο, πρόκειται περί σαφώς υπαρκτών προσώπων. Από πού ν’ αρχίσω και πού να τελειώσω; Κανονικά θα χρειάζονταν άλλες τόσες σελίδες για να χωρέσει ο ωκεανός των συναισθημάτων που με γέμισαν οι απαντήσεις των ανθρώπων που αποτέλεσαν την ομάδα υποστήριξης και τους οποίους θα ’θελα να ευχαριστήσω. Μην ανησυχείτε, θα προσπαθήσω να ’μαι όσο πιο σύντομος γίνεται, επιστρέφοντάς τους ένα μικρό κομμάτι απ’ αυτό που μου χάρισαν. Ξεκινάω λοιπόν να μνημονεύω κι όπου με βγάλει.

Ευχαριστώ από βάθους ψυχής:

Τη Σίσσυ, που μ’ όλη την απόστασή της απ’ το άθλημα, η καλλιτεχνική της φύση διέκρινε τόση «ευαισθησία», όση χρειαζόταν για να νοικοκυρέψει τ’ όλο χάος βάζοντας τη δική της αισθητική πινελιά.
Τη «καταπράσινη» Λέττα στη οποία οφείλω το αρχικό ερέθισμα και την παρότρυνση να γράψω βιβλίο (αφήνοντας ευτυχώς το θέμα στην εκλογή μου). Δική της ήταν επίσης η ατέλειωτη λίστα με τις αρχικές διορθώσεις. Ελπίζω να νοιώθει δικαιωμένη παρά την μεγάλη μου παράλειψη να τονίσω πως «ο θρίαμβος της Εθνικής οφείλεται κατά κύριο λόγο στους παίχτες του Παναθηναϊκού και της ΑΕΚ, άντε και μερικών “βορείων“, ενώ ο “θρύλος“ έλαμψε και πάλι δια της απουσίας του».
Τον Klaus που του το χρώσταγα έτσι κι αλλιώς ύστερ’ απ’ τις τόσες απερίγραπτα γραφικές session μας μπροστά στα κάγκελα. Ο ώμος του υπήρξε λίαν καθοριστικός στην κοινή μας πορεία μέχρι να το σηκώσουμε. Εξαρχής ήταν απ’ τους πιο ένθερμους υποστηριχτές αυτής της προσπάθειας, «προχώρα ακάθεκτος», έστω κι αν τελικά ο μπαγάσας μου ’βγαλε κυριολεκτικά το λάδι ώσπου να το διαβάσει!
Τον Κώστα, τον πρώτο που το διάβασε κι έγινε αυθημερόν φανατικός οπαδός του υποσχόμενος μάλιστα αμέριστη συμπαράσταση, μετά την αρχική του διστακτικότητα, τότε που τον είχα ξυπνήσει μεσάνυχτα για να του ανακοινώσω στο τηλέφωνο το παράτολμo εγχείρημά μου.
Την κυρά-Λένη, δεύτερη κατά σειρά στην σκυταλοδρομία της αναγνώστικής ομάδας, που μολονότι την κούρασα με «τα τόσα ονόματα και φάσεις», έπιασε ουσιαστικά το νόημα και μου ’δωσε συγκινημένη την ευχή της. Αλλά βέβαια, τι άλλο θα μπορούσε να περιμένει κανείς από μια μάνα, που στην ώριμη ηλικία των 80 χρόνων, βρήκε το κουράγιο την βραδιά του θριάμβου να βγάλει βόλτα στους δρόμους τις σημαίες των εγγονιών της, διαδηλώνοντας ανοιχτά τον πηγαίο ενθουσιασμό της για τη νίκη τής Εθνικής; Ο γιος της ας τα βλέπει...
Τον Τάκη που του το φύλαγα απ’ τις εποχές που πηγαίναμε μαζί στο Έκτο και στη Λεωφόρο, κι ως συμμαθητές και συμπαίχτες κάναμε «εθνικές» και «διεθνείς» νίκες εναντίον του Κλασσικού και της παρέας του Νικολάρα (Αναστόπουλου). Η γνώμη του ήταν αυτή που άναψε το πράσινο φως (όσοι ψάχνετε για ηθικό αυτουργό μπορώ να σας δώσω την διευθυνσή του) ώστε να βρεθεί στα χέρια σας αυτό το γραφτό.
Το Σταύρο Μ. για τις ατέρμονες συζητήσεις μας περί εκδόσεων και την ιδέα του να το βγάλουμε σε ακουστική μορφή. Έπίζω να κάτσει τελικά...
Το Βασίλη, τις Αλεξάνδρες (μικρή και μεγάλη), τον Γιάννη, τη Στέλλα, το Σωτήρη, τη Βιβή, τον Αντρέα, την Ελένη, το Σταύρο, τους Κώστηδες («γκαρντάσι», «Νέαρχο» και «γουρλή»), τη Ζωή, το Βαγγέλη, την Αλίκη, το Λουκιανό, τον Πάνο και το Κίμωνα για την ενθαρύνση, τις εύστοχες παρατηρήσεις και τα ειλικρινή τους σχόλια.
Τους Χρήστο και Κυριάκο, στη συνειδητή κριτική των οποίων οφείλω την ομαλή μου προσγείωση στον πρωτόγνωρο για μένα κόσμο της συγγραφής.
Τους εμπειρογνώμονες Γιώτη, για την προθυμία του να του ρίξει μια ματιά, έστω και... διαγώνια, και Κωνσταντίνο, (πρώτο διδάξαντα του είδους εν Ελλάδι) για το αυθόρμητο ενδιαφέρον του και τις πολύτιμες υποδείξεις του στο εκδοτικό λαβύρινθο, σε μια περίοδο μάλιστα που η ζωή του βρισκόταν σε συνεχή ταλάντωση. Κάτι μ’ έσπρωχνε να δώσω μια απάντηση στο «οιδιπόδειό» του.
Όλους εκείνους (μέλη της ΠτΠ και μη) που για διάφορους λόγους δεν κατάφεραν στην πρώτη τους επαφή με το έργο μου να ξεπεράσουν το διπλό κλικ στο desktop του κομπιούτερ τους, ελπίζοντας να τ’ ανοίξουν στη συμβατική του μορφή.
Μια ιδιαίτερη μνεία ανήκει στον Σπύρο (παλιά δόξα του Αχιλλέα Τρικάλων) που ’βαλε το γραφτό μου σε ξεχωριστή θέση στην βιβλιοθήκη της καρδιάς του και στον Κώστα Κ. για την αρχική επεξεργασία του κειμένου και τις εκτυπώσεις, που επέλεξε να μην το διαβάσει προτιμώντας να το δει κατευθείαν στο σινεμά...

Αισθάνομαι υπόχρεος:

Σ’ άπαντα τα μέλη της αποστολής της Εθνικής στο Euro της Πορτογαλίας για τις αξέχαστες στιγμές που μου χάρισαν, δίχως την ύπαρξη των οποίων ίσως να μην είχα μπει καν στον κόπο ν’ ασχοληθώ με το γράψιμο.
Τέλος, σ’ όλους τους αθλητικογράφους αλλά κι απλούς φιλάθλους για τον φιλικό, αφιλοκερδή δανεισμό ή αν θέλετε την συγκατάθεσή τους στην κλοπή κι (άνευ αδείας) επαναχρησιμοποίηση (επίζω να μη με τραβάνε στα δικαστήρια στη περίπτωση που γίνει σουξέ) μέρους απ’ τον αστείρευτο θησαυρό των εκφράσεών τους που κατακλύζουν τα ΜΜΕ.

Θα ’ταν τουλάχιστον ασέβεια αν δεν αναφερόμουν έστω κι επιγραμματικά στην μεγάλη κατανόηση που έδειξε ολόκληρη η οικογένειά μου τόσο με την ανεκτική της στάση απένατι στην εκνευριστική απομόνωση και την χρόνια κακοκεφιά μου κατά την διάρκεια του γραψίματος, όσο και με την δημιουργία ατμόσφαιρας, ώστε τούτο τ' άψυχο κουτί με τις ασπρόμαυρες φωτογραφίες ν’ αποκτήσει ζωή και χρώμα.

ΠΑΡΑΤΑΣΗ

Άγνωστος φίλαθλος


Ώραίοι ως Έλληνες,
εξαιρετικοί ως ποδοσφαιριστές,
μαγικοί ως φίλαθλοι.

Γιώργος Χελάκης


Όλα τα πρόσωπα που εμφανίζονται σ’ αυτό το βιβλίο είναι τελείως «φανταστικά», αφού πρόκειται για τους πρωταγωνιστές ενός «ονείρου». Ώς εκ τούτου, ο περιγράφων φέρει απολκειστικά και μόνο αυτός την ευθύνη για τον τρόπο παρουσίασης, συχνότητας, αναφοράς και την πάντα καλοπροαίρετη κριτική τους. Οποιαδήποτε ταύτιση με άτομα ή γεγονότα που ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα έχει βέβαια μια σχετική δόση αλήθειας αλλά ουσιαστικά επαφίεται στην δύναμη της φαντασίας του αναγνώστη.

Τα περισσότερα απ’ τα γεγονότα πηγάζουν από εντυπώσεις που αποθηκεύτηκαν στο μυάλο του γράφοντα σε μια περίοδο 45 τόσων χρόνων, μ’ επίκεντρο τις 23 μέρες που άλλαξαν τον, ποδοσφαιρικό τουλάχιστον, κόσμο. Στην εποχή του οργασμού των πολυμέσων είναι αδύνατον να μη καταφύγει κανείς σ’ ένα μικρό «ρεκτιφιέ» της μνήμης με λογής λογής πληροφορίες από περισσότερο ή λιγότερο κινούμενες πηγές. Έτσι το τρίγωνο Ιnternet-notebook-DVD ήταν ο ιδεώδης συνδυασμός που οδήγησε στην εκπλήρωση αυτού του προσωπικού ονείρου.

Κανονικά σ’ αυτή τη θέση μπαίνουν κάποιες λίστες με τις 10 καλύτερες ευκαιρίες που δεν χάνονται με τίποτα, εξωφρενικές γκάφες των διαιτητών, διάφορα σοβαρά κι ευτράπελα του τουρνουά, αλλά εγώ δεν θα σας κουράσω με τίποτα τέτοιο. Άλλωστε, αρκετά με υποφέρατε ως εδώ. Ξεφυλλίζοντας ένα τεύχος του περιοδικού ANSTOSS - Εναρκτήριο λάκτισμα- του καλλιτεχνικού και πολιτιστικού προγράμματος του ΠΚ 2006 της FIFA, διάβασα την πιο κάτω κριτική στο DVD με την Επίσημη Ανασκόπηση της UEFA. Νομίζω ότι αξίζει το κόπο να το μεταφράσω, γιατί δίνει μια εικόνα του Πανευρωπαϊκού από μια διαφορετική σκοπιά, που τελικά αποδεικνύει ότι υπάραχει ένας ικανός αριθμός από ποδοσφαιρόφιλους, οι οποίοι αξιολογούν τα γεγονότα κατά έναν τρόπο που δεν συμπίπτει αναγκαστικά με τον δικό μας. Καμιά αντίρρηση, μια και το προϊόν προορίζεται προφανώς εκτός των άλλων και για την γερμανόφωνη αγορά. Την παραθέτω ολόκληρη:

Το Euro 2004 ήταν ένα ωραίο τουρνουά, πλούσιο σε μεγάλες στιγμές. Έτσι, η διάρκεια του επίσημου DVD με τα highlight είναι πάνω από τρεις ώρες. Σ’ αυτές ο θεατής μπορεί ν’ ανατρέξει γι’ άλλη μια φορά στα συναρπαστικότερα παιχνίδια όπως Αγγλία-Γαλλία, Ολλανδία-Τσεχία ή Αγγλία-Πορτογαλία. Ακόμη υπάρχουν τόσο τα πιο αξιοπερίεργα στιγμιότυπα όπως η απόκρουση του Γιέρκ Στηλ ή το «πάγωμα» του πανηγυρισμού του Ιταλού Κασσάνο μετά το νικητήριο γκολ του εναντιον της Βουλγαρίας, όσο και τα πιο εντυπωσιακά γκολ, δηλαδή το τακουνάκι του Ιμπραχίμοβιτς, το κτύπημα φάουλ του Ζιντάν ή η αντεπίθεση του Βερπακόφκις. Και φυσικά δεν θα ήταν δυνατόν να λείπουν οι Γερμανοί. Το ελπιδοφόρο ντεμπούτο εναντίον της Ολλανδίας ακολούθησε το «φρενάρισμα» με την Λετονία, για να φτάσουμε στον αποκλεισμό απ’ τη Β-ομάδα της Τσεχίας. Τουλάχιστον άξιζε να δει κανείς τα δυο γκολ των Φρίνκς και Μπάλλακ. Α ναι, αποτίεται επίσης φόρος τιμής στην έκπληξη του τουρνουά και Πρωταθλήτρια Ευρώπης Ελλάδα. Κι όλ’ αυτά υπάρχουν σ’ εξαιρετική ποιότητα. Ακόμη κι η περιγραφή του (...) υποφέρεται.

Μήπως μας ζηλεύουν; Ο νοών νοείτω!

Όταν μερικές μέρες αργότερα σε μια λίστα της FIFA με τους καλύτερους τερματοφύλακες του κόσμου είδα τον δικό μας Νικοπολίδη στην 5η θέση, μια πιο πάνω απ’ τον δικό τους Κάαν, αισθάνθηκα μια τέτοια δικαίωση, που παραιτήθηκα απ’ την έντονη επιθυμία μου να ξανασχοληθώ ενεργά με παρόμοιες περιπτώσεις κυρίων. Ευτυχώς που υπάρχουν κι αντικειμενικοί φιλέλληνες...

ΤΟ ΞΥΠΝΗΜΑ

Γιάννης Τοπαλίδης


Wir hoffen, dass wir hier bis jetzt durch die Ergebnisse
den Menschen in Griechenland Freude bereitet haben.

Otto Rehhagel


Το 2004 ήταν μια πραγματικά πολυτάραχη χρονιά, δίσεκτη βέπεις. Σεισμοί, τυφώνες, πόλεμοι, πλημμύρες, τσουνάμι, τρομοκρατικές ενέργειες έκαναν άνω κάτω τον ούτως ή άλλως ταλαιπωρημένο πλανήτη μας. Ολόκληρος ο κόσμος έζησε ώρες αγωνίας για το αν η Ελλάδα θα κατάφερνε τελικά να ανταποκριθεί μ’ επιτυχία στις απαιτήσεις της Ολυμπιάδας σαν διοργανώτρια χώρα. Κι όμως μια ασήμαντη μειοψηφία ανθρώπων είχε την αναίδεια να πλέει σε πελάγη ευτυχίας, μόνο και μόνο επειδή εικοστρία τέκνα της σήκωσαν έναν αργυρό αμφορέα σε μια τοπική αθλητική διοργάνωση. Αγγίζει τα όρια της διαστροφής αλλά είναι ενδεικτικό του πόσο στενή είναι η οπτική γωνία του καθενός μας για τη ζωή. Κανονικά θα ’πρεπε ν’ ανησυχώ για το μέλλον της ανθρωπότητας, αφού συγκαταλέγω τον ευατό μου στα «ενεργά» μέλη της.
«Μα που βαδίζουμε επιτέλους;» θα μου πείτε. Μη μου βάζετε δύσκολες ερωτήσεις. Ένας απλός «ποδοσφαιρομανής» είμαι κι εγώ που γυρεύει τη δόση του από ματς σε ματς. Μήπως νομίζετε ότι στο κεφάλι ενός ποδοσφαιρικά εθισμένου υπάρχει τίποτ’ άλλο απ’ τη μπάλλα; Και σαν να μη έφταναν ολ’ αυτά, φορτώθηκα όπως όλοι οι συμπατριώτες μου και το αφόρητο βάρος του τίτλου του Πρωταθλητή Ευρώπης.

Είναι δύσκολο να περιγράψει κανείς με δυο λέξεις το τι σημαίνει για μας τους Έλληνες αυτή η ανέλπιστη επιτυχία που μας κάνει να φουσκώνουμε ακόμη σαν γαλοπούλες. Ο καθένας έχει τον δικό του τρόπο να επεξεργάζεται τα συνταρακτικά γεγονότα που σημαδεύουν τη ζωή του. Πάντως για ’μας τους βετεράνους ποδοσφαιρόφιλους της δύσκολης ηλικίας των 49, ήταν σίγουρα μια «ένεση ζωής». Ένα δυνατό σκούντημα που μας έβγαλε απ’ τη χρόνια κατάθλιψη της μετριότητας, βάζοντας νέους στόχους σ’ ένα παιχνίδι που έμοιαζε να ’χει χαθεί για πάντα. Μια βαριά κληρονομιά για τις επόμενες γενιές που διαλέγουν συνειδητά τη «βελόνα» του αθλητισμού για να κερδίσουν τον δύσκολο δρόμο που ’χουν μπροστά τους. «Η δουλειά είναι το παν. Το ταλέντο δεν είναι τίποτα», λέν’ οι Γερμανοί. Εμείς πιστεύουμε ακράδαντα στο αντίθετο. Κάπου στη μέση βρίσκεται η αλήθεια που οδηγεί στην πρώτη θέση του βάθρου. Απομένει ένας σοβαρός προγραμματισμός και μια σωστή διαχείρηση, αν επιδιώκουμε την παραμονή μας στην κορυφή του Ολύμπου. Ας μην ξεχνάμε ότι οι δυνατοί καθορίζουν οι ίδιοι την τύχη τους.

Ένα χρόνο μετά το θαύμα, τα πάντα έχουν σχετικοποιηθεί. Ύστερ’ από μια σειρά μετρίων εμφανίσεων στο Κύπελλο Συνομοσπονδιών, η Εθνική μας κουρασμένη, έχει δημιουργήσει τις καλύτερες προϋποθέσεις για να μας απαλλάξει από μια ακόμη φθοροποιό δοκιμασία παρακολούθησης των αγώνων της. Εδώ που τα λέμε, έχω πλήρη κατανόηση για την απόφαση των παικτών να μη μας θυσιάσουν στο βωμό μιας νέας «επέλασής» τους επί γερμανικού εδάφους, παραιτούμενoι εθελοντικά από μια θέση στα τελικά του ΠΚ 2006. Όπως μου ’χε πει κι ένας συνάδελφος μετά την κατάκτηση του τίτλου με μια μικρή δόση ζήλιας:
«Ναι αλλά δε νομίζω να βγείτε και Πρωταθλητές Κόσμου!», λες κι ήταν απαραίτητο. Στο κάτω κάτω όχι όλο εμείς, ας σηκώσουν κι οι άλλοι τίποτα βρ’ αδερφέ! Ένας κύκλος πλησιάζει στη συμπλήρωσή του προτού δώσει τη σκυτάλη στην αρχή κάποιου άλλου. Η λάμψη της φλόγας του ονείρου ξεθύμανε σιγά σιγά. Ο κανονικός ρυθμός της καθημερινότητας μας προσπέρασε πάλι στη στροφή. Μετά την επιτυχία του στο Euro του Βελιγραδίου, το «μπασκετάκι» πήρε πάλι κεφάλι στη αέναη μονομαχία του με το ποδόσφαιρο ανεβάζοντας τον πήχυ της άμιλλας ανάμεσα στα δυο αθλήματα. Δύσκολο τ’ αλισβερίσι της μπάλλας. Εφήμερο. Σήμερα είσαι αύριο δεν είσαι. Σήμερα νικητής αύριο ηττημένος. Σήμερα σηκώνεις αύριο σε σηκώνουν. Άσπρο, μαύρο. Είναι σκληρός ο ανταγωνισμός κι η μεταχείριση του ηττημένου ακόμη σκληρότερη. Όμως η ελπίδα πεθαίνει τελευταία κι ένας Πρωταθλητής Ευρώπης δεν πρέπει να πάψει να κοιτάζει μπροστά, να ’χει όνειρα. Σαν αυτό που ζήσαμε πέρυσι, που θα μείνει για πάντα βαθιά χαραγμένο σαν τατουάζ στο πετσί μας. Τι τα θέλετε, βαρύς ο σταυρός του οπαδού της Εθνικής, αλλά καλά τα καταφέραμε... Ναι καταφέρα-με! Γιατί, αμφιβάλλετε; Ας μην έκανα ’γω σεφτέ με την Αρμενία, να δω τι θα σηκώνα-τε!


Το screen saver του φορητού υπολογιστή μου μ’ εβγαλε απ’ το μελαγχολικό, νοσταλγικό μου αρμένισμα στο γαλάζιο ονειρώδη κόσμο του Euro. Ένα ένα τα γκολ της Εθνικής μας ξεδιπλώνονται για ένα δευτερόλεπτο μπρος στα μάτια μου. Η σουτάρα του «Τυπάρα», κοίτα να δεις, με λυμένα κορδόνια το ’βαλε το θηρίο. Τι αποκαλύπτει καμιά φορά ο φωτογραφικός φακός! Η «εκτέλεση» του Μπασινά, το «τούννελ» του Χάρι, το «σκάψιμο» του Ζήση, το «ζωγράφισμα» του Μπαρτέζ, η «κoυτουλιά» του Κολοσσού, τ’ «Αγγελικό» φινάλε και πάλι ο Καραγκούνης... Δεν τολμώ ν’ ακουμπήσω το ποντίκι γιατί δεν θέλω να διακόψω την συνεχή εναλλαγή των χρωμάτων που σκάζουν μ’ αυστηρή συχνότητα στην οθόνη. Ίσως γιατί δεν θα ’θελα να τελειώσει ποτέ τούτο τ’ όνειρο...
«Επιτέλους! Καλά πόσες φορές πρέπει να τ’ αφήσω να χτυπήσει για να το σηκώσεις; Αύριο κυκλοφορούν τα εισιτήρια για το κύπελλο με τη Χέρτα, μήπως ενδιαφέρεσαι να ’ρθεις;» Η χαρακτηριστική φωνή του Klaus έμοιαζε σα να ’ρχόταν απ’ το διάστημα. Προσπάθησα να καταλάβω τι εννοούσε.
«Αλλοοό! Σε σένα μιλάω, είσ’ ακόμα εκεί; Δε μου λες τι σου συμβαίνει τελευταία; Μήπως πρέπει ν’ αρχίσω ν’ ανησυχώ για την πάρτη σου; Από τότε που ’μπλεξες με το συγγραφιλίκι...» Διεκρινα μια ανεπαίσθητη έγνοια στις λέξεις του:
«Εεεε; Ναι.» απάντησα μετά από μια μεγάλη παύση. «Μ’ έκοψες πάνω στο καλύτερο. Έβλεπα ωραίο όνειρο.»
«Α, τώρα εξηγούνται όλα, συγγνώμη αν σε ξύπνησα... Για λέγε λοιπόν ονειροπαρμένε μου!» Τα μάτια μου άστραψαν πονηρά, ενώ τα χείλη μου άρχισαν σιγά σιγά να μακραίνουν.
«Παίζατε λέει με του «κάφρους»[1] στον τελευταίο αγώνα της σαιζόν και στεκόμασταν, όπως πάντα, μαζί μπροστά στα κάγκελα. Με νίκη ανεβαίνατε. Βρισκόμασταν στις καθυστερήσεις και το 0-0 παρέμενε, όταν ο διαιτητής σας έδωσε πέναλτυ.» Κοντοστάθηκα λίγο για να δω αν θα τσιμπήσει.
«Λοιπόν, τι έγινε;» ρώτησε με φανερό ενδιαφέρον.
«Βούτηξε τη μπάλλα ο Μαζίνγκου, πήρε φόρα να το βαρέσει και...» είπα κάνοντας επίτηδες ακόμη μια διακοπή.
«Και;» επανέλαβε ανυπόμονα.
«Και τότε βάρεσε το τηλέφωνο...» προσθέσα πριν ξεκαρδιστώ στα γέλια.
«Μούσια, κόφ’ τη πλάκα και μη παίζεις με τον πόνο μου για να μη σας πάρει και σας σηκώσει, κι εσένα και το περίφημο βιβλίο σου. Όλο μας το λες και το μας ξαναλές, γράφτο επιτέλους γιατί μας γκάστρωσες! Άντε γιατί θ’ αρχίσω να φωνάζω:»

«Τέλειωνέ το, να πάει στο διάλο,
φτάνει πια, μη μας βασανίζεις άλλο!»


[1] Ο HSV στην αργκό μας.


Η ΕΥΤΥΧΙΑ ΤΟΥ ΝΑ ’ΣΑΙ ΕΛΛΗΝΑΣ

Otto Rehhagel


Ελπίζουμε ότι με τ’ αποτελέσματα που φέραμε, ότι
δώσαμε μεγάλη χαρά στους Έλληνες στην Ελλάδα.

Γιάννης Τοπαλίδης


Έχοντας γνωρίσει την δυστυχία του να ’σαι μαθητής γυμνασίου στά δύσκολα κι ομιχλώδη χρόνια της χούντας, ενηλικιώθηκα έχοντας για ευαγγέλιο το «Δήμειο άσμα» στον Έλληνα. Απογοητευμένος λοιπόν τελείως απ’ τη φυλή μου, πήρα άρον άρον των οματιών μου και ξεκουμπίστηκα απ’ τη χώρα των προγόνων μου, με την ελπίδα να γνωρίσω καλύτερους κόσμους και προπάντων, ν’ απαλλαγώ απ’ όλα εκείνα που μ’ έκαναν να νομίζω ότι ήμουν δυστυχισμένος. Δοκίμασα να ευτυχίσω σε ξένους τόπους και το μόνο που κατάφερα ήταν να διαπιστώσω ότι δυστυχώς παρέμενα το ίδιο δυστυχής όπως πριν, λες κι η κατάρα της καταγωγής μου μ’ ακολουθούσε παντού σαν τον ίσκιο μου. Έτσι κατέληξα κι εγώ στο συμπέρασμα, ότι η μεν ευτυχία είναι μια περίεργη «ντίβα» που εμφανίζεται σπάνια και μόλις έρθει βιάζεται να γίνει πάλι καπνός, η δε δυστυχία μοιάζει σαν την φλύαρη και κουτσομπόλα γειτόνισσα, που μόλις βρει την πόρτα σου ανοιχτή, δεν γλιτώνεις την αρμένικη βίζιτα. Με τον καιρό συνήθισα τη δυστυχία μου κι έπαψα να την συνδέω ντε και καλά με την γενέτειρά μου, αφού συνάντησα πλήθος αλλοδαπών που ήταν το ίδιο αν όχι πιο δυστυχείς από μένα.

Απ’ όποια μεριά κι αν κοιτάξουμε το γεγονός ότι η μικρή Ελλάδα κατόρθωσε να πετύχει ποδοσφαιρικά έναν τόσο μεγάλο άθλο, είναι κάτι που θα περάσουν χρόνια πριν μπορέσουμε να εκτιμήσουμε την πραγματική του αξία. Η ουσία είναι ότι η Εθνική, μια ομάδα που κάτω από κανονικές συνθήκες την έχουμε του «κλώτσου και του μπάτσου», μας χάρισε στιγμές πραγματικής ευτυχίας ή τουλάχιστον μας έκανε να λησμονήσουμε, έστω και για λίγο, την κληρονομική μας δυστυχία. Εντελώς ξαφνικά, απ’ την μια στιγμή στην άλλη, άλλαξε τη ζωή μας οριστικά κι αμετάκλητα. Ιδίως εκείνων από μας που αντιμετωπίζουν καθημερινά την αμφισβήτηση από μια ξένη κουλτούρα. Έτσι ο άγνωστος Βρετανός, με τον οποίο πλύναμε μαζί τα πιάτα στην κουζίνα του camping, μόνο που δε μου ζήτησε αυτόγραφο όταν έμαθε από που κατάγομαι, η γνωστή ταβέρνα στη γωνία μεταβαφτίστηκε από «Bei Dimitri -Στου Δημήτρη» σε «Βei Rehakles» σερβίροντας σαν ατραξιόν την ομώνυμη μπύρα, ενώ το Μοναστηράκι γέμισε από «Δέλλες» και «Σεϊταρίδηδες» σε διάφορα μεγέθη, μοντέλα και για όλα τα βαλάντια. Και να φανταστεί κανείς ότι δυο χρόνια πριν είχα φάει τον τόπο να βρω ένα «Νικολαΐδη» για να τον κάνω δώρο στην κόρη ενός φίλου, αλλά Ντέμης γιοκ!. Ο καθένας έπεσε με τα μούτρα στην διεκδίκηση του δικού του μεριδίου απ’ το κύπελλο με μια μανία που δεν έχει προηγούμενο.
«Αυτό που δεν έχω δει ακόμη είναι μινιατούρες ή μπρελόκ του ευρωπαϊκού τροπαίου, που να μπορεί να τα σηκώνει ο καθένας όποτε του κάνει κέφι» όπως είπε κι ο Klaus! Κάπου το παρατράβηξαν το σκοινί.
«Για στάσου ρε μάγκα, κι εσύ δηλαδή το ίδιο δεν κάνεις; Γιατί λοιπόν βγάζεις την ουρίτσα σου απ’ έξω;» θα με ρωτήσετε και με το δίκιο σας. Ποτέ δεν τ’ αρνήθηκα. Άλλωστε, μήπως δεν είμαι κι εγώ Έλληνας;

Mόνον ο χρόνος θα δείξει που θα μας βγάλει αυτή η περιπέτεια, μια κι έχουμε αποδείξει επανειλημμένα ότι σπάνια τα καταφέρνουμε να εκμεταλλευτούμε σωστά τις ευκαιρίες που προσφέρουν παρόμοιες μεγάλες επιτυχίες. Βλέπετε είμαστε ή του ύψους ή του βάθους. Και βέβαια συνηθισμένοι μια ζωή στα χαμηλά, πολύ φοβάμαι μήπως ο ίλιγγος της δόξας μάς παρασύρει σε ταχύτατη πτώση δίχως αλεξίπτωτο και τότε αλίμονό μας! Το μπαλόνι του Eurobasket ’87 ξεφούσκωσε μέσα σε μια δεκαετία γιατί οι κύριοι αρμόδιοι μπέρδεψαν το άθλημα με το θέαμα. Έτσι καταντήσαμε να έχουμε τέλεια οργανωμένα πρωταθλήματα σύμφωνα με τις πιο σύγχρονες διεθνείς απαιτήσεις από εγκαταστάσεις μέχρι cheer leader, που παρακολουθούν 500.000 θεατές μέσω καλωδίου, ενώ μοναδικοί αυτόπτες μάρτυρες είναι οι κάμεραμαν των τηλεοπτικών συνεργείων που εδώ που τα λέμε δεν είναι και λίγοι. Δυστυχώς καταξοδευόμαστε σ’ έργα βιτρίνας, αντί ν’ ασχολούμαστε με την πραγαμτική ουσία της υπόθεσης, που είναι η δημιουργία μιας υγιούς υποδομής. Οι αθλοπαιδιές και γενικά τα σπορ ωφελούν αυτόν που αγωνίζεται κι όχι αυτόν που παρακολουθεί απ’ έξω. Κύριος σκοπός τους είναι η σωματική άσκηση, η ευγενής άμιλλα, τ’ ακόνισμα του μυαλού, με λίγα λόγια η υλοποίηση του «νους υγιής εν σώματι υγιεί», ενώ όλα τ’ άλλα έρχονται σε δεύτερη μοίρα. Οι αγώνες διεξάγονται στα γήπεδα, στα γυμναστήρια, στα κολυμβητήρια κι όχι στις κερκίδες και στα δωμάτια μπρος στις κάθε είδους αποχαυνωτικές οθόνες. Απαιτούν φυσική προσπάθεια και μυϊκή κίνηση, που δεν περιορίζεται μόνο στο επιδέξιο πέρασμα των δακτύλων πάνω απ’ τα πλήκτρα κάποιας ηλεκτρονικής συσκευής. Στην εποχή του γραφείου και της πολυθρόνας, του fast food και των alco-pop, του επαγγελματικού στρες και του καταναλωτικού ανταγωνισμού, η φυσική άσκηση αποτελεί κάτι παρά πάνω από επιτακτική ανάγκη, αν θέλουμε ν’ αποφύγουμε το έμφραγμα στα 35.

Ζούμε σε μέρες που κι η «κουτσή Μαρία» πάει περίπατο φορώντας τα χρυσά παπούτσια του Ρονάλντο, κυκλοφορεί με τη φανέλλα του Μπέκαμ και κλωτσάει μια τέλεια απομίμηση της Ροτέϊρο. Την ίδια ώρα έχει γεμίσει ο τόπος ακαδημίες ποδοσφαίρου και κάθε χωριό έχει γήπεδο με χόρτο και προβολείς, που σημαίνει ότι ούτε οι οικονομικοί πόροι λείπουν αλλά ούτε κι η διάθεση γι’ άθληση. Βέβαια η δίψα για διάκριση που μας κυνηγάει από πολύ νωρίς, μας σπρώχνει στ’ άκρα κι έτσι μοιραία φτάνουμε στον πρωταθλητισμό. Μόνο που εδώ τα πράγματα είναι τελείως διαφορετικά αφού μιλάμε πλέον για επαγγελματισμό. Αυτό σημαίνει πολλή δουλειά, αιματηρές θυσίες, ατέλειωτες στερήσεις, σιδερένια πειθαρχία κι όλ’ αυτά βέβαια πλαισιωμένα μ’ αρκετό ταλέντο κι ισχυρή θέληση. Με το στανιό δεν βγαίνει τίποτα. Παράλληλα χρειάζεται τεχνική υποστήριξη από ανθρώπους που ’ναι άριστοι γνώστες του αντικειμένου τους και πονάνε κι ενδιαφέρονται πραγματικά για το άθλημα. Για να πάμε μπροστά πρέπει να γίνει σωστή δουλειά, με βάση ένα καλά μελετημένο προγραμματισμό, άρτια εκπαίδευση και διαπαιδαγώγηση αθλούντων κι αθλουμένων, διοργανώσεις πρωταθληματων σ’ όλα τα επίπεδα ιδίως στ’ αρχικά στάδια με ειδικά κίνητρα για παιδιά και πολύ πολύ μεράκι. Μόνον έτσι θα μπορέσουμε να συναγωνιστούμε επι ίσοις όροις τις χώρες που δεν χορταίνουμε να θαυμάζουμε απ’ τα κανάλια ξαπλωμένοι στη κσναπεδάρα μας, γιατί εκείνες έχουν μπει στο νόημα εδώ και χρόνια. Μάτρυρές μου οι εκάστοτε συμπατριώτες μας που κάνουν αθλητική καριέρα στο εξωτερικό. Αυτά ας έχει λοιπόν από νωρίς υπόψη του ο πιτσιρικάς, που λαχανιάζει πίσω απ’ το ανυπάκουο τόπι του, ενώ ονειρεύεται να πατήσει μια μέρα την χλόη του Μπερναμπέου. Βέβαια κάποιοι θα διαφωνήσουν όπως πάντα υποστηρίζοντας:
«Ωραία τα λες, αλλά εμείς είμαστ’ Ελληνάρες. Μπορούμε κι αλλιώς...» Δυστυχώς!

Δεν ξέρω πώς αισθάνεστε όταν φιλοξενείστε στις κερκίδες κάποιου γηπέδου τον τελευταίο καιρό. Εγώ πάντως έχω τη εντύπωση ότι τ’ όλο σκηνικό θυμίζει έντονα ροκ κονσέρτο με ύφος ψυχαγωγικού varieté για όλα τα γούστα. Μια βαβυλωνία από multimedia show άνευ προηγουμένου που αντί να πλαισιώνει τον αγώνα, περιορίζει σαφώς το αθλητικό γεγονός σε δεύτερο πλάνο. Αστερόεντα σεντόνια, ημίγυμνες μαζορέττες, εκκωφαντική μουσική, έγχρωμα μάτριξ, εναλλασσόμενες διαφημιστικές μπάντες, βεγγαλικά και κάθε λογής «άγρια θηρία» κατασπαράζουν τους «μονομάχους» πριν καλά καλά προφθάσουν να πάρουν θέση για ν’ αμυνθούν! Κουρδισμένοι οπαδοί, κατευθυνόμενοι από τον στερεότυπο ρυθμό των συνθημάτων κάποιου φορητού μεγαφώνου, δεν σταματούν να κάνουν σαματά, ανεξάρτητα απ’ το σκορ ή την ροή του αγώνα. Νομίζεις πως ακούς τα επιπρόσθετα γέλια σ’ αμερικάνικη κωμωδία. Τα πάντα χoρεύουν στον σκοπό του κέρδους που επιβάλουν οι σύγχρονες επιχειρήσεις εκμετάλλευσης αθλητικών διοργανώσεων, εξαλείφοντας και το παραμικρό ίχνος αυθορμητισμού. Και σα να μην έφταναν όλ’ αυτά, αδυνατώ να καταλάβω τον ρόλο μεγάλου μέρους των ΜΜΕ, που ασελγούν μόνιμα απέναντι των αθλητών διεκδικώντας τη μερίδα του λέοντος. Γιατί ας μην κρυβόμαστε, πρωταγωνιστες είν’ εκείνοι που αγωνίζονται κι όχι οι κουστουμάκηδες με τις γραβάτες, τα μικρόφωνα και την πένα, ή μάλλον το lap top στο χέρι, που ανταγωνίζονται για το ποιος θα βγάλει στην φόρα το πιο αποκαλυπτικό σκάνδαλο. Δυστυχώς το φαινόμενο είναι παγκόσμιο κι οι Έλληνες λατρεύουν, όπως ξέρουμε, την υπερβολή. Ένα εμπεριστατωμένο και σοβαρό αθλητικό τηλεοπτικό ρεπορτάζ, όπως κι ένα καλογραμμένο άρθρο προσφέρουν τεράστια βοήθεια, αρκεί ν’ αποσκοπούν στην υποστήριξη κι όχι στην κατεδάφιση μιας προσπάθειας αποβλέποντας σε προσωπικά οφέλη. Η σωστή ενημέρωση οφείλει να ’ναι τολμηρά διακριτική, εποικοδομητικά κριτική κι αυστηρά αμερόληπτη, αφου δεν θα ’πρεπε ν’ αποτελεί ούτε μέσο αυτοπροβολής, ούτε αυτοσκοπό.

Κι όμως παρά τις απεριόριστες προσπάθειες των διαχειριστών, οι εξέδρες μένουν απελπιστικά άδειες. Η μάζα αδυνατεί ν’ ανταποκριθεί στο πλάνο κάλεσμα, αφού η εξέλιξη αντικατοπτρίζεται πλήρως στις τιμές των εισιτηρίων που έχουν καταντήσει πραγματικά «αϊσιχτήρια», όπως τ’ αποκάλεσε φίλος μέλος της ΠτΠ σε συνέντευξή του στην ελληνική τηλεόραση απαντώντας σε σχετική ερώτηση για τις τιμές εισόδου στην τελετή ενάρξεως της Ολυμπιάδας. Αφήστε που οι πιο πολλοί αγώνες διεξάγονται «κεκλεισμένων των θυρών» λόγω τιμωρίας των ομάδων μετά από επεισόδια μερίδας των οπαδών τους... Οι φίλαθλοι έχουν μπουχτίσει απ’ τα περιττά καραγκιοζιλίκια και δεν συγκινείται πια τις ξενόφερτες «φίρμες». Είναι προφανές πως λείπει τελικά το κίνητρο τού προσωπικού ενδιαφέροντος. Ο κόσμος θέλει να δει το παιδί του, τη γειτόνισσα, το γκαρντάσι, τον κολλητό του ν’ αγωνίζεται. Θέλει να χειροκροτήσει τις προσπάθειες τους, να συμμετάσχει στις νίκες και στις αποτυχίες τους. Δε λέω, καλοί είναι οι «Ριβάλντο», οι «Μποντιρόγκα» κι οι «Μιλίνκοβιτς». Είναι μαγνήτες, μάγοι, άστρα απ’ άλλο γαλαξία, μα όπως και να γίνει αλλιώς μετράει ένας Μαύρος, ένας Γιαννάκης ή ένας Μουστακίδης. Είναι κομμάτι της υπόστασής μας, μιλάμε την ίδια γλώσσα, μας ανήκουν. Αυτό που λέμε «σπιτικό προϊόν» αν με πιάνετε. Η κόρη μου το κατάλαβε στα εφτά της. Γιατί άραγε «δυσκολεύονται» να τ’ αντιληφθούν οι εφτά φορές μεγαλύτεροι σ’ ηλικία ιθύνοντες; Και μη βιαστείτε να με «χαστουκίσετε» με τη στάμπα του ρατσιστή ή του σωβίνα πριν μ’ ακούσετε πρώτα. Δεν έχω απολύτως τίποτα με τα παλληκάρια και τις κοπέλλες που κατά καιρούς έρχονται κι ενισχύουν τις ομάδες μας. Μας χαρίζουν την πείρα τους, μια και συχνά δεν είναι στα νειάτα τους, κι ομορφαίνουν τα πρωταθλήματά μας, πάντα βέβαια με τ’ αζημίωτο. Όταν όμως βλέπω τα ταλέντα μας να μαραζώνουν στον πάγκο ή ακόμη χειρότερα να μην υπάρχουν καν, μ’ ανάβουν τα λαμπάκια! Δεν είπαμε ν’ απαγορέψουμε στους αλλοδαπούς την άδεια εργασίας στην χώρα μας, άσε που θα μας έδειχνε κόκκινη κάρτα η ΕΕ, αλλά κάπου να υπάρχει κι ένα μέτρο. Η ανεξέλεγκτη εισαγωγή «εξωτικών φρούτων» απ’ όλο τον κόσμο λόγω ανεπάρκειας εγχωρίων, εκτός του ότι δεν ανεβάζει αναγκαστικά την ποιότητα των αθλητικών μας διοργανώσεων, είναι φαινόμενο μάλλον ανησυχητικό. Το έτοιμο είναι σίγουρα η γρήγορη λύση, όχι όμως κι η καλύτερη αφού στερεί την χαρά και την ικανοποίηση της δημιουργίας. Πρίν τρία χρόνια διανήσαμε με τον Klaus 600 χιλιόμετρα μέσα σε μια μέρα για να δούμε ένα εκτός του ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ στην Κοπεγχάγη στα πλαίσια του κυπέλλου UEFA. Διαπιστώσαμε λοιπόν με γεγάλη μας έκπληξη ότι στην αρχική ενδεκάδα του «ελληνικού» συγκροτήματος συμπεριλαμβάνονταν μόλις τρεις, μάλιστα 3, ιθαγενείς! Πού; Στον Πανιώνιο! Έναν απ’ τους αρχαιότερους συλλόγους στην Ελλάδας, ανεξάντλητο φυτώριο ταλέντων και μόνιμο «αιμοδότη» των μεγάλων του κέντρου. Λόγω τιμής, βρέθηκα στην δυσάρεστη θέση του να μη ξέρω ποιους ένοιωθα τελικά πιο κοντά μου, τους σημερινούς μου γείτονες ή τους μισθοφόρους με τις φανέλλες της ομάδας της οπαδικής μου κατάληξης. Το πώς έφτασα τώρα από «γαυράκι» και «βαζελόπουλο» να γίνω καψούρης με τον ΙΣΤΟΡΙΚΟ, είναι μεγάλη ιστορία που ίσως μου δοθεί η ευκαιρία να εξιστορίσω σε κάποιο άλλο γραφτό. Δεν ξέρω τι θα είχα κάνει αν σ’ αυτή την δύσκολη απόφασή μου δε βάρυνε καθοριστικά το γεγονός ότι συνάντησα τυχαία τον Αντώνη, ένα παιδιόθεν καταξιωμένο «Πανιώνιο» και παλιό γείτονα, που διέλυσε μονομιάς την πολιορκία των λιποτακτικών σκέψεων στο μυαλό μου. Αν μη τι άλλο το Euro μας απέδειξε ότι έχουμε όλα τ’ απαιτούμενα προσόντα. Ας δείξουμε κι εμείς επιτέλους λίγο περισσότερη εμπιστοσύνη στα ελληνικά μέλη, κι ιδίως στα ελληνικά κεφάλια!

Ένας επιπρόσθετος λόγος που μια μεγάλη μερίδα φιλάθλων απέχει απ’ τα γηπεδικά της καθήκοντα, είναι γιατί δεν συμφωνεί με την, τουλάχιστον, περίεργη συμπεριφορά των μαζών σ’ αυτούς τους συγκεκριμένους χώρους. Δυστυχώς οι κερκίδες στα περισσότερα σπορ βρίσκονται κάτω απ’ ανδρική κυριαρχία κι ως γνωστόν η υψηλή συγκέντρωση τεστοστερόνης τείνει σ’ εκδηλώσεις που δεν χαρακτηρίζονται από λεπτότητα και τακτ. Απ’ την άλλη είναι και θέμα διαπαιδαγώγησης, αφού το παιδάκι μαθαίνει από μικρό να μισεί τον αντίπαλο σαν τον κατάλογο του καθηγητή του, ν’ αγνοεί παντελώς την ήττα όπως την ύπαρξη καλάθων αχρήστων και ν’ αμφισβητεί κάθε απόφαση του διαιτητή ζητώντας την αιτία της αποτυχίας αποκλειστικά στους άλλους. Αν λάβουμε δε υπ’ όψη μας ότι το ελληνοχριστιανικά ιδεώδη δεν προβλέπουν καμία θέση για ένα απ’ τα σημαντικότερα κίνητρα της ζωής, γίνεται γρήγορα αντιληπτό γιατί ένα μεγάλο ποσοστό συμπατριωτών μου διατηρεί μια παρεξηγημένη σχέση ως προς την σεξουαλικότητά του. Έτσι σε στιγμές ψυχικής σύγχυσης και ισχυρού νευρικού στρεσαρίσματος, βγαίνουν στην επιφάνεια χίλια δυο απωθημένα με τη μορφή ενός απερίγραπτου υβρεολογίου που κάνει αρκετούς από μας να ντρέπονται πραγματικά για την αρσενική τους φύση. Σκόπιμα αποφεύγω να μιλήσω σ’ αυτό το σημείο για το φλέγον θέμα των χουλιγκανισμών, για να μην αρχίσουμε να κλαίμε εν χορώ. Κάπου έχει να κάνει και με τον υπέρμετρο λαϊκισμό που συνοδεύει τα λεγόματα δημοφιλή σπορ. Στο τέννις για παράδειγμα δεν διανοείται να παρεκτραπεί κανείς φραστικά, εκτός ίσως απ’ τους ίδιους τους παίχτες. Κι όμως το πείραγμα της εξέδρας είναι απ’ τις πιο ενδιαφέρουσες πτυχές της φίλαθλης ιδιότητας, αρκεί να μην περιορίζεται σε χοντρή προβοκάτσια με άνανδρα κτυπήματα κάτω απ’ τη ζώνη. Το κλασσικό πλέον: «Ποιος είν’ αυτός ο αρχηγός, το νούμερο το δέκα, που πιάσαν’ τη γυναίκα του στα πράσα με τον Πρέκα» της δεκαετίας του ‘70, μπορεί να ’ναι «σεξογενές», μπορεί να χτυπάει κάπως άσχημα στ’ αφτί αφού ασχολείται με την ιδιωτική ζωή του συγκεκριμένου ποδοσφαιριστή αλλά απέχει κατά πολύ απ’ την ωμή χυδαιότητα του: «Έτσι γαμ... το κάνει τέλος παντων, ο Πειραιάς», λες κι η εγγραφή στα δημοτολόγια μιας πόλης έχει θαυματουργή επίδραση στις ερωτικές ικανότητες των κατοίκων της. Πριν τέσσερα χρόνια πήγα στο ΟΑΚΑ να δω με τους γιους μου τον Παναθηναϊκό ν’ αντιμετωπίζει την Μάντσετερ Γιουνάιτεντ για το Champions League. Αυτο που μου ’μεινε τελικά από ’κείνη τη μοναδική βραδιά δεν ήταν ούτε το ντεμπούτο του Γιούρκα με τη γκολάρα στον Μπαρτέζ, ούτε το γεγονός ότι παρακολούθησα αγώνα των «πρασίνων» μετά από 30 χρόνια μαζί με την Λέττα και τον Τάκη. Ήταν η εμμονή των οπαδών του «τριφυλλιού» στο να βρίζουν ακατάσχετα τον αιώνιο αντίπαλό τους, αδιαφορώντας τελείως για το εκπληκτικό παιχνίδι της ομάδας τους απέναντι σ’ έναν ευρωπαϊκό γίγαντα. Πιστεύω ότι ο άνθρωπος όταν θέλει να εκδηλώσει προφορικά την οργή ή την απαίχθειά του για κάποιο συνάνθρωπό του, έχει να διαλέξει ανάμεσα σε δύο επίπεδα: το πνευματικό και το σεξουαλικό. Ο πλατύς λαός του ποδοσφαίρου έχει δυστυχώς, εκτός από πολύ ελάχιστες εξαιρέσεις, βολευτεί στην ευκολία του δευτέρου...

Μου φαίνεται πως αυτοί που τελικά βγήκαν περισσότερο κερδισμένοι απ’ την κατάκτηση του ευρωπαϊκού κυπέλλου ήταν οι Ολυμπιακοί, αφού δεν θα μπορούσαν να ’χουν καλύτερη διαφήμιση. Μιλάω φυσικά για τους Αγώνες κι όχι για τις ορδές... Η στάση μου απέναντι στην «Αθήνα 2004» ήταν και είναι από πολύ κριτική, μέχρι εντελώς αρνητική, έστω κι αν στο τέλος η νοσταλγία μ’ ανάγκασε να ενδώσω και να παραδεχθώ κάποια πράγματα. Κατ’ αρχήν θεωρώ ότι ο τρόπος διοργάνωσης και η στυγνή βιομηχανοποίηση των αγώνων, αποτελούν ασέλγεια προς το θεσμό κι ασέβεια προς τους κατοίκους της χώρας μας. Αν εξαιρέσει κανείς κάποια έργα υποδομής στον συγκοινωνιακό κυρίως τομέα, πολύ χρήμα ξοδεύτηκε στην κατασκευή περιττών πολλαπλών αθλητικών εγκαταστάσεων -χώρια τα στέγαστρα με τις πολλαπλές λειτουργίες, που επιβαρύνουν με τα έξοδα συντήρησής τους τα έτσι κι αλλιώς άδεια δημόσια ταμεία. Αυτός που τα πλήρωσε και θα τα πληρώνει για πολύ ακόμη ήταν ο Έλλην φορολογούμενος και τα καημένα τ’ αδέσποτα. Για να μην αναφέρω τους αστέγους, ζητιάνους, ναρκομανείς και γενικά υπάρξεις του περιθωρίου, που «εξαφανίστηκαν» εν μια νυκτί για να μην αμαυρώσουν το άσπιλο χρώμα της πρωτεύουσας καθ’ όλη τη διάρκεια του πανηγυριού. Αμ εκείνο το σήριαλ με την φλόγα; Σαν ιδέα δεν ήταν άσχημη και χάρηκα που είδα επωνύμους, μεταξύ των οποίων και τον Όττο, να την συνοδεύουν στο ατέλειωτο ταξείδι της προς το στάδιο, αλλά υπάρχουν κι όρια. Ή μάλλον δεν υπάρχουν, όσον αφορά στο επιχειρηματικό δαιμόνιο της οργανωτικής επιτροπής. Τόσο η στολή, τόσο η δάδα, τόσο το μέτρο(!) υπο την αιγίδα των «φιλεύσπλαχνων» χορηγών. Δηλαδή με το ίδιο σκεπτικό, αν ο πρόεδρος της ΕΠΟ ήτανε λίγο πιο πονηρός θα μπορούσε να στείλει την κούπα περιοδεία ανά την επικράτεια, για να την θαυμάσει ο κόσμος από κοντά και να φωτογραφηθεί μ’ όλη την οικογένεια σηκώνοντάς τη σε στιγμές απείρου κάλλους κι εθνικής έπαρσης, στην τιμή των ... Eυρώ μόνο! Ίσως έτσι να κάλυπτε μάλιστα και τις εκκρεμότητες της ομοσπονδίας προς τους παίχτες, ενώ οι σπόνσορες θα τρίβανε τα χέρια τους. Δεν το έκανε όμως, δίνοντας στον κόσμο την ευκαιρία να γιορτάσει το γεγονός στο Καλλιμάρμαρο δωρεάν, πράγμα που γεμισε κι εκείνο κι εμένα μ’ απέραντη ευχαρίστηση.


Όσοι από σας μετράτε τα «δυστυχώς» έχοντας αγανακτήσει με τη μονότονη γκρίνια μου -το δεύτερο παρατσούκλι που μου ‘χει κολλήσει ο Klaus είναι «γκρίνιας»- και διερωτάστε τι απέγινε η αναθεματισμένη η «ευτυχία» που άφησα να εννοηθεί στον τίτλο αυτού του κεφαλαίου, κάντε λίγο υπομονή. Μια παραγραφούλα «ελληνομουρμούρα» ακόμη και δικαιωνόσαστε!

Εκεί που κώλωσα κυριολεκτικά κι άρχισα να νοιώθω τύψεις, ήταν όταν έμαθα ότι οι λαμπαδηδρόμοι θα περνούσαν απ’ το χωριό μας, έξω ακριβώς απ’ το σπίτι της μάνας μου. Πραγματικά τα χρειάστηκα όταν σκέφτηκα ότι -καλά εγώ είχα πάρει τις αποφάσεις μου από πολύ νωρίς, για τα παιδιά μου θα ήταν μια εμπειρία που θα τη θυμόντουσαν σ’ όλη τους τη ζωή. Αν είχα ενεργήσει έγκαιρα ίσως να είχαν πάρει μια μικρή γεύση απ’ το «αρχαίο πνεύμα αθάνατο, (...) του ωραίου, του μεγάλου και τ’ αληθινού» έστω και για ένα Σαββατοκύριακο, αφού εδώ είχαν αρχίσει ήδη τα σχολεία. Μ’ αυτόν τον καημό φτάσαμε στη μέρα της τελετής ενάρξεως, και αφού δεν είχ’ ακούσει τίποτ’ αλλο στις ειδήσεις σήμαινε ότι η 28η Ολυμπιάδα θ’ άρχιζε κανονικά χωρίς καθυστέρηση. Οι εκδηλώσεις τέτοιου είδους είναι για μένα κόκκινο πανί και γι’ αυτό τις αποφεύγω όπως ο διάβολος το λιβάνι. Δεν αντέχω την απερίσκεπτη σπατάλη -100 εκατομμύρια δολλάρια για 40 λεπτά προγράμματος, την στιγμή που αλλού ο κόσμος πεινάει. Αν δεν μ’ είχε παρακαλέσει ο Klaus να του τη γράψω στο βίντεο λόγω γνωριμιάς του με τον σκηνοθέτη, πιστεύω ότι δεν θα ’χα καν μπει στον κόπο να κάτσω να την δω. Κι αν... κι αν η διοργανώτρια χώρα δεν ήταν γενέτειρά μου.

Βάλθηκα να χασμουριέμαι βαριεστημένα κοιτώντας την τσιριμόνια με μια ελαφρά δυσπιστία κι έχοντας ήδη προδικάσει την αποτυχία της. Ξαφνικά με κυρίεψε μια αλλόκοτη περιέργεια. Το ηχητικό παιχνίδι των ταμπούρλων έκανε την καρδιά μου να σκιρτήσει και το κορμί μου παραδόθηκε στην λεβεντιά του ζεϊμπέκικου. Καθώς ο στίβος έγινε λίμνη που καθρέφτιζε μιαν ιστορία 3.000 χρόνων, άρχισα να βυθίζομαι σιγά σιγά στα μαγεμένα νερά της. Από στιγμή σε στιγμή το δωμάτιο γινόταν όλο και πιο στενό για να με χωρέσει, ενώ μια γλυκιά θαμπάδα εμπόδιζε το μυαλό μου να δει καθαρά. Η ιδιοτροπία της τύχης μ’ είχε σπρώξει να ξαναβρώ τις ρίζες μου. Ένοιωθα περήφανος καθώς τρανταζόμουν ολόκληρος από συγκίνηση. Η είσοδος των ομάδων με γλίτωσε απ’ την τελική κατάρρευση και μου ’δωσε την ευκαιρία να σκουπίσω τα μάτια μου. Μια ώρα αργότερα, το «φτερούγισμα» της λευκής σημαίας με τους πέντε δακτύλιους έβαλε τις αισθήσεις μου πάλι σε τροχιά. Μ’ ιδιαίτερη ικανοποίηση ξεχώρισα τον Άγγελο Μπασινά ανάμεσα στους φορείς της. Μια διακριτική χειρονομία των διοργανωτών, που έκφραζε έτσι το δικό τους «ευχαριστώ» στα παιδιά της Εθνικής. Όταν στη συνέχεια είδα τον Νίκο Γκάλη με την δάδα να κάνει την «ασσίστ» στον «στρατηγό» Mίμη κι εκείνος με την σειρά του να την πασσάρει σαν διαβήτης στην «χρυσή» Βούλα, αισθάνθηκα ένα κόμπο στον λαιμό να με πνίγει.
«Είσαι Ρωμιός ρε γαμώτο. Ρωμιός μέχρι το κοκκαλό!» ξεχείλισε μ’ ορμή από μέσα μου, την ώρα που μια ανείπωτη ευτυχία άναβε τη φλόγα του σταδίου. Ένοιωσα ντροπή για τον εαυτό μου, ενώ το μυαλό μου χάιδεψε με θαυμασμό κι ευγνωμοσύνη όλους αυτούς τους ανώνυμους (πρωτ)εργάτες του ασύλληπτου επιτεύγματος, που μ’ οδηγό το φιλότιμο μας έβγαλαν όλους, μη εξαιρουμένης της αφεντιάς μου, ασπροπρόσωπους. Μπορεί η ακρίβεια στα ραντεβού να μην ανήκει στα προτερήματα του Έλληνα, όμως η βραδιά εκείνη διέλυσε και την παραμικρή αμφιβολία των ξένων για τις ικανότητές του, σύμφωνα με το σύνθημα: «Ελλάς μπορείς, αρκεί να ζοριστείς», με τη παραλλαγή: «ενωθείς» στην επανάληψη του στίχου.

Δεκαπέντε μέρες αργότερα ένοιωσα πάλι το ίδιο συναίσθημα, λες κι ήμουν ένα απ’ τα 60.000 ελληνικά στόματα που βροντοφωνούσαν ρυθμικά τ’ όνομα του συμπατριώτη τους, ο οποίος είχε αποκλειστεί απ’ τους αγώνες για κάτι που άλλοι μονοπωλούν δίχως ίχνος διαμαρτυρίας. Είχαν έρθει για να δουν τον «δικό τους» να συναγωνίζεται την υπόλοιπη αφρόκρεμα κι η απουσία του τούς γέμιζε με θλίψη κι αγανάκτηση. Ήθελαν να δείξουν σ’ όλο τον κόσμο, ότι δεν συμμερίζονται το μονόπλευρο fair play που βολεύει μόνον όσους έχουν χοντρό lobby. Προσοχή, δεν τάσσομαι υπέρ των «κάλπικων» νικών με τους «τεχνιτούς» μύες. Απλά ζητάω ίση μεταχείριση για όλους!

ΠΡΩΤΑΘΛΗΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ

23 Βασίλης Λάκης


Τέτοιες στιγμές μόνον ο αθλητισμός μπορει να χαρίσει στους λαούς.

Γιάννης Διακογιάννης


To τι σε δένει με μια ομάδα και σε κάνει να γίνεις οπαδός της είναι μια ολόκληρη ιστορία που απασχολεί και θα συνεχίσει ν’ απασχολεί μια μεγάλη μερίδα κοινωνιολόγων, δημοσιογράφων και φυσικά φιλάθλων. Από την «οικογενειακή παράδοση» μέχρι την πάραδοση άνευ όρων λόγω «έρωτα απ’ την πρώτη ματιά», υπάρχουν ένας σωρός τρόποι κι άλλοι τόσοι λόγοι που οδηγούν ένα καθ’ όλα «νορμάλ» άτομο στο να γίνει έρμαιο μιας παρέας βιτσιόζων νεαρών εκατομμύριουχων που περνάνε δεκαετίες κυνηγώντας ένα στρογγυλό, ασπρόμαυρο αντικείμενο. Πρόκειται για ένα είδος εθισμού όπως το κάπνισμα ή το ποτό, για να περιοριστούμε στα νόμιμα ναρκωτικά, μ’ ανάλογες ψυχοσωματικές επιπτώσεις. Συνήθως ένα κακό δεν έρχεται μόνο του κι ο συνδυασμός και των τριών μαζί είναι λαχείο. Αντίθετα, το «μικρόβιο» της «ασθένειας» για τις εθνικές μας ομάδες είναι κληρονομικό και το κουβαλάμε μια ζωή μαζί μας. Εμφανίζεται ταυτόχρονα με το ξύπνημα του αισθήματος ιδιαιτερότητας των κατοίκων της χώρας μας έναντι των άλλων και καταντά εσωτερική παρόρμηση, εκκολαπτόμενη απ’ την επιτακτική φροντίδα του περιβάλλοντος. Πάει πακέτο με τα βαφτίσια, την «προσευχή», την έπαρση κι υποστολή σημαίας στο σχολείο, το μίσος για τους «εξ ανατολών κι εκ βορρά γείτονές μας», την αποστροφή για τις ενοχλητικές μειονότητες –όχι πως είμαστε καθόλου ρατσιστές, και γενικά την συστηματική καλλιέργεια του πατριωτισμού που μας επιβάλουν οι εκάστοτε κυβερνώντες. Και βέβαια ο Έλληνας που σφύζει από περηφάνεια για την καταγωγή του δεν παραλείπει να παινεύεται για την ανωτερότητά του, η οποία θεωρείται δεδομένη παντού εκτός ίσως απ’ το ποδόσφαιρο. Στο σημείο αυτό η ισχύς του αξιώματος περί καθολικότητας της ελληνικής υπεροχής, κοινώς «μαγκιάς», παρουσιάζει ομολογουμένως κάποια κενά. Έτσι εξηγείται άλλωστε η περίεργη συμπεριφορά μας στις προκλητικότητα των ξένων πάνω σ’ αυτό το λεπτό θέμα που μας έχει δημιουργήσει διάφορα ψιλοκόμπλεξ. Γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε πως παρ’ όλη τη διαλεκτική μας δεινότητα και τ’ ατράνταχτα επιχειρήματά μας περί αποδείξεως του εναντίου, οι αριθμοί κάθε άλλο παρά με το μέρος μας είναι. Ή καλύτερα ήταν, μέχρι που ξανάρθαν οι Γερμανοί και μας έβαλαν σε τάξη.

Η αρχή της θητείας μου ως συνειδητού υποστηριχτή της Εθνικής χρονολογείται γύρω στο ‘65 αλλά έπρεπε να υπομένω καρτερικά ακόμη μια διετία πριν γευτώ τη χαρά της επιτυχίας με τη μορφή μιας ισοπαλίας στο Ελσίνκι με γκολ του Στάθη Χάιτα. Είχε προηγηθεί το World Cup της Αγγλίας που το είχα παρακολουθήσει μ’ ενδιαφέρον τόσο απ’ τις εφημερίδες, όσο κι απ’ τις συλλογές απ’ τα χαρτάκια με τα πορτραίτα των ποδοσφαιριστών που κυκλοφορούσαν σαν δόλωμα στις μαστίχες και στις γκοφρέττες. Η τηλεόραση, είδος πολυτελείας τότε, κάνοντας τα πρώτα της βήματα μετέδιδε στιγμιότυπα σε μαγνητοσκόπηση. Λίγους μήνες αργότερα διαλύαμε την Αυστρία 4-1 στο Φάληρο με χατ-τρικ του Γιώργου Σιδέρη, ενώ φέραμε 1-1 στη ρεβάνς της Βιέννης. Αποτελέσματα που μπορεί να μη μας οδήγησαν στον β΄ γύρο του Κυπέλλου Εθνών, ήταν όμως ικανά να παρασύρουν την εθνική υπερηφάνεια ενός εντεκάχρονου ν’ αφοσιωθεί με όλες του τις δυνάμεις στο αντιπροσωπευτικό του συγκρότημα, με την πεποίθηση ότι η χώρα του μπορεί να σταθεί άνετα στο εξωτερικό, έστω και σ’ επίπεδο μπάλλας. Κι η εμπιστοσύνη μου δεν άργησε ν’ αμειφθεί για την επιμονή της, αφού η Εθνική βασισμένη την μαγική τριάδα Σιδέρη-Δομάζου-Παπαπαϊωάννου του Ποδοσφαιρικού Ομίλου Κέντρου (ΠΟΚ, δυστυχώς η αποκέντρωση ήταν από τότε άγνωστη λέξη στα πλάνα τόσο των προπονητών, όσο και των πολιτικών) έφτασε ν’ αγωνίζεται για την είσοδό της στα τελικά του Μundial του Μεξικού. Με μία μόνο ήττα σε πέντε παιχνίδια κι έχοντας σαρώσει την Ελβετία στη Θεσσαλονίκη με 4-1 (στην πρεμίερα της ΕΡΤ στις απευθείας μεταδόσεις, που όμως έχασα λόγω σχολικών υποχρεώσεων) ήθελε μια νίκη στο Βουκουρέστι για να προκριθεί. Το ματς έγινε Κυριακή και σήμανε το ντεμπούτο μου στα τηλεοπτικά καρδιοχτύπια μπρος στην ολοκαίνουργια συσκευή της κύρα Βάσως, που είχε φέρει ο κυρ Βλάσης σ’ ένα απ’ τα ταξείδια του στην Αμερική. Η ισοφάριση του «στρατηγού» μ’ ασύλληπτο μακρινό σουτ (που συνοδεύτηκε, ελλείψει replay, με χαρτονάκι του σταθμού που έγραφε: ΓΚΟΛ! για όσους δεν το πίστευαν) ήταν η μόνη παρηγοριά απ’ τη μοναδική ευκαιρία της χρυσής φουρνιάς των αστέρων μας, να βγει απ’ τα στενά ελληνικά όρια και να λάμψει στο παγκόσμιο ποδοσφαιρικό στερέωμα. Ίσως πάλι κάποιο θείο χέρι να ’θελε να μας προστατέψει απ’ το αίσθημα της κατολίσθησης στον «Καιάδα» της απογοήτευσης, μια κι απείχαμε έτη φωτός απ’ τους «γαλαξίες» που λέγονταν Βραζιλιά, Αγγλία και Τσεχοσλοβακία και που θα ’ταν οι αντίπαλοί μας στην πρώτη φάση του τουρνουά. Η οδυνηρή αυτή διαπίστωση που θύμιζε γροθιά στο στομάχι, ήρθε μερικές μέρες μετά τον τελικό, όταν μετά τον ονειρικό κόσμο των Πελέ, Τσάρλτον και Κουμπίγιας μελαγχόλησα απ’ το κλωτσοσκούφι με τον πομπώδη τίτλο «Τελικός Κυπέλλου Ελλάδος» ανάμεσα στον Άρη και τον ΠΑΟΚ... Προς Θεού, δεν έχω τίποτα με τις ομάδες βορείως των Τεμπών!

Έκτοτε ήπια πολλά πικρά ποτήρια, αφού οι αναλαμπές του ‘80 με τους Μαύρο, Κούη, Αναστόπουλο -με τον Νικολάρα έχω παίξει τόπι στο πλακόστρωτο της πλατείας του Αϊ Γιάννη Βουλιαγμένης, και του ‘94 με τη γενιά των Σαραβάκου, Κωφίδη και Μαχλά, όπως και το «παραλίγο» του ‘97 δικαίωσαν απλώς την φήμη μας σαν ομάδα με περισσόν μεν τάλαντον αλλά εμφανή αδυναμία αξιοποίησης του. Αν μπορούσα να τα συνοψίσω όλα σε μια φάση, θα διάλεγα τον νεαρό Γιώργο Κούδα να «ερωτορτοπεί» φλύαρα με την ποθητή θεά στο πράσινο χαλί του Wembley, κάτω απ’ το έκλπηκτο βλέμμα του αείμνηστου Μπομπυ Μουρ στις αρχές του ‘71. Είναι φοβερό να περιμένεις μια ολόκληρη ζωή για να δεις την ομάδα σου να κατακτά ένα τίτλο και να πεθαίνεις μ’ αυτό τον καημό. Υπάρχει όμως κάτι χειρότερο. Να το ξέρεις απ’ την αρχή! Η θεία μετάληψη απ’ την ασημένια κούπα του Εuro της Πορτογαλίας ήρθε τελείως αναπάντεχα κι ανεξήγητα, όχι μόνο για όλο τον ποδοσφαιρικό κόσμο αλλά περισσότερο για μας τους ίδιους. Όταν σηκώνεις επί δεκαετίες τον βαρύ σταυρό της ίδιας σου της καταδίκης, παύεις πια να πιστεύεις στην ανάσταση και παραδίνεσαι αμαχητί στη σκληρή μεταχείριση της μοίρας. H επικράτηση της Ελλάδας ήταν τόσο απρόβλεπτη, όσο εκείνη της Δανίας στο Euro ’92 στη Σουηδίας, οι παίχτες της οποίας έβγαλαν κυριολεκτικά τις σαγινάρες των διακοπών και φόρεσαν τα παπούτσια της δουλειάς (μετά τον αποκλεισμό της Γιουγκοσλαβίας απ’ την UEFA), για να κατακτήσουν τελικά κάτι που τους άξιζε από χρόνια, ακριβώς για τον ειλικρινή και θεαματικό τρόπο παιχνιδιού τους.

Θα ρωτήσετε λοιπόν εύλογα πως καταφέραμε να φτάσουμε σε μια τέτοια επιτυχία και μάλιστα στην άλλη άκρη της Μεσογείου, με μια ομάδα «ιπταμένων», που στην πλειοψηφία τους γυάλιζαν τον πάγκο του συλλόγου τους, κι ένα προπονητή που δε μιλάει ούτε καν τη γλώσσα τους. Η απάντηση είναι πάρα πολύ απλή:
«Δεν γνωρίζω!» Εγώ είμ’ ένας απλός ασθενής. Αυτοί που επαγγέλονται «γιατροί» ας βγάλουν τα συμπεράσματά τους Οι δικές μου αρμοδιότητες σταματάνε σ’ αυτά που κατέγραψε ο «φωτογραφικός φακός» των ματιών μου και καταχωρήθηκε στις πτυχές της φαιάς ουσίας του εγκεφάλου μου. Άντε να σχολίασα και πέντε πραγματάκια που μου χτύπησαν στο μάτι, όμως η αναζήτηση της αλήθειας είναι έργο ειδικών εμπειρογνωμόνων κι απαιτεί σχολαστική ανάλυση. Η τελευταία κατέληξε σε μια σειρά από θεωρίες που επιχειρούν να εξηγήσουν αυτό το φαινόμενο. Το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να δώσω την δική μου ερμηνεία στις παραπάνω εκδοχές.

Ο θρυλικός προπονητής της Λίβερπουλ Μπιλ Σάνκλυ είπε κάποτε:
«Σ’ ένα ποδοσφαιρικό σύλλογο υπάρχει ένα ιερό τρίπτυχο:

Οι παίχτες,...»

Ήταν φανερό ότι οι ποδοσφαιριστές έπαιξαν με φοβερή θέληση κι ιδιαίτερη δίψα για διάκριση. Όχι μόνο τα έδωσαν όλα στο γήπεδο, αλλά φάνηκαν καλά διαβασμένοι κι ώριμοι για ν’ ανταποκριθούν στις δύσκολες εξετάσεις του τουρνουά, βαθμολογούμενοι από «πολύ καλά», έως «άριστα». Σ’ αυτό συνέβαλε τ’ ότι:
Οι περισσότεροι απ’ αυτούς που αποτέλεσαν την βασική ενδεκάδα μαθήτευσαν ή είχαν στο παρελθόν μαθητεύσει στ’ ανεγνωρισμένα ευρωπαϊκά «κολλέγια» της Premier League, της Bundesliga ή της Serie A, μαζεύοντας πολύτιμες εμπειρίες αλλά κι αρκετό χειροκρότημα. Να που η παγκοσμιοποίηση έχει και τα καλά της.
Δεν ήταν λίγοι αυτοί είχαν έρθει κυριολεκτικά νταβραντισμένοι για μπάλλα, αφού δεν αποτελούσαν πρώτη επιλογή στους συλλόγους τους. Αντίθετα αγωνίστηκαν με πάθος και δύναμη για να δείξουν την αξία τους τόσο στον κόσμο, όσο και στους προπονητές τους.
Κινήθηκαν όλοι σε υψηλά επίπεδα απόδοσης, ενώ μερικοί ξεπέρασαν ακόμη και τον ίδιο τους τον εαυτό, κάνοντας τα παιχνίδια της ζωής τους! Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι οι Νικοπολίδης, Σεϊταρίδης, Δέλλας, Ζαγοράκης και Χαριστέας συμπεριλήφθηκαν στην ιδανική 23-άδα της UEFA.
Έπαιξαν συλλογικά αλληλοκαλύπτοντας τα κενά τους, φάνηκαν ψύχραιμοι και τσαχπίνηδες στις δύσκολες φάσεις κι εκμεταλλεύτηκαν με τον καλύτερο τρόπο το μεγαλύτερο κεφάλαιο του Έλληνα, το... κεφάλι.
Οι άλλοι είχαν τους σταρ. Στους δικούς μας έλαμψε η ομάδα!

«ο προπονητής...»

Οπωσδήποτε έναν πολύ σπουδαίο ρόλο έπαιξε το τεχνικό team κι η επιμονή του σ’ ένα πυρήνα από 30 ποδοσφαιριστές, οι οποίοι αποδέχτηκαν πλήρως την «γερμανική» νοοτροπία που τους επέβαλε. Στον τομέα του έμψυχου υλικού ο Ρέεχαγκελ:
Ξεκαθάρισε απ’ την πρώτη στιγμή την θέση του, δίνοντας στους παίχτες να καταλάβουν ότι ο λόγος του είναι νόμος κι ότι δεν ήταν διατεθειμένος ν’ ανεχθεί οποιουδήποτε τύπου ανταρσίες (Γεωργάτος, Ζήκος), ή όπως ο ίδιος εξήγησε:
«Οι Έλληνες εφηύραν την δημοκρατία, εγώ εισήγαγα μια δημοκρατική δικτατορία».
Παράλληλα προσπάθησε να πλησιάσει τους «μαθητές» του επιδιώκοντας να τους γνωρίσει καλύτερα, αλλά και να τους πείσει ν’ αλλάξουν τακτική ή ακόμη και στάση απέναντι στην Εθνική (επιστροφή Ντέμη).
Κατάφερε να τους εμφυσήσει το αίσθημα της ομαδικότητας, κηρύσσοντας τη φιλοσοφία του:
«Για να φτάσουμε σε ένα στόχο χρειάζεται να είμαστε ενωμένοι σαν μια γροθιά!»
Φρόντισε να «ντοπάρει» το ηθικό της ομάδας με «χάπια» αυτοπεποίθησης πριν από κάθε ματς, αφαιρώντας της ταυτόχρονα το άγχος για τ’ αποτέλεσμα, στο στυλ:
«Βγείτε και παίξτε μπάλλα και δεν έχετε να χάσετε τίποτα. Το πολύ πολύ να κερδίσετε!»
Πέτυχε να χαλιναγωγήσει τ’ ατίθασο ελληνικό ταμπεραμέντο, υπενθυμίζοντας στους ποδοσφαιριστές ότι το γήπεδο δεν είναι τσίρκο:
«Παλιά έκαν’ ο καθένας ό,τι ήθελε. Τώρα κάνει ό καθένας αυτό που του επιτρέπουν οι δυνατότητές του».

Εδώ νοιώθω την ασυγκράτητη εσωτερική ανάγκη να κάνω κατ’ εξαίρεση μια μικρή αναφορά για να μη σας κουράσω, εφόσον θα μπορούσα να μιλάω ώρες, σ’ ένα ποδοσφαιριστή, ο οποίος επίσης κατ’ εξαίρεση, αποδίδοντας πάντα αυτό που μπορεί, έκανε παντού μ’ επιτυχία ό,τι ήθελε. Φυσικά πρόκειται για τον Θοδωρή Ζαγοράκη που τίμησε στην κυριολεξία το περιβραχιόνιο του αρχηγού, χαρίζοντας στην ομάδα του και σ’ εμάς το πολυπόθητο τρόπαιο και στον ίδιο πανάξια την εκλογή του απ’ την επιτροπή της UEFA ως κορυφαίου παίκτη του τουρνουά. Πραγματικό πρότυπο πρωτεργάτη, «όργωσε» γήπεδα, «έσκαψε» μπάλλες, «έσπειρε» τέρματα, για να «θερίσει» με τον ιδρώτα του χρυσάφι κι ασήμι μαζί! Ήταν αυτό που εμείς οι Έλληνες λέμε με μια λέξη: λ ε β ε ν τ ι ά ! Και βέβαια για τους μερακλήδες μια φανελλίτσα με το 7 που άξίζει όλα τα λεφτά της, σ’ αντίθεση με κάποιες άλλες -και δεν εννοώ το Φίγκο, που δίχως την παραμικρή σταγόνα ιδρώτα στο συνθετικό τους ύφασμα, έχουν γίνει όλως παραδόξως best seller.

Όσον αφορά στην τεχνική πλευρά, γνωρίζοντας πολύ καλά ότι οι περισσότερες ομάδες υπερτετούσαν της δικής του σ’ όλους τους τομείς, εφάρμοσε μια φοβερά απλή αλλά εξ ίσου αποτελεσματική συνταγή, που χρειάστηκε να πάει πολλά χρονια πίσω -δίνοντας πρόσφορο έδαφος στους επικριτές του, για να την βρει. Πρόκειται για την ελληνικότατη τακτική του κλεφτοπόλεμου, βασιζόμενος στο μόττο: «προσπάθησε να εμποδίσεις τους αντιπάλους σου ν’ αναπτύξουν το παιχνίδι που είναι σε θέση να κάνουν, μην τους αφήσεις να επιβάλουν τον δικό τους ρυθμό και φυσικά στην κατάλληλη στιγμή κάρφωσέ τους στην καρδιά». Στο ρεπερτόριό του συγκαταλέγονται:
Tο «ξέθαμα» του λίμπερο κι η αναγωγή του στον πρωταγωνιστικό ρόλο του «από μηχανής θεού», θέση κλειδί κυρίως για λύσεις τελευταίας στιγμής.
Ο συνδυασμός ζώνης κι ατομικού μαρκαρίσματος, που περιόρισε τις δραστηριότητες των χαρισματικών κι επικινδύνων παιχτών των αντιπάλων.
Η εφαρμογή πρέσσινγκ πριν απ’ τη μεσαία γραμμή, μ’ αποτέλεσμα τη δημιουργία «ασφυξίας» στα ¾ του γηπέδου και τον εξαναγκασμό των «αλλοφύλων» ή σ’ άσκοπο «ζάλισμα» της μπάλλας ή στη πρόωρη «πώλησή» της.
Την πρόκληση πανικού και κατ’ επέκταση ευκαιριών από «ενέδρες», κοινώς στημένες φάσεις, ενίοτε με την συνοδεία «ακροβολισμών».
Την τελειοποίηση της «πλαγιοκόπησης δι’ αιφνιδιασμού», γνωστής κι ως γιουρούσι, ιδανικής για την ταχύτατη «άλωση» της αντιπάλου εστίας.

«κι οι φίλαθλοι.»

Μου είναι αδύνατο να φανταστώ τι θα είχε γίνει χωρίς την βοήθεια απ’ τον «δωδέκατο παίχτη», που ‘δωσε το βροντερό «παρών» μέσα στο γήπεδο. Για να μην αναφέρω βέβαια και τα εκατομμύρια των «τηλεφιλάθλων καναπεδάκηδων», καληώρα σαν την μούρη μου, που αρκέστηκαν στην πνευματική «τηλεϋποστήριξη», αλλάζοντας χρώματα και θερμοκρασίες μπροστά στις μεγάλου πλέον μεγέθους οθόνες.



Στην εποχή της Virtual Reality πιστεύω ότι η τεχνολογία δεν θ’ αργήσει να μας δικαιώσει, βρίσκοντας κάποιο τρόπο να μας ενσωματώσει στους, συγκριτικά ελάχιστους, σωματικά παρευρισκομένους και να μεταδώσει την εκ του μακρόθεν ενίσχυσή μας στους παίχτες. Για την ώρα θ’ αρκούσε μια απλή ανακοίνωση: «Στο ματς συμπαρίστανται και 2.000.000 τηλεθεατές». Προσωπικά έδωσα ρέστα μ’ όσους ήταν πραγματικά εκεί αφού:
Κέρδισαν κατά κράτος τη μάχη της εξέδρας δίχως να επιδοθούν σ’ ανόητες «κονταρομαχίες» και «χουλιγκανισμούς» όπως συνηθίζουν να κάνουν εντός έδρας.
Πρόσθεσαν το δική τους ξεχωριστή «πινελιά» εμπλουτίζοντας ακόμη περισσότερο το έτσι κι αλλιώς πολύχρωμο «ψηφιδωτό» της κερκίδας.
Ξεπέρασαν κάθε προσδοκία, όχι μόνο σ’ ένταση και παλμό, αλλά και σε ποικιλία συνθημάτων, που όμως για να πούμε και του στραβού το δίκιο, σ’ αρκετές περιπτώσεις δεν υπερέβησαν το ύψος του αφαλού.

Και καταλήγοντας ο τετραπέρατος Σκωτσέζος τεχνικός πρόσθεσε:
«Οι πρόεδροι δεν έχουν θέση εκεί μεσα. Αυτοί είναι μόνο για να υπογράφουν τα τσεκ...»

Kαι δεν είχε άδικο ο άνθρωπος, άσχετα αν στην Ελλάδα κάτι τέτοιες υπογραφές μπαίνουν «προφορικά». Πάντως παρ’ όλη την αίγλη που ακτινοβολεί ο τίτλος του Πρωταθλητή Ευρώπης στον καθένα μας, αφού όλοι προσπαθήσαμε με τον τρόπο μας και δικαιολογημένα μας κάνει να βλέπουμε τα πάντα μες από ’να ζευγάρι μυωπικά γυαλιά με θαλασσί φακούς, πέρ’ απ’ τους ύμνους περί λεβεντιάς κι ελληνικής ψυχής, δεν θα πρέπει να παραβλέψουμε μια μικρή αλλά πολύ σημαντική και λίαν καθοριστική λεπτομέρεια. Η θεά τύχη ήταν για 23 ολόκληρες μέρες ντυμένη στα γαλανόλευκα!

Δεν νομίζω ότι οι διεθνείς μας συμπεριλαμβάνονται σ’ εκείνους που γνωρίζουν παραπάνω απ’ τις δυο πρώτες στροφές του «Ύμνου εις την ελευθερίαν». Ποιος από μας θα μπορούσε να καυχηθεί κάτι τέτοιο άλλωστε. Κι όμως ο Διονύσιος Σολωμός ήξερε από τότε, ότι η πορεία προς την αθανασία είναι μονόδρομος:

«Ναι αλλά τώρα αντιπαλεύει κάθε τεκνο σου με ορμή,
που ακατάπαυστα γυρεύει ή τη νίκη, ή τη θανή.»

ΚΑΤΟΠΙΝ ΕΟΡΤΗΣ

22 Δημήτρης Παπαδόπουλος


Μας απογειώσατε όλους.

Πανό απ’ την υποδοχή της
εθνικής στ’ αεροδρόμιο


Αν κάτι μου ’λειψε όλον αυτο τον καιρό ήταν η ενημέρωση, μια και τα τσέχικά μου δεν είναι και τα καλύτερα. Δεδομένου δε ότι η 5η Ιουλη -Μεθοδίου και Κυρίλλου, είναι για τους Τσέχο-Σλοβάκους μέρα αργίας, έπρεπε να περιμένω 24 ολόκληρες ώρες πριν πάρω εφημερίδα για να ξεχαρμανιάσω λίγο. Καμιά φορά σκέφτομαι ότι είχα διαλέξει τη λάθος χώρα για να κάνω διακοπές, αφού στο νότο συνέβαιναν πράματα και θάματα κι εγώ ήμουν στην άλλη άκρη της Ευρώπης. Δυστυχώς οι δυο βδομάδες μετά τον τελικό, μου στέρησαν από πρώτο χέρι όλο αυτό το πανδαιμόνιο που ’γινε στην Ελλάδα και φυσικά τις αντιδράσεις του υπόλοιπου κόσμου. Έτσι όταν την Τρίτη χάζεψα τις φωτογραφίες απ’ την υποδοχή των διεθνών με πήρε το παράπονο, γιατί δεν μπορούσα να διαβάσω ούτε τις λεζάντες. Δέκα μέρες αργότερα βάζαμε πλώρη για το Μόναχο, που για μένα σήμαινε τέλος των διακοπών, για την δε υπόλοιπη οικογένεια μια βδομάδα με τα ξαδέρφια τους.

Το πρώτο πράγμα που έκανα όταν βρέθηκα πάλι επί βαυαρικού εδάφους ήταν να φορέσω τη φανέλλα, σε μια προσπάθεια ανοιχτής διαδήλωσης του καινούργιου ποδοσφαιρικού status quo. Η ενέργειά μου πέρασε εντελώς απαρατήρητη, πράγμα που μ’ έκανε να ανησυχήσω σκεφτόμενος ότι ή το έκαναν επίτηδες για να με πικάρουν ή ότι ο κόσμος έχει όντως πολύ σοβαρότερα προβλήματα που τον απασχολούν, απ’ το ποιος είχε βγει πρώτος στο προ πολλού ξεχασμένο Πανευρωπαϊκό της Πορτογαλίας. Μια ματιά στην εφημερίδα μ’ έπεισε ότι επρόκειτο μάλλον για το δεύτερο, αφού δεν είχε βρεθεί ακόμα ο κατάλληλος εκλέκτορας που θα οδηγούσε την Εθνική τους στο ΠΚ του 2006, που ένας Κάιζερ ξέρει πώς, θα διεξαγόταν στη χώρα τους. Σ’ εμάς κάτι τέτοιο θα ’δινε σίγουρα τροφή γι’ ατέλειωτες συζητήσεις στον αθλητικό τύπο -που δεν είναι κι ευκαταφρόνητος μια και κάθε τρίτος Έλληνας είναι και σπορ-ρεπόρτερ, άντε να γέμιζε και τις σχετικές στήλες του κανονικού. Εδώ το ζήτημα παίρνει διαστάσεις εθνικού θέματος που μόνο με την εκλογή του νέου Πάπα μπορεί να συγκριθεί! Όλος αυτός ο ντόρος μου δίνει φυσικά το δικαίωμα να ισχυριστώ, ότι το πόστο του προπονητή της Nationlamannschaft είναι το δεύτερο σε σπουδαιότητα μετά από κείνο του Καγκελάριου.

Την άλλη μέρα εξαφανίστηκα στο βιπλιοπωλείο του αεροδρομίου, ψάχνοντας για υλικό που θα γεφύρωνε ένα μέρος έστω, αυτών που είχαν διαδραματιστεί κατά την διάρκεια της απουσίας μου. Ελλείψει επικαίρων περιοδικών, κοίταξα για τίποτα βιβλία που προς μεγάλη μου έκπληξη υπήρχαν κατά κόρον! «Τι σου είναι η ψηφιακή τεχνολογία» απόρησα με δέος «την επομένη κιόλας του τελικού μπορείς να ξαναζήσεις όλο το έργο μ’ όλες τις λεπτομέρειες και τα παραλοιπόμενα σ’ ένα συνοπτικό τόμο!». Άφησα για λίγο την φαντασία μου να κάνει ένα μακροβούτι στις πολύχρωμες φωτογραφίες, τα πυκνογραμμένα κείμενα και τα λεπτομερή στατιστικά στοιχεία νοιώθοντας πάντα την ίδια συγκίνηση και το ίδιο ρίγος, λες και τα γεγονότα διαδραματίζονταν εκείνη την ώρα μπροστα στα μάτια μου. Επέλεξα με πολλή δυσκολία ένα, αν και θα ’θελα ν’ αγοράσω και τα 5, και βιάστηκα να χωθώ στη θέση μου για να το καταβροχθήσω.

Τα 55 λεπτά της πτήσης πέρασαν τόσο γρήγορα που ώσπου ν‘ απογειωθώ, προσγειώθηκα. Πριν βγω στην αίθουσα των αφίξεων δεν παρέλειψα να βάλω το γαλάζιο μπλουζάκι για να κάνω έκπληξη στον Klaus που μου ’χε υποσχεθεί πως θα ’ρχόταν να με πάρει. Αυτός που τελικά εξεπλάγη ήμουν εγώ, αφού διαπίστωσα ότι όχι μόνο δεν ήταν εκεί αλλά όλοι όσοι ήταν, με «τρώγανε» με τα μάτια τους. Και με το δίκιο τους βέβαια οι άνθρωποι, αφού είχαν τη μοναδική ευκαιρία να θαυμάσουν από κοντά ένα βέρο Πρωταθλητή Ευρώπης ή για την ακρίβεια μια σχεδόν πιστή απομίμηση ενός. Μόλις τον είδα να εμφανίζεται απ’ την περιστρεφόμενη πόρτα, τον υποδέχτηκα μ’ ένα:

«Μια ωρίτσα μ’ έχεις στημένο,
δε μπορώ, άλλο πια να περιμένω!»

που τον έκανε να σκάσει στα γέλια καθώς μ’ έσφιγγε δυνατά στους πληθωρικούς κοιλιακούς του. Περιττό να σας πω ότι παρά την καλοκαιρινή του περιπέτεια, το πρόσωπό του άστραφτε λες και το St. Pauli είχ’ ανέβει δυο κατηγορίες σε μία σαιζόν! Στο δρόμο ανταλλάξαμε τα νέα μας, δοξάσαμε γι’ άλλη μια φορά τον Όττο και τ’ «ασκέρι» του και πριν χωρίσουμε, τον πλήρωσα για τον κόπο του με το τσέχικο «λάφυρο» που είχα φέρει ιδικά για κείνον.

Οι επόμενες μέρες ήταν για μένα ένα όνειρο που δεν έλεγε, μα ούτε κι ήθελα να τελειώσει. Αρχίζοντας απ’ την δουλειά με τους συναδέλφους να είναι διαχυτικοί όσο ποτε, μέχρι τον ποδοσφαιρικό σύλλογο της γειτονιάς, όπου οι «Ζαγοράκηδες» κι οι «Χαριστέες» (μα πότε πρόλαβαν κιόλας τα κωλόπαιδα;) έκαναν θράυση, τα συγχαρητήρια κι οι έπαινοι έδιναν κι έπαιρναν. Επιτέλους είχα βρει κι εγώ μιαν υπόσταση, με υπολόγιζαν, μ’ έπαιρναν στα σοβαρά, ήμουν ή τουλάχιστον ανήκα στη φυλή των Πρωταθλητών Ευρώπης. Δεν ξέρω αν υπάρχει μεγαλύτερη ικανοποίηση απ’ το να σε δείχνουν όλοι λες και είσαι κάτοχος του βραβείου Νόμπελ, μόνο και μόνο γιατί κάτι τρελλόπαιδα απ’ τη χώρα σου σήκωσαν εν’ ασημένιο κύπελλο, ενώ εσύ ήσουν διακοπές και δεν φέρεις ουδεμία ευθύνη. Καμιά φορά η τύχη δουλεύει για σένα σε τελείως ανύποπτες στιγμές βγάζοντάς σε απ’ την αφάνεια και κάνοντας τη ζωή σου άνω κάτω δίχως λογική εξήγηση. Ήξερα το συναίσθημα από πρώτο χέρι, αφού πριν από τέσσερα χρόνια είχα βρεθεί ο ίδιος στη θέση του Όττο, όταν η όμάδα των γιων μου είχε βγει, ανάμεσα από άλλες 260 κόντρα σε κάθε λογική, πρωταθλήτρια Αμβούργου στην κατηγορία μέχρι 11 ετών.

Είναι φοβερό με ποια ταχύτητα διαδίδεται η πληροφορία στις μέρες μας κι είναι ευχής έργο το ότι ο λαβύρινθος του Ιnternet την φέρνει κατευθείαν στο δωμάτιό σου. Έτσι δεν χρειάστηκα παρά μερικές ωρίτσες surfing για να συμπληρώσω κάποια κενά που είχα πάνω στο θέμα «οι Έλληνες και το Euro». Κατ’ αρχήν διαπίστωσα ότι δεν υπήρξε συμπατριώτης μας ανά την υφήλιο που να μην εκδηλώσει τη χαρά και την ικανοποίησή του για το επίτευγμα της Εθνικής. Η ατμόσφαιρα θύμιζε μέρες του ‘87, όταν τα παιδιά του μπάσκετ είχαν κάνει τότε το μεγάλο «μπαμ», καταλαμβάνοντας την πρώτη θέση στην Ευρώπη. Κι όπως είναι φυσικό απ’ τα εύγε και τους πανηγυρισμούς δεν έλειψαν -όπως πάντα σε παρόμοιες περιστάσεις- η πολιτεία κι ο κλήρος.

Πως να μη νοιώσεις εθνική έπαρση όταν σύσσωμη η ηγεσία της χώρας απ’ την οποία προέρχεσαι, ταυτίζεται «ψυχή τε και σώματι» με τους πρωτεργάτες που σήκωσαν το βαρύτιμο έπαθλο, ενω οι ίδιοι δεν σήκωσαν όχι μύγα αλλά ούτε ψύλλο στο σπαθί τους; Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας με την χαρακτηριστική καυστικότητα που τον διακρίνει, κατακεραύνωσε όλους όσους προσπάθησαν ν’ αμαυρώσουν τη νίκη μας υποστηρίζοντας πως είχαμε παει το παιχνίδι πίσω στα χρόνια του Μιλτιάδη. Τη στιγμή που ο πρώτος πολίτης της χώρας εντυπωσιάζει όχι μόνο με τη διαλεκτική, αλλά και με τις βαθιές γνώσεις του πάνω σε θέματα ανυντικής τακτικής της σύγχρονης ποδοσφαίρισης, πως μπορεί να υστερούν οι υπόλοιποι; Άλλωστε το είπε λακωνικότερα των Λακεδαιμονίων κι ο ίδιος ο θεμελιωτής του θριάμβου Όττο Ρέεχαγκελ:
«Παίζει μοντέρνα αυτός που κερδίζει» τελεία και παύλα! Τ’ αποτέλεσμα τον δικαίωσε πλήρως. Ο πρωθυπουργός έλαμψε δια της παρουσίας του στην πρώτη γραμμή όταν η πατρίς το απαίτησε, δίνοντας το καλό παράδειγμα, ιδίως σ’ όσους φρόντισαν να βρίσκονται σ’ άδεια, ονόματα δε λέμε... Απ’ την άλλη αιφνιδίασε με συμβουλές βγαίνοντας απ’ αριστερά τόσο προς την εργατική τάξη, των παιχτών:
«Μπορείτε να κάνετε καλά συμβόλαια. Τσακίστε τους!», όσο και προς τ’ αφεντικά:
«Μην σκεφτείς να πας στην εθνική Γερμανίας. Μ’ ένα Μπάλλακ δεν έρχεται η άνοιξη.» Μ’ αποκορύφωμα βέβαια τα παρηγορητικά του λόγια προς τον Πορτογάλο ομόλογό του:
«Εσείς πήρατε την προεδρία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ε μην τα θέλετε κι όλα δικά σας!» Αυτό που με σόκαρε λίγο ήταν οι σαδιστικές τάσεις της αναπληρώτριας υπουργού Πολιτισμού, που απείλησε να δέσει τον άμοιρο Όττο, ως άλλο Προμηθέα, απ’ το περίφημο στέγαστρο Καλατράβα για να μη φύγει, αλλά ησύχασα αμέσως όταν έμαθα ότι επρόκειτο μόνο περί λεπτού χιούμορ. Για να μη ξεχνάμε και την αυθόρμητη συμβολή της Δημάρχου Αθηναίων ν’ αναλάβει αφιλοκερδώς την μετάφραση των διαλόγων με τον Γερμανό εκλέκτορα κατά την διάρκεια της σεμνής τελετής προς τιμήν της Εθνικής στο Παναθηναϊκό Στάδιο. Αυτή η τελευταία έγινε στόχος κριτικής απ’ όλες τις πλευρές, εκτός βέβαια απ’ τον «φίλαθλο» κόσμο, που απ’ ότι διάβασα, θα πρέπει να το γλέντησε κανονικά, παρά την πολύωρη καθυστέρηση και τη σχετική ταλαιπωρία.

36 χρόνια είχε ν’ αναστενάξει το Καλλιμάρμαρο. Aπ’ το θρυλικό 89-82 της ΑΕΚ επί της Σλάβια Πράγας για το Κύπελλο Κυπελλούχων Ευρώπης στο μπάσκετ. Ένα παιχνίδι που μου ’χει μείνει αξέχαστο αφού ήμουν ένας απ’ τους 80.000 τυχερούς που ήταν μέσα. Τελικά έχω την εντύπωση πως εμείς οι Έλληνες χρησιμοποιούμε τα χέρια και το κεφάλι μας καλύτερα απ’ τα πόδια μας. Ο λαός είχε παει για ν’ «αγγίξει» λίγη δόξα σαν επιβράβευση των κόπων του και να δει επί τέλους από κοντά το τρόπαιο που αυτός και μόνο δικαιούται, αφού τόσα χρόνια το «σηκώνει» στις πλάτες του με πίκρες κι αργύρια. Όπως φαίνεται όμως τις ίδιες προθέσεις εκδήλωσαν και πλείστοι επώνυμοι που έσπευσαν να εκμεταλλευτούν την ευκαιρία προς ίδιον όφελος. Ελπίζω οι επιτήδειοι να διαπίστωσαν ότι άλλο η αθλητική ιδέα κι άλλο η ποδοσφαιρική πραγματικότητα. Την παράσταση έκλεψε πάντως προσκεκλημένος επιφανής ρασοφόρος, ό οποίος παρά την απειρία του περι τα ποδοσφαιρικά, πέτυχε αυτό που δεν είχαν καταφέρει αρκετοί διακεκριμένοι συνάδελφοι του Ρέεχαγκελ στην Πορτογαλία. Τον έκανε, αν και αλλόθρησκο, να προσκυνήσει! Όσο για το πάθημα του αυτοσχεδιάζοντα γνωστού και κατά τ’ άλλα πολύ διακεκριμένου τηλεσχολιαστή καλλιτεχνικών και αθλητικών εκπομπών σε ρόλο κονφερασιέ, έχω να πω ότι δυστυχώς βρέθηκε εντελώς εκτός τόπου και χρόνου κι ας μου επιτραπεί η έκφραση: «τα ’θελε και λίγο ο κώλος του!» Φυσικά η κερκίδα δεν έχει την ανάγκη ανιματέρ και ξέρει πότε και σε ποιούς θ’ απευθύνει τα μηνύματά της, ενώ γνωρίζει επίσης πολύ καλά τι έχει ο τσολιάς κάτω απ’ τη φούστα κι ότι το κύπελλο δεν είναι «τιμημένο» ,όπως το θέλει η «επίσημη» Ελλάδα, ούτε «ευλογημένο», όπως βολεύει την εκκλησία, μήτε «ονειρεμένο», κατά την ελίτ, αλλά έτσι ακριβώς όπως το πρωτοσύνθεσαν οι ευρηματικοί ΠΑΟΚτζήδες και μάλιστα με «γάμα» κεφαλαίο! Έχω καταλήξει στο συνπέρασμα πως ό,τι καλό βγαίνει σ’ αυτή τη χώρα προέρχεται απ’ τον βορρά. Αλήθεια, φαντάζεστε μια σύσκεψη κορυφής ανάμεσα σε φιλάθλους του St. Pauli και του δικέφαλου της Θεσσαλονίκης; Pa-πάδες θα ’βγαζαν! Ας επιστρέψουμε όμως στο θέμα μας. Έτσι είν’ αυτές οι μαζικές εκδηλώσεις όπως η εν λόγω, που κατά την γνώμη του υφυπουργού Πολιτισμού δεν θα ’θελε να «είναι αστυνομοκρατούμενη». Ξεφεύγουν απ’ τον έλεγχο των διοργανωτών κι έχουμε παρατράγουδα που καταλήγουν σε σουξέ.

Τα κανάλια τα κατάφεραν πάλι να μας κουφάνουν, παίρνοντας συνεντεύξεις ακόμη κι από προ πολλού αποβιώσαντες συγγενείς ποδοσφαιριστών, παρασυρμένοι μάλλον απ’ το σύνθημα: «Το Ευρώ και νεκρούς ανασταίνει!» Καταλαβαίνω ότι σαν μεσογειακοί είμαστε λαός εκδηλωτικός, ο οποίος δεν παραλείπει να δείχνει τα αισθήματά του. Ειμαι όμως της γνώμης ότι κάπου υπερβήκαμε τους εαυτούς μας. Αναφερόμενος στους περίφημους «φτωχούς περιγραφείς του μεγάλου θαύματος» ραδιοφωνικούς και μη, έχω μεν πλήρη κατανόηση για τον αυθόρμητο ενθουσιασμό τους, αλλά παρ’ όλο τον οίστρο και το εθνικίστικό τους παραστράτημα πρέπει να διευκρινίσω, πως μεν οι Γάλλοι, ποδοσφαιριστές και μη, δεν είναι «σαρδέλλες» κι εμείς απλώς τους κερδίσαμε στη μπάλλα, δεν τους «σκίσαμε». Ο δε Ζιντάν, μπορεί να μην είναι Ζαγοράκης, αλλά παραμένει ένας παίχτης παγκοσμίου κλάσσεως -όσο κι αν τον μίσησα στιγμιαία για την γκολάρα του εναντίον της Λέβερκουζεν που μας έκλεισε το σπίτι στον τελικό της Γλασκώβης το 2002.
«Να σέβεστε τους αντιπάλους σας» παρατήρησε εύστοχα ο Γερμανός προπονητής, έχοντας πλήρη γνώση του πόσο γρήγορα καβαλάμε το καλάμι. Aφήστε πάλι αυτό το καινούργιο φρούτο της έξαλλης κορώνας στα γκολ, που είναι ίδιον των λατινοαμερικάνων κι εκτός του ότι δε μας παει, ακούγεται σαν φτωχή απομίμηση του αυθεντικού:
«γκόοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοοολ!»

Τέλος απ’ την μονότονη ποικιλία των τίτλων του ημερησίου τύπου ξεχώρισα το: «ΤΡΕΛΛΑΣ», που νομίζω ότι αποδίδει πλήρως τον τρόπο ζωής μιας ολόκληρης χώρας.

Παρακολουθώντας τον τελικό έκ των υστέρων με την ησυχία μου για πρώτη φορά από DVD, συγκινήθηκα και δονήθηκα, όταν πλάι στον κύριο σχολιαστή άκουσα μια παλιά γνώριμη φωνή, που διατηρώντας ακόμη την ίδια αρχοντιά όπως και τότε, με πήγε 40 χρόνια πίσω, άντε 38! Για μένα όχι μόνον ο πρωτοπόρος αλλά κι ένας απ’ τους ελάχιστους Έλληνες σπήκερ που ήξερε από παλιά πως δεν χρειάζεται να κάνει κανείς ραδιοφωνική περιγραφή στην τηλεόραση. Να ’ναι καλά ο ανθρωπός να τον ακούσουμε κι απ’ τη Γερμανία το 2006!

Ο ΨΙΘΥΡΙΣΤΗΣ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΗΑ

21 Κώστας Κατσουράνης


...ο πανταχού παρών και τα πάντα πληρών...

Εωθινή προσευχή


Όταν ξαναγυρνά κανείς στο «έπος της Πορτογαλίας» είναι αδύνατο να μη σκοντάψει σ’ ένα όνομα. Ένα όνομα χαραγμένο μ’ ανεξίτηλα γράμματα στην καρδιά κάθε Έλληνα. Όττο Ρέεχαγκελ λέγεται ο «βασιληάς», όπως συνηθίζουν ν’ αποκαλούν το Γερμανό προπονητή στην πατρίδα του, σ’ αντιδιαστολή με τον «αυτοκράτορα» Φραντς Μπέκενμπαουερ, τον παντοδύναμο παράγοντα που αποτελεί την προσωποποίηση του γερμανικού ποδοσφαίρου. Αν το εξετάσουμε όμως καλύτερα, θα διαπιστώσουμε ότι κάτι λείπει απ’ τ’ όλο θέμα. Κάτι που μας κάνει να θέσουμε το ερώτημα:
«Μα καλά, πώς κατάφερε ο αυστηρά γερμανόφωνος Όθωνας όχι μόνο να μεταδώσει την αθλητική του φιλοσοφία στους Έλληνες παίχτες, αλλά και να τους οδήγησει μέχρι την κατάκτηση του τίτλου δίχως να ξέρει γρι ελληνικά;» Η απάντηση είναι απλή:
«Μέσω του μεταφραστή του», που μας φέρνει αμέσως αντιμέτωπους μ’ ένα δεύτερο όνομα: Γιάννης Τοπαλίδης, βοηθός προπονητή και διερμηνέας -επί τέλους κι ένας μη γαλντοαίματος.

Δεν είναι κι εύκολη υπόθεση να παίζεις τον ρόλο της σκιάς κάποιου, ενώ είν’ ακόμη δυσκολότερο, να είσαι ταυτόχρονα κι η φωνή του. Σκέψου να πρέπει να τον ακολουθείς παντού μήπως και χρειαστεί να ζητήσει κάτι. Είναι σκέτη τρέλλα! Όμως ο κυρ Γιάννης τα κατάφερε και στα δυο περίφημα. Ήταν το ιδανικό ταίρι του Όττο, ο «δίδυμος εαυτός» του θα ’λεγα. Τους βλέπω στο βίντεο του μυαλού μου καθισμένους στον πάγκο με τα κεφάλια ακουμπισμένα σαν ερωτευμένο ζευγαράκι, ν’ αγκομαχούν ο ένας (Γιάννης) πίσω απ’ τον άλλο (Όττο) στον ανήφορο της αγωνίας σαν ποδηλατες σκαρφαλωμένοι στο «τάνντεμ» της Εθνικής και τέλος να πανηγυρίζουν δίπλα δίπλα σαν τέλεια εναρμονισμένο «μπλοκ» που βλέπει μ’ απέραντη αγαλλίαση την μπάλλα να σκάει πίσω στο παρκέ του αντιπάλου. Ένα περίεργο ντουέτο στα χνάρια του «ο Χοντρός κι ο Λιγνός» των παιδικών μου χρόνων ή του «Εκείνος κι Εκείνος» αργότερα, σε μια θεατρική παράσταση αλλιώτικη απ’ τις άλλες, σ’ ένα ρεσιτάλ συγχρονισμού τού φοβερά περίπλοκου τριγώνου: πρωταγωνιστή-υποβολέα-κομπάρσου.



Ποιος είναι λοιπόν αυτός ο συμπατριώτης μας, που σαν «ήρεμη δύμανη» ενσάρκωσε τ’ όραμα του Γερμανού αφεντικού του; Δεν έχω τη φιλοδοξία ν’ απαντήσω σε μια ερώτηση που θα μπορούσε κάλλιστα ν’ αποτελέσει το θέμα ολόκληρης έρευνας. Επιγραμματικά ανφέρω μόνο δυο λόγια. Μεγαλωμένος κοντά στην Στουττγκάρδη, απόφοιτος της ποδοσφαιρικής σχολής της Κολωνίας και προπονητής σε μικρότερες κατηγορίες, τελευταία μάλιστα βοηθός στην Χέρτα Βερολίνου, αποτέλεσε ιδεώδη συνδυασμό επαΐοντα-επιτελικού στη θέση αυτού που λέμε deputy.
«Είναι ο σημαντικότερος συνεργάτης μου!» παραδέχτηκε ο Όττο.
«Μιλάει όπως εκείνος αλλά στα έλληνικά» δήλωσαν οι παίχτες.
«Ο άνθρωπος για όλες τις δουλειές» συμπληρώνω εγώ, έχοντας υπ’ όψη την πολυσύνθετη φιγούρα του ακούραστου σαραντάρη, που όταν χρειάστηκε, το ’παιξε από σωφέρ μέχρι μάνατζερ. Και σαν φύση ανήσυχη, που της αρέσει να την ψάχνει δεν σταματάω εδώ. Πως μπορόυμε ν’ άποκλείσουμε το γεγονός, ότι δεν ήταν ο «δικός μας» αυτός που επηρέασε τ’ αποτέλεσμα έχοντας πάντα την τελευταία λέξη; Ποιος μας λεει ότι πάνω στη μεταφορά της θέλησης του διευθυντή του, δεν άλλαξε κάτι σημαντικό ή δεν ερμήνευσε διαφορετικά κάποια εντολή σκόπιμα ή ακούσια λόγω της δικής του αντίληψης των πραγμάτων; Προς Θεού, δεν θέλω να υπαινιχθώ τίποτα, ούτε στοχεύω στο να μειώσω τη γιγάντια συμβολή του Γερμανού «διδάκτορα ποδοσφαίρου» στον άθλο της Λισσαβώνας. Απλώς κάνω μια υπόθεση για ν’ αποδείξω πόσο ασαφή είναι τα όρια του πρώτου απ’ τον δεύτερο. Εκείνου που διατάζει από κείνο που τελικά «αποφασίζει». Μου θυμίζει λίγο την σχέση στο ανδρόγυνο, όπου ο άντρας νομίζει ότι έχει το πάνω χέρι, ένω η γυναίκα περνάει τελικά με τον τρόπο της το δικό της.

Όπως και να ’χει το ζήτημα το γεγονός είναι ένα: κατά την ταπεινή μου άποψη τ’ όνομα που είναι «στα χείλη ολουνών» (που λεει κι ο Διονυσάκος) έχει τελικά δυο όψεις. Απ’ τη μια γράφει «Γιάννης Ρέεχαγκελ» κι απ’ την άλλη «Όττο Τοπαλίδης» ή μήπως διαφωνείτε; Αν κρίνω μάλιστα από αρκετές περιπτώσεις που σκιαγραφούν έντονα το «μεσογειακό» ταμπεραμέντο του πρώτου και το «κεντροευρωπαϊκό» φλεγμα του δευτέρου, μου είναι τελείως αδύνατο να ξεχωρίσω τον Γερμανό απ’ τον Έλληνα! Αυτή η αθόρυβη «μέλισσα» με το ψιθυριστό «κεντρί» λοιπόν, είναι άξια συχγαρητηρίων:

«Kompliment κύριε Τοπαλίδη, sehr gut gemacht!»

Η ΦΑΝΕΛΛΑ

20 Γιώργος Καραγκούνης

…όλο το έθνος προσκυνά σώβρακα και φανέλλες.

Tζίμης Πανούσης


Το να κυκλοφορεί κανείς δημόσια φορώντας τη φανέλλα της αγαπημένης του ομάδας δεν αποτελεί πια ιδιαίτερο φαινόμενο. Τελευταία έχει γίνει της μόδας, ν’ ανήκει στη γκαρταρόμπα της νεολαίας -κι όχι μόνο, μια ολόκληρη κολλεξιόν από διάφορετικά μπλουζάκια, όχι απαραιτητα της ίδιας ομάδας. Από τότε μάλιστα που ο αριθμός, τ’ όνομα του παίχτη και η διαφήμιση του χορηγού αποτελούν αναπόσπαστο σύνολο, έχει γεμίσει ο κόσμος με λογιών λογιών «Ροναλντίνιο», «Κρέσπο», «Ντελ Πιέρο» κι ένα σωρό άλλους, που καμαρώνουν για τη μάρκα του κινητού, της μπύρας, ή του παυσίπονου που φέρουν στο στήθος. Μια ολόκληρη βιομηχανία ασχολείται με την παραγωγή ρέπλικα για όλα τα πορτοφόλια, αρχίζοντας απ’ τ’ απλησίαστα, για μένα τουλάχιστον, original, μέχρι τις ευτελείς «κόπιες» που κάνουν όμως μια χαρά τη δουλειά τους. Αν σκεφτεί κανείς δε ότι οι ομάδες λανσάρουν κάθε χρόνο και καινούγια εμφάνιση, ενώ οι παίχτες αλλάζουν τις ομάδες σαν τα μπλουζάκια, αυτή η δουλειά έχει ψωμί. Καμιά φορά σκέφτομαι ότι δεν αποκλείεται πίσω απ’ αυτή τη καμπάνια να κρύβονται οι μεγαλοεταιρείες που πληρώνοντας κάποια «μίζα» απολαμβάνουν την καλύτερη διαφήμηση. Αστεία αστεία η ποδοσφαιρική φανέλλα έχει εισχωρήσει βαθιά στη ζωή μας, αν δεν την κανονίζει κιόλας. Ας μη πάμε μακριά, εδώ αρχηγοί κρατών δεν διστάζουν να εμφανιστούν ακόμη και σε εξωγηπεδικούς χώρους με κάποιο κασκώλ αθλητικού σωματίου, ανάλογα με την περίσταση, γύρω απ’ το λαιμό αντί για γραβάτα. Έχετε δει με τι καμάρι ποζάρει ο κάποιας ηλικίας παλαίμαχος Νοτιοαφρικάνος ηγέτης με το τζέρσυ της Εθνικής της χώρας του και πόσο πιο νέος νοιώθει; Σαν παιδάκι δείχνει!

Μετά τον αποκλεισμό τους οι Τσέχοι έβγαλαν την ομάδα τους στο σφυρί. Έτσι ένας «Μπάρος» έπεσε, παρ’ όλο τον τίτλο του πρώτου σκόρερ, απ’ τις 400 Κορώνες[1] στην Πράγα την μέρα του ημιτελικού, στις 180 στα περίχωρα. Ψάχνοντας σ’ ένα Βιετναμέζικο παζάρι -κάτι σαν το δικό μας Μοναστηράκι, ξετρύπωσα ποιον λέτε; Τον περίφημο ξανθό αρχηγό τους μ’ ένα εκατοπενηντάρι! Επί τόπου αγόρασα έναν σε μέγεθος ΧΧL για τον Klaus στο κοκκινάκι του, έτσι για να ’χει κι αυτός ένα μπλουζάκι της προκοπής στο ετήσιο τουρνουά που οργανώνει ο «Σύλλογος Θεραπείας Ναρκομανών», όπου παίρνουμε μέρος με τ’ όνομα: Balkans. Ήμουν μάλιστα πολύ περήφανος για το εύρημά μου, μέχρι που ο «μικρός» ανακάλυψε δυο μέρες αργότερα μια παράγκα που πουλούσαν τους πάντες στην εξευτελιστική τιμή των 120 παρακαλώ! Δίχως να το πολυσκεφτεί λοιπόν, εκμεταλλευόμενος τη μεγάλη ευκαιρία, «χτύπησε» όλη την τριπλέττα του κέντρου: Πομπόρσκυ, Ροσίτσκυ, Νέντβιεντ για τους φίλους του και κράτησε τον γκολτζή με το νούμερο 15 για τον εαυτό του. Τ’ ωραίο δε είναι, ότι δεν τον έβγαλε από πάνω του μέχρι το τέλος των διακοπών! Όσο για το χουβαρνταλίκι, το ’χει κληρονομήσει φαίνεται απ’ τη γιαγιά του, ενώ ο «μεγάλος» είναι τσιγκούναρος σαν τον πατέρα του.

Πάντως η αξία της φανέλλας (και δεν εννοώ μόνο τη χρηματική της αξία) δεν είναι αυτή που ήτανε παλιά. Τότε οι ποδοσφαιριστές έπαιζαν γι’ αυτό το πολύτιμο κομμάτι ύφασμα που τους αντιπροσώπευε πλήρως. Το ίδρωναν, το τιμούσαν και το ’καναν ένα με το σώμα τους. Σήμερα κοιτάνε πως να το ξεφορτωθούνε με την πρώτη ευκαιρία ανεμίζοντάς το πάνω απ’ το κεφάλι ή ανταλλάσσοντάς το μ’ εκείνο του αντιπάλου, τις περισσότερες φορές μάλιστα με τις τσέπες γεμάτες «αργύρια». Ένας Δέδες -γέννημα θρέμμα του ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ, με τον δικέφαλο στην καρδιά ήταν για μένα μισός Δέδες όπως και να το κάνουμε γιατί από μέσα ήταν σίγουρα βαμμένος στα μπλε και κόκκινα. Δυστυχώς στις μέρες μας αυτό που μετράει είναι τα check-book των εφοπλιστών και φυσικά αυτός που ’χει το μεγαλύτερο έχει και την δύναμη της εκλογής. Ευτυχώς που οι διεθνείς ομοσπονδίες δεν έχουν επιτρέψει (ακόμη) τις ελεύθερες μεταγραφές σ’ επίπεδο εθνικών ομάδων, που ’χει και το καλό ότι τα ρέπλικα των διεθνών μπορεί μεν να γίνονται κάποτε ρετρό αλλά από συναισθηματικής πλευράς τουλάχιστον δεν έχουν ημερομηνία λήξης. Δεν θα το πιστέψετε αλλά ο μεγάλος μου γιος έγινε οπαδός της Bayer Leverkusen μόνο και μόνο γιατί ερωτεύτηκε την κατακόκκινη στολή της -με το γνωστό παυσίπονο στη κοιλιά, όταν την πρωτοείδε σε κάποιο κατάστημα αθλητικών ειδών. Το αστείο είναι ότι μαζί του την πάτησα κι εγώ, προσθέτοντας άλλον ένα πονοκέφαλο στην ποδοσφαιρική μου μιζέρια. Λες και το κάνουν επίτηδες για να μας αναγκαζούν να καταφεύγουμε στα προϊόντα της φαρμακοβιονηχανίας τους. Τότε, στα χρόνια μας που να βρεις ρέπλικα! Μόνοι μας τα φτιάχναμε, βοηθούσαν κι οι μανάδες μας λίγο και γινόταν η δουλειά. Aφού οι ίδιοι οι παίχτες είχαν μια αλλαξιά για ολόκληρη τη σαιζόν. Σπάνια αντάλλασσαν φανέλλες κι αυτό μόνο σε ειδικές περιπτώσεις. Θυμάμαι χαρακτηριστικά ότι ο Οικονομόπουλος φόραγε το τζέρσυ του Ισπανού συνάδελφού του Ιρίμπαρ ακόμη και στον τελικό του Wembley! Μια απ’ τις ωραιότερες χειρινομίες της διοργάνωσης ήταν η ιδέα του φροντιστή αθλητικού υλικόυ των Γερμανών που μετά τον αποκλεισμό της χώρας του, μόιρασε τις αχρησιμοποίητες φανέλλες της ομάδας στους φιλάθλους σαν αναγνώριση για την υποστήριξή τους.

Όταν μπαίνει κανείς στην πανέμορφη πολή της Κρακοβίας έχει την εντύπωση ότι βρίσκεται σε μι’ άλλη εποχή λες κι ο χρόνος έχει σταματήσει τρεις αιώνες πριν. Τα παλιά καλοδιατηρημένα κτίρια πνιγμένα στο πράσινο απ’ τις αλλέες και τα πάρκα έχουν μια ξεχωριστή αρχοντιά και προδίδουν έλαχιστα τον συνεχή αγώνα του τόπου για ελευθερία και πρόοδο. Όμως η μεγαλύτερη έκπληξη για το επισκέπτη είναι ότι ο άερας της μυρίζει έντονα την δίψα για μάθηση, για κουλτούρα, για τέχνη, καθώς όπου και να πέσει το μάτι δεν μπορεί να ξεφύγει απ’ τα πλοκάμια αυτού του «ιερού τέρατος» που λέγεται πανεπιστήμιο. Μετά από μια σύντομη επίσκεψη στο λόφο Βάβελ με το βασιλικό ανάκτορο και την πανοραμική θέα της παλιάς και νέας πόλης στις όχθες του Βιστούλα -πολωνιστί Wisła εξ ου και τ’ όνομα της γνωστής πολωνικής ομάδας, κατηφορίσαμε για την κεντρική «Πλατεία της Αγοράς». Ένα εύθυμο σμάρι από τουρίστες μας περικύκλωσε παρασύροντάς μας προς στο Δημαρχείο, την εκκλησία της Μαρίας και τ’ άγαλμα του μεγάλου ποιητή Άνταμ Μιτσκιέβιτς. Στο δρόμο ένα υπαίθριο «τσίρκο» από μουσικούς κι αρτίστες αποσπούσε κάθε τόσο την προσοχή μας διεκδικώντας κάποιο χειροκρότημα και λίγα Złoty[2]. Περάσαμε το κλασσικό ελληνικό έστιατοριο με το πρωτότυπο όνομα «Ακρόπολις» κι ετοιμαζόμασταν να μπoύμε στην πλατεία, όταν έξαφνα γυρίζοντας το κεφάλι απ’ την άλλη πλευρά είδα κάτι που ’κανε την καρδιά μου να χτυπήσει σαν καμπάνα. Ήταν ένα εμπορικάκι απ’ αυτά που πουλάνε αναμνηστικά μπλουζάκια και φανέλλες ποδοσφαιριστών. Το μάτι μου σάρωσε βιαστικά τα έγχρωμα T-shirt με τα ξακουστά ονόματα μέσα σε σελοφάν και γλυστρώντας ανάμεσα απ’ τους «Μακάυ» και τους «Τόττι», τους «Ιμπραχίμοβιτς» και τους «Ρομπέρτο Κάρλος» έμεινε επί ώρα καρφωμένο σ’ ένα γαλάζιο πακέτο με τα λευκά μεγάλα γράμματα: CHARISTEAS. Αυτό που εδώ και μια βδομάδα έψαχνα για να βρω σαν τρελλός, ήταν εκεί απεναντί μου και με κοιτούσε προκλητικά σα να μου έλεγε: «Μολών λαβέ!» Έκανα σινιάλο στους άλλους να προχωρήσουν και τρύπωσα μέσα για να διαπιστώσω αν πράγματι δεν ήταν αποτέλεσμα οπτικής απάτης.

«Για δες οι Πολωνοί» σκέφτηκα, «τίποτε δεν τους ξεφεύγει. Τσακάλια!» Το ζήτησα για να το περιεργαστώ από κοντά κι αφού πείστηκα ότι επρόκειτο για μια πολύ καλή απομίμηση της φανέλλας των πρωταθλητών Ευρώπης, ρώτησα αν είχε στο νουμερό μου και πόσο έκανε. Το χέρι μου είχε βουτήξει ήδη το πορτοφόλι, όταν σαν αστραπή πέρασε απ’ το μυαλό μου το μάθημα που μου ’χε διδάξει ο «μικρός» και ζήτησα να μάθω αν είχαν κι άλλα ονόματα. Κατά βάθος ήθελα να κοιτάξω αν το είχαν και πουθενά αλλού φθηνότερα -μη πιαστούμε και κορόιδο, και θεώρησα ότι ένας «Ζαγοράκης» θα μου ταίριαζε καλύτερα, αφού είχαμε ένα κοινό σημείο, μια κι ούτ’ εκείνος, ούτ’ εγώ είχαμε σκοράρει ποτέ για την Εθνική. Η κοπέλλα μου απάντησε αρνητικά, χαιρέτησα και βιάστηκα να βρω τους υπόλοιπους για να τους διηγηθώ για τον «θυσαυρό» που είχα ξετρυπώσει.

Η βόλτα συνεχίστηκε με μόνιππο, που μας έκανε τον γύρο -παρά λίγο να πω του θριάμβου, της παλιάς πολής, αγοράσαμε κεράσια στην λαϊκή αγορά της εβραϊκής συνοικίας Καζίμιεζ με τα γραφικότατα σοκάκια, για να καταλήξουμε στην περιοχή του περίφημου Γκέττο της Κρακοβίας. Η διαδρομή ήταν φοβερά ενδιαφέρουσα και τα συναισθήματα διαδέχονταν το ένα το άλλο σαν σε ταινία του Σπλήλμπεργκ, όμως το μυαλό μου δεν έλεγε να ξεκολλήσει απ’ το θαλασσί ρούχο με το μεγάλο άσπρο 9 στην πλάτη που είχα ανακαλύψει πέντε ώρες πριν. Στο μεταξύ έχοντας βεβαιωθεί ότι ήταν το μοναδικό μέρος που το πουλούσαν, είχ’ αποφασίσει να τα σκάσω και να το κάνω δικό μου.
«Κι αν της τέλειωναν; Αν έχει κλείσει το μαγαζί;» Καθώς ο ήλιος έκανε τις σκιές να μακραίνουν κι ο ουρανός φόραγε τα πορτοκαλί του, ένας κρύος ιδρώτας περιέλουσε το κορμί μου στην ιδέα ότι μπορούσα να χάσω την ευκαιρία της ζωής μου μες απ’ τα χέρια μου. Άρχισα να επιταχύνω το βήμα κάτω απ’ τις διαμαρτυρίες των παιδιών που ήταν στα όρια της κατάρρευσης. Μισή ώρα αργότερα και έχοντας μεταφέρει τη «μικρή» στους ώμους στο μεγαλύτερο μέρος της διαδρομής, έστειλα τα γυναικόπαιδα να ψωνίσουν στην περίφημη στοά Σουκιεννίτσε με τις αψίδες, ένω την ίδια ώρα εγώ ντυνόμουν Χαριστέας. Σ’ όλη τη διάρκεια του γυρισμού σκηνοθετούσα στο μυαλό μου την θριαμβευτική μου είσοδο στο γραφείο «εν στολή» και μου ’τρεχαν τα σάλια.

Όταν δυό μέρες αργότερα βγαίνοντας απ’ το προσκύνημά μας στο στρατόπεδο συγκεντρώσεως του Άουσβιτς είδα ένα τεράστιο εστιατόριο με κάθε λογής λιχουδιές για μικρούς και μεγάλους, ζάρωσα το πρόσωπο μ’ αηδία! Μέχρι τότε πίστευα ότι η «εμπορευματοποίηση» της φανέλλας ήταν ένα εξαιρετικά θλιβερό φανόμενο. Δυστυχώς διαπίστωνα ότι υπήρχαν και χειρότερα. Απ’ τη σύγχρονη μάστιγα του ξεπουλήματος δεν είχε γλιτώσει ούτε η ανθρώπινη αξιοπρέπεια...




[1] Τον Ιούλη του 2004, 1 Ευρώ ισοδυναμούσε με 40 περίπου τσέχικες Κορώνες.
[2] Πολωνική νομισματική μονάδα. Το 2004 1 zł ισοδυναμούσε με 4,7 €.

ΤΟ ΞΕΣΑΛΩΜΑ

19 Μιχάλης Καψής


Η αρχαία Ελλάδα είχε 12 θεούς, η σύγχρονη Ελλάδα έχει 11.

Σύνθημα στο πούλμαν της Εθνικής


Oι τελικοί είναι ξεχωριστά γεγονότα μια και τ’ όνομά τους προδίδει την άφιξη στο τέρμα, την ύστατη κρίση, την εκπλήρωση του σκοπού μιας διοργάνωσης πριν απ’ την αρχή μιας άλλης. Λόγω αυτής λοιπόν της ιδιαιτερότητας που παρουσιάζουν, γίνονται αντικείμενα μεγάλου ενδιαφέροντος και γιορτάζονται με ειδικά τελετουργικά που θυμίζουν όλο και περισσότερο χολλυγουντιανές υπερπαραγωγές. Στις χώρες δε που αγαπούν τις παραδόσεις, η μέρα του τελικού αποτελεί εθνική ατραξιόν που συγκεντρώνει, εκτός των οπαδών των φιναλίστ, ένα τσούρμο από προσωπικότητες, συχνά άσχετες με το άθλημα, που αραδιάζονται στις καλύτερες θέσεις για να «τιμήσουν» με την παρουσία τους τον αγώνα, «ον έστι μεθερμηνευόνενον», να προβάλουν τον εαυτούλη τους. Όσοι από σας είχαν την τύχη να ζήσουν την λεγόμενη Cup Final Day στην Αγγλία, αντιλαμβάνονται πλήρως τι εννοώ. Το κανάλι που μεταδίδει το παιχνίδι αρχίζει απ’ το πρωί να προετοιμάζει την ατμόσφαιρα με στιγμιότυπα της πορείας των ομάδων, συνεντεύξεις, ρεπορτάζ, ιστορικές αναδρομές, αξιοπερίεργα και γενικά μια πληθώρα εκπομπών που κορυφώνεται με την είσοδο των ενδεκάδων στο γήπεδο. Αντίστοιχα οι θεατές ξεκινούν από νωρίς με μερικά κασόνια μπύρα κι άφθονες σακκούλες πατατάκια τσιπς για συντροφιά και το τραβάνε μέχρι, ή να πέσουν ξεροί ή να τους τελειώσει το πιώμα. Έτσι κι εγώ τα βράδια των τελικών σύμφωνα με την δική μου παραδοση, ανοιγω την τηλεόραση μισή ωρίτσα πριν ο διαιτητής βάλει τη σφυρίχτρα στο στόμα του, για να «εισπνεύσω» λίγο απ’ το προαγωνιστικό «άρωμα» που ενεργεί σαν τονωτική ένεση στο νευρικό μου σύστημα. Όλ’ αυτά βέβαια είναι μια χαρά θεωρητικά, αφού στην πράξη εγώ έκανα μπάρμπεκιου την ώρα που στη Λισσαβώνα ο Ζαγοράκης και τα υπόλοιπα παιδιά της Εθνικής πατούσαν το ιερό χορτάρι του Ντα Λους στον σημαντικότερο αγώνα της ιστορίας μας. Τη στιγμή που μερικές χιλιάδες πιστοί ντυμένοι στα γαλανόλευκα κι ένα κάρο εκατομμύρια μπρος στις τηλεοράσεις τραγουδούσαν τον εθνικό μας ύμνο, εγώ πάσχιζα μπουκωμένος να καταπιώ ένα μακρόστενο κομμάτι κρέας απανθρακωμένο στη σχάρα. Προσπάθησα να κοιτάξω τον εαυτό μου απ’ έξω σα να ’μουν κάποιος άλλος και μελαγχόλησα με το μέγεθος της κατάντιας μου. Ήμουν έτοιμος να με πάρουν τα κλάματα, όταν με μια απέλπιδα προσπάθεια να περισώσω κάτι απ’ την τιμή μου, έστειλα τα παιδιά να πάνε μπροστά, αφού τους εξήγησα πρώτα που θα συναντιόμασταν.
«Τουλάχιστον κάποιος να μ’ αντιπροσωπεύει...» πέρασε σαν αστραπή απ’ το μυαλό μου, καθώς μαζεύα βιαστικά πιατικά και μαχαιροπίρουνα. Θα πρέπει να είχα χάσει τελείως το χρώμα μου γιατί δεν εξηγείται αλλιώς τ’ ότι η γυναίκα μου, μού ’κανε νόημα να του δίνω πάραυτα, υποσχόμενη πως θα ’ρχόταν κι εκείνη μόλις έβαζε λίγη τάξη στο χάος που της αφήναμε για συντροφιά. H αλήθεια είναι πως ποτέ μου δεν κατάλαβα γιατί πρέπει να καθόμαστε για φαΐ, να παίζουμε «γκρινιάρη», το παιχνίδι μου, ή να κάνουμε γαλλικά την ώρα ακριβώς που η τηλεόραση μεταδίδει κάποιο σπουδαίο ματς, δηλαδή πάντα. Εδώ ολόκληρα δελτία ειδήσεων πετσοκόβονται, αγαπημένα σήριαλ αναβάλλονται και σοβαρές εκπομπές ματαιώνονται χάριν των 22 κυρίων κι εμείς δεν μπορούμε ούτε καν να το διανοηθούμε. Πιστεύω πως είναι βασικά ζήτημα προγραμματισμού, επικοινωνίας και φυσικά προτεραιότητας, μ’ αυτή ακριβώς τη σειρά, κι έχω την εντύπωση ότι δεν είμαστε το μοναδικό σπίτι που τ’ άτομά του βρίσκονται και στα τρία σημεία σε διαφορετικό μήκος κύματος... Έφυγα μ’ ένα αίσθημα ενοχής, αλλά η πατρίδα με καλούσε κι έπρεπε να πατήσω τέρμα το γκάζι, αν δεν ήθελα να παραβιάσω το καθιερωμένο πλέον για μένα «πανευρωπαϊκό τέταρτο»!

Έφτασα λαχανιασμένος στην δεύτερη παράγκα για να διαπιστώσω έκπληκτος ότι τα παιδιά δεν φαίνονταν πουθενά!
«Αυτό μας έλειπε τώρα να τους ψάχνω κιόλας!» μονολόγησα κάνοντας τετ-α-κε για την πρώτη τηλεόραση. Καθώς δεν τους βρήκα ούτ’ εκεί άρχισα ν’ ανησυχώ για το που θα μπορούσαν να ’χαν παει.
«Καλά, δεν κατάλαβαν που τους είπα; Αφού τους τόνισα στη δεύτερη!» μούγκρισα με τα μινίγγια μου να πάνε να σπάσσουν απ’ την υπερένταση. Πήρα την απόφαση να ξαναγυρίσω στο αρχικό σημείο του ραντεβού και να ρωτήσω έχοντας πάντα υπ’ όψη ότι το παιχνίδι βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη. Η παράγκα ήταν μακρόστενη, ανοιχτή γύρω γύρω, με μια ξύλινη σκεπή που κάλυπτε δυό σειρές από τέσσερα τραπέζια διατεταγμένα σε στυλ σχολικής αίθουσας, μόνο που στη θέση της «έδρας» βρισκόταν το μπαρ. Μια ξανθή ύπαρξη σέρβιρε μπύρα καθισμένη πίσω από ’να χαμηλό πάγκο, στην αριστερή άκρη του οποίου μια πανάρχαια τηλεοπτική συσκευή μετέδιδε το ματς. Είχα πάρει φόρα για το μπαρ, όταν είδα τρία κεφαλάκια να ξεπροβάλουν πίσω από μια κολώνα στο μέσον του παραπήγματος. Μην έχοντας βρει αλλού ελεύθερη θέση, παρακολουθούσαν καθισμένα καταγής κάπου στο ύψος της τρίτης σειράς, ακουμπώντας την πλάτη τους στο ξύλινο δοκάρι.
«Μηδέν-μηδέν!» με πρόλαβε ο «μικρός» καθώς τους πλησίαζα μ’ ένα θεαματικό μακροβούτι που μ’ έβγαλε ακριβώς από πίσω τους. Κατεύθυνα το βλέμμα προς την οθόνη έχοντας ξεχάσει εντελώς την οργή μου, ενώ ένα μεγάλο βάρος κυλούσε από πάνω μου. Το πρώτο πράγμα που διέκρινα ήταν η φάτσα του Έλληνα αρχηγού, ο οποίος προσπαθούσε να πει κάτι στον διαιτητή που είχε παραβλέψει ένα καθαρό φάουλ εναντίον του.
«Παίζει έδρα ο Γερμανός!» παρατήρησα αναγνωρίζοντας το χαρακτηριστικό σουλούπι του Μερκ. Δε χωρούσε αμφιβολία ότι είχα μπει ζεστός στον αγώνα και οι αισθήσεις μου βρίσκοταν σε τέτοια εγρήγορση, που δεν μου χρειάστηκαν παρά μερικά δευτερόλεπτα για να σταθμίσω την κατάσταση. Κατ’ αρχήν η τηλεόραση ήταν τοποθετημένη σε τέτοιο σημείο, που μόνον τα δύο πρώτα τραπέζια από κάθε σειρά είχαν καθαρό οπτικό πεδίο. Όλοι οι υπόλοιποι για να δουν κάτι έπρεπε, ή να βρίσκονται σε αέναη κίνηση ή να συμβιβαστούν με κάποιο ποσοστό του εμβαδού της εικόνας. Bασικά όταν πηγαίνω σε κάποιο δημόσιο θέαμα, έχω την απαίτηση να ’χω πλήρη και άμεση οπτική πρόσβαση στο αντικείμενό του, ειδικά όταν έχω πληρώσει την πλήρη τιμή του εισιτηρίου. Φυσικά στη συγκεκριμένη περίπτωση, μια και δεν είχα ξοδέψει ούτε δεκάρα, ήμουν αναγκασμένος να παρακολουθώ τις εξελίξεις του παιχνιδιού ανάμεσα απ’ την πλάτη και το ποτήρι της μπύρας του μπροστινού μου, που όπως αντιλαμβάνεστε δεν είχαν σταθερή θέση στον χώρο. Τσιτώνοντας το κεφάλι προς τ’ αριστερά, κατάφερα να δω τον Νικοπολίδη να τεντώνεται, χρησιμοποιώντας και το τελευταίο χιλιοστό του δεξιού του χεριού για να διώξει σε κορνερ το δυνατό διαγώνιο σουτ του Μιγκέλ απ’ την γωνία της μεγάλης περιοχής. Ανάσανα μ’ ανακούφιση συνεχίζοντας την αναγνώριση του τοπίου. Τα δυο πρώτα τραπέζια της δεξιάς πτέρυγας ήταν κατειλημμένα από δυο οικογένειες που έμοιαζαν να μην ενδιαφέρονται για τίποτ’ άλλο απ’ τον δείπνο τους. Αντίθετα η άλλη πλευρά βρισκόταν στα χέρια της νεολαίας, η οποία κοιτούσε ενεργά πίνοντας και σχολιάζοντας τα συμβάντα. Τα τελευταία έδρανα πρέπει να ήταν φίσκα κι απ’ τις αντιδράσεις του κόσμου καταλάβαινα ότι παρακολουθούσαν το παιχνίδι δίχως να ’χω σαφή εικόνα. Τους άκουγα μόνο έχοντας τη προσοχή μου στραμμένη αλλού. Είχαμε δεν είχαμε κλείσει 15 λεπτά αγώνα, όταν μετά από υπέροχο ομαδικό συνδυασμό και πάσσα του Κάτσου, ο Χαριστέας βρέθηκε τετ-α-τετ με τον Ρικάρντο. Ένοιωσα την αδρεναλίνη να πλημμυρίζει τις φλέβες μου, καθώς η συνέχεια της φάσης κρύφτηκε πισ’ από ένα πυκνό σύννεφο καπνού που βγήκε απ’ το στόμα του διπλανού μου, ενώ άδικα περίμενα για κάποιο replay. Ξαφνικά η μπάλλα έφτασε έξω απ’ την περιοχή μας στον προωθημένο Παουλέτα, που δοκίμασε από μακριά το πόδι του αναγκάζοντας τον τερματοφύλακά μας σε διπλό «μπουσούλισμα» πριν την καπακώσει.
«Από κει ας σουτάρουν όσο θέλουνε» είπα αναθαρρεύοντας με σιγουριά, «ο Αντώνης δεν τα χάβει κάτι τέτοια!»

Καθώς η ώρα περνούσε, διαπίστωσα ότι αποτελούσα πάλι μειοψηφία αφού οι ντόπιοι θεατές δεν είχαν κανένα λογο να υποστηρίζουν εμάς. Κάθε φορά πoυ η μπάλλα πλησίαζε μ’ αξιώσεις τα καρρέ μας μια απαίσια φωνή πεταγόταν από πίσω: «Portugal score!» Μ’ είχ’ εκνευρίσει σε τέτοιο βαθμό, που έτσι μου ’ρχόταν να σηκωθώ να του τρίψω τις μούρες -υπό κανονικές συνθήκες είμαι απελπιστικά ήπιος χαρακτήρας και ξέρω να διατηρώ την αυτοκυριαρχία μου, αλλά μια κλεφτή ματιά στη υπερέχουσα σωματική του διάπλαση μ’ έπεισε να κάτσω στ’ αβγά μου. Στο πρόσωπό του αναγνώρισα τον τραμπουκοειδή τύπο απ’ την τριάδα που έμενε λίγο παρά κάτω από μας, πλαισιωμένο απ’ τους δυο κολλητούς του. Ο ένας φορούσε ένα μεξικάνικο σομμπρέρο, ο άλλος ένα ζευγάρι γυαλιά, ενώ κι οι τρεις τους κρατούσαν στο χέρι ένα μπουκάλι μπύρας. Δεν είχα προφτάσει να ηρεμήσω απ’ την ταραχή μου κι έγινα πάλι μπαρούτι. Την ώρα που βλέπαμε για πολλοστή φορά σ’ αργό γύρισμα μια απευθείας προσπάθεια του Μανίς να καταλήγει μόλις άουτ, μια κάμερα έπιασε στις θέσεις των επισήμων τον Πρωθυπουργό των γηπεδούχων να φέρνει τα χέρια στους κροτάφους, προς μεγάλη απογοήτευση της κυρίας που καθόταν στο πλευρό του. Το πλάνο διήρκεσε αρκετά, έτσι δεν μου διέφυγε η δυσφορία στο πρόσωπο ενός γκριζομάλλη μια θέση πιο πάνω. Ήταν ο Υπουργός Εσωτερικών της Γερμανίας που εκδήλωνε ανοιχτά τη συμπάθειά του για τους οικοδεσπότες του. Πήρ’ ανάποδες.
«Τι δουλειά έχεις εσύ ρε καιροσκόπε;» γρύλισα. «Με ποιο δικαίωμα παίρνεις το μέρος τους; Επειδή σου κάνανε τα έξοδα για να ποζάρεις στην βιτρίνα;» Φαίνεται τους έκαιγε ότι εκείνοι την είχαν κάνει απ’ τον πρώτο γύρο ενώ εμείς ήμασταν ακόμα εκεί. Απ’ τη μια ήθελαν να μας φάνε τον Όττο και να τον παρουσιάσουν πίσω ως σωτήρα κι απ’ την άλλη δεν έβλεπαν με καλό μάτι ότι μπορεί και να το σήκωνε.
«Υποκριτές!» είπα δυνατά, όμως η φωνή μου πνίγηκε μεσα στο γενική βαβούρα που επικρατούσε. Να, σε κάτι τέτοιες στιγμές είναι που με πιάνει το ελληνικό μου και γίνομαι Τούρκος -αναζητώντας προφανώς τις ρίζες μου. Ήμουν έτοιμος να εκραγώ όταν βλέποντας ένα προσφιλές ξυρισμένο κεφάλι με το νούμερο 8 στην άσπρη φανέλλα να στήνει τη μπάλλα για να χτυπήσει ένα φάουλ, μπήκα σ’ άλλο κανάλι. Καθώς ο Ρικάρντο μάζευε τ’ ασημένιο «κουφετάκι» πάνω απ’ τη λευκή διώροφη «τούρτα» που είχε υψωθεί στον δρόμο του, λύθηκε η απορία μου για το ποιος ήταν ο αντικαταστάτης του τιμωρημένου Γιώργη...

Είχαμε περάσει το πρώτο ημίωρο του τελικού κι οι γηπεδούχοι, που δεν είχαν να επιδείξουν καμιά ιδιαίτερη ευκαιρία εκτος από τρία μακρινά σουτ, κέρδισαν φάουλ σε πλεονεκτική θέση μέσα δεξιά. Ο εκτελεστής του Φίγκο, έστειλε πρώτα τη μπάλλα να περάσει πάνω από συμπαίχτες κι αντιπάλους και να βγει πλάγιο άουτ απ’ την άλλη πλευρά, κι ύστερά βγήκε ο ίδιος φανερά εκνευρισμένος για ν’ αλλάξει παπούτσια, λες κι αυτά να ’ταν η αιτία που είχε δυσκολίες με την επιβολή της θελησής του πάνω στη δίστροπη θεά. Καθώς η ώρα της ανάπαυλας πλησίαζε όλο και περισσότερο, η ομάδα μας έδειχνε ένα σθένος και μια αυτοπεποίθηση που μ’ άφηναν κατάπληκτο. Σ’ ένα γύρισμα της μπάλλας προς τα πίσω είδα τον Παουλέτα να πέφτει με φόρα για ν’ ανακόψει τον επελαύνοντα Δέλλα. Ενστικτωδώς έσφιξα τα δόντια και μισόκλεισα τα μάτια για ν’ αποφύγω τον πόνο απ’ το γκρέμισμα του κολοσσού μας. Εκείνος ατάραχος, με μια άνετη κοφτή ντρίμπλα, «άδειασε» τον αντιπαλό του και «γέμισε» μ’ άψογο στυλ απ’ το ύψος σχεδόν της μεσαίας γραμμής. Στην πορεία της μπάλλας πετάχτηκε ο Γιαννακόπουλος, που επιχείρησε να πιάσει τον Πορτογάλο πορτέρο εκτός εστίας αστοχώντας όμως απελπιστικά από απόσταση 20 μέτρων με το κεφάλι!
«’Αντε ντε, παίχτε λίγο το τόπι σας όπως το ξέρετε!» φώναξα ενθουσιασμένος απ’ την αισθητή άνοδο του παιχνιδιού μας. Νόμιζα ότι έβλεπα σ’ επαναλήψη την προηγούμενη φαση, όμως ο Στέλιος πρόλαβε την μπάλλα πριν βγεί έξω τροφοδοτώντας αυτή τη φορά τον Κωστή, που μαρκαρισμένος δεν την βρήκε όπως θα ’θελε. Και πάλι ο Βρύζας σε θέση αριστερού εξτρέμ πέρασε όμορφα για... Δε μπόρεσα να δω γιατί το ποτήρι του μπροστινού μου αιωρήθηκε ακριβώς στην πιο κρίσιμη στιγμή μπροστά απ’ την οθόνη. Γέρνοντας λίγο τον λαιμό μόλις πρόφτασα το καθαρό κι αποτελεσματικό τάκλινγκ του Καψή στον αντίπαλο σέντερ φορ, που βλέποντάς τον να ξανασηκώνεται για να φύγει στην αντεπίθεση, πιάστηκε απ’ τον ώμο του χρησιμοποιώντας το σαν χειρολαβή. Δευτερόλεπτα αργότερα έβλεπε τον συμπατριώτη του Μιγκέλ, με τον οποίον έιχε τρακάρει κατά λάθος λίγα λεπτά πριν, να παραχωρεί τη θέση του στον Πάουλο Φερέιρα κρατώντας μ’ αγωνία το στήθος του. Το τέλος του πρώτου μέρους μας βρήκε ισόπαλους και στις κάρτες, μια κι ο Μπασινάς δεν άφησε αλλό περιθώριο στον Μερκ πιάνοντας μπροστά στα μάτια του τη μπάλλα με το χέρι. Το μυαλό μου μπήκε αμέσως σε λειτουργία ψάχνοντας για μια υγιεινότερη θέση, αφού ούτε η μέση μου αλλά ούτε και τα νεύρα μου θ’ άντεχαν στη «γυμναστική» του πρώτου ημιχρόνου. Σηκώθηκα λοιπόν και καιροφυλακτούσα σαν το κοράκι, έτοιμος να εκμεταλλευτώ τις λόγω «κατωτέρας βίας» ανακατατάξεις του διαλείμματος.

Δεν είχα ιδιαίτερη τύχη κι αναγκάστηκα να ξανακάτσω στην άβολη θέση μου μ’ όλα τα μειονεκτήματά της.
«Αν αυτή η ταλαιπωρία μας βγει σε καλό» σκέφτηκα «τότε χαλάλι!». Ο αγώνας ξανάρχισε με μια αλλαγή λόγω εσφαλμένης επαναφοράς του Πορτογάλου αρχηγού απ’ τα πλάγια, πράγμα που τον έκανε να κουνήσει δύσπιστα το κεφάλι πέρα δώθε.
«Σημαδιακό αυτό!» είπα, έχοντας πάρει θάρρος μετά απ’ την άνοδο της ομάδας μας προς το τέλος του ημιχρόνου. Γενικά το άγχος μου είχε μετατραπεί σιγά σιγά σ’ ένα είδος συγκρατημένης αισιοδοξίας, που δεν υποσχόταν πολλά αλλά μου επέτρεπε να παρακολουθώ το ματς κάπως πιο λάσκα, περιμένοντας την κατάλληλη ευκαιρία για να «ξεχειλίσει». Ο Χάρι ξέφυγε όμορφα του Νούνο Βαλέντε πριν σεντράρει βεβιασμένα για να διώξει εύκολα η άμυνα, προς απογοήτευση του Έλληνα Πρωθυπουργού και του ηλικιωμένου κυρίου με τα γυαλιά στ’ αριστερά του που πιπιλούσε αρειμανίως τον αντίχειρά του σα βρέφος. Λίγο πιο δίπλα ο Πορτογάλος όμολογός του έμοιαζε να το διασκεδάζει ακόμη λιγότερο μασώντας τα νύχια του, ενώ η σύζυγός του προσπαθούσε να γεμίσει την ανία της τινάζοντας ένα «τραπεζομάντιλο» με τα χρώματα της χώρας της. Τι τραβάνε κι αυτοι οι κακόμοιροι εξ αιτίας της μπάλλας! Εμπιστεύονται τις τύχες των κρατών τους στα κέφια 22 επιλέκτων και σα να μη φτάνει αυτό, παίζουν τη ζωή τους κορώνα γράμματα -μια και βρίσκονται σε κρίσιμη ηλικία, παρακολουθώντας τους αφ’ υψηλού δίχως να μπορούν να επέμβουν ούτε στο παραμικρό. Ενώ σκεφτόμουν πόσο δύσκολο είναι το να ’σαι πολιτικός στις μέρες μας, έσκασε μύτη η γυναίκα μου άνετη, με μια μπυρίτσα στο χέρι και μέσα σε χρόνο μηδέν χωρίς να πάρω είδηση πως, βρέθηκε στρογγυλοκαθισμένη στη τρίτη σειρά σε απόσταση αναπνοής απ’ το τσούρμο μας. Φαίνεται ότι το ξαφνικό ενδιαφέρον μου για την πολιτική μου είχε στερήσει την ευκαιρία ν’ αντιληφθώ τι γινόταν πίσω απ’ τις πλάτες μου. Ξαφνικά βλέποντας το Ντέκο να μπαίνει στην περιοχή μας από γκέλα του Δέλλα, η καρδιά μου φτερούγισε για ένα δευτερόλεπτο, όσο κι ο Βραζιλιάνος, συγγνώμη Πορτογάλος χαφ, πριν προσγειωθεί με μια μεγαλειώδη βουτιά δυο μέτρα μέσα.
«Ας τα σάπια» φώναξα έξω φρενών, «ο δόκτωρ δεν τα τρώει κάτι τέτοια. Ακούς εκεί να πουλάνε μαγκιά κι οι εισαγωγής!». Ο κεντρικός οπιστοφύλακάς μας καθάρισε την φάση αφήνοντας την γεμάτη απορία φάτσα του Νοτιοαμερικάνου κατεργάρη ν’ αναζητάει μάταια κάποιο πέναλτυ. Χτυποκάρδι και πάλι καθώς ο Ζαγοράκης σέρβιρε στον Μανίς που ενώ ετοιμαζόταν να σουτάρει λίγο έξω απ’ το πέταλο της περιοχής, τα ’χασε βλεποντας τον Γιαννακόπουλο να του κλέβει τη δουλειά δίνοντας πίσω στον Νικοπολίδη! Η βαθιά μπαλλιά του Έλληνα τερματοφύλακα έφτασε μετά από παρεμβολή του Φύσσα στον Μπασινά που βλέποντας τον Γιούρκα να ξεκινάει, άλλαξε αμέσως πτέρυγα με μια υπέροχη μακρινή πάσσα. Ο δεξιός μας μπακ προλαβαίνοντας με ακροβατικό τρόπο τη μπάλλα πριν βγεί πλάγια, άνοιξε «πανιά» για την «χώρα» του Ρικάρντο έχοντας για μοναδικό «σκόπελο» στην πορεία του τον Ρονάλντο. Αμαμνήσεις απ’ την πρεμιέρα ξαναγύρισαν σαν flash-back στο μυαλό μου, όπου σε μια παρόμοια φάση είχαμε κερδίσει πέναλ... Νικητής ήταν αυτή τη φορά ο Πορτογάλος με την απώλεια όμως ενός κόρνερ. Καθώς κάποιος δικός μας πήγαινε για την εκτέλεσή του, νόμισα πως είδα μια ανήσυχη γαλάζια θάλασσα ν’ αφρίζει πίσω απ’ την εστία των αντιπάλων μας αλλά ίσως πάλι να ’ταν και γέννημα της φαντασίας μου, αφού τα χρώματα του περιβάλλοντος παρεμβάλλονταν ανεξέλεγκτα σ’ εκείνα της τρεμάμενης εικόνας.

Θα πρέπει να ’ταν ο Μπασινάς, αν κρίνω απ’ τη φαρδιά χωρίστρα του, αυτός που έστειλε μια καλοτραβηγμένη τραβέρσα ίσα την καρδιά της πορτογαλικής άμυνας. Την επόμενη στιγμή είδα τη μπάλλα να προσκρούει στην κορυφή της ερυθρόλευκης ανθρώπινης πυραμίδας που είχε σηκωθεί ξαφνικά μπροστά απ’ το τέρμα και να σπινάρει νευρικά στο βάθος του διχτυού, καθώς στην εξέδρα ξέσπαγε «φουσκοθαλασσιά». Ένοιωσα μέσα μου κάτι αυθόρμητο να ζητάει οπωσδήποτε διέξοδο προς τα έξω, καθώς η οθόνη είχε γεμίσει από ένα κοπάδι με πεινασμένους «πολικούς λύκους» που έτρεχαν σαν τρελλοί πίσω από έναν ολόλευκό Άγγελο. Η συναισθηματική μου επανάσταση δεν διήρκεσε παρα μόνο μερικά δέκατα του δευτερολέπτου, προτού το ρόπαλο της λογικής την καταστείλει πριν καλά καλά προφθάσει να εκδηλωθεί. Θες το παιδικό μου σύμπλεγμα που με συγκρατεί στα γκολ, θες η επιβλητική παρουσία της γυναίκας μου που μου θύμιζε το παρ’ ολίγον ολήσθημά μου με την Τσεχία, θες η έκτη αίσθηση, μια αδιόρατη δύναμη με κράτησε κολλημένο στο έδαφος θέλοντας να με προστατέψει από δυσάρεστα μπλεξίματα. Χρειάστηκαν τέσσερα replay κι η επιβεβαίωση της λεζάντας:


για να συνειδητοποιήσω αυτό που είχε συμβεί. Κρίνοντας μάλιστα απ’ το σοκαρισμένο ύφος του ψαρομάλλη κυρίου στα έδρανα των επισήμων -που θα μπορούσε να είναι ο πρόεδρος της ΕΠΟ, κατάλαβα ότι δεν ήμουν ο μόνος.


Ένα παιδικό πρόσωπο ήταν αυτή τη φορά το μήνυμα που αποκάλυψε κάτω απ’ τη φανέλλα του ο Χαριστέας, χαρίζοντας στις μελλοντικές μας ελπίδες το γκολ που μόλις είχε πετύχει και βάζοντας άλλο ένα στα δίχτυα της καρδιάς μου. Και μια περί παιδιών ο λόγος, τα δικά μου, πλήρως μεταμελημένα και μη έχοντας τους ενδοιασμούς του πατέρα τους, ήταν τα μόνα που εκδήλωσαν απερίφραστα τη χαρά τους, καθώς η μάνα τους σήκωνε το ποτήρι της σ’ ένδειξη χαιρετισμού προς το μέρος μου. Το γεγονός έγινε αντιληπτό απ’ την τριάδα των hooligan από πίσω, που ενοχλημένοι άρχισαν αμέσως ν’ αντιδρούν με μια σειρά από προκλητικές αντιδράσεις, ενώ τα «Portugal score» έγιναν αφόρητα. Αν δεν ήξερα πολύ καλά ότι τα παλληκάρια είχα αδειάσει απ’ το πρωί κάμποσα κιβώτια μπύρες, θα είχα σηκωθεί να τους πω καθαρά τη γνώμη μου γι’ αυτούς, αλλά έκανα μια προσπάθεια να συγκρατηθώ, αφού μια νέα περιπλοκή του σκηνικού μ’ ανάγκασε τελικά να «μετοικήσω» οριστικά. Κάποιος άσχετος που ’χε έρθει στο μπαρ για να ξαναγεμίσει τα πέντε κενά ποτήρια του, στήθηκε ανύποπτα ούτε λίγο ούτε πολύ φάτσα μπαστούνι μπροστά στην τηλεόραση και σα να μην έφτανε αυτό, έπιασε ατέλειωτη κουβέντα με την ξανθιά. Με πολύ φαντασία κατάφερα να «μαντέψω» μια ευκαιρία του Κάτσου, μια δύσκολη απόκρουση του Νικοπολίδη σε σουτ του Ρονάλντο κι ένα φάουλ του Ντέκο στον ουρανό του πλεκτού μας, ευτυχώς απ’ την έξω πλευρά, με τον γκολκήπερ μας να παραμέμει εκνευριστικά αμέτοχος.
«Αντωνάκη, καλά εμας δε μας σκέφτεσαι, σκέψου τουλάχιστον τα παιδάκια μας. Δεν είναι κρίμα να μείνουν ορφανά τα καημένα;» του τα ’ψαλα πιάνοντας μ’ αγωνία το στήθος μου. Όρθιος σε θέση έξω δεξιά είδα με κομμένη την ανάσα τον νεοεισελθόντα Ρούι Κόστα να κάνει άνω κάτω την αριστερή αμυντική μας πτέρυγα πριν παραδώσει μια φαρμακερή ασσίστ που έφυγε ευτυχώς χωρίς αποδέκτη. Καθώς ξελάφρωνα ξεφυσώντας, ο διευθυντής εικόνας ξανάδειχνε αναδρομικά το ελληνικό τέρμα τη συνοδεία μιας καλοσυγχρονισμένης φιγούρας aerobic απ’ το πρωθυπουργικό μας ζεύγος. Πίσω στο live πάλι. Μετά από μια σειρά λαθών στα καρρέ μας, ο Νικοπολίδης με μια ιπποτικότατη βαθιά υπόκλιση πρόσφερε την θαλπωρή της τρυφερής αγκάλης του στην «κατατρεγμένη κυρά» που ζητούσε κατατρομοκρατημένη στέγη απ’ την οργή του King Luis, ο οποίος την είχε κλωτσήσει βάναυσα από μπροστά του. Αλλαγή τοπίου και καθώς ο Ζαγοράκης ετοιμαζόταν να σεντράρει απ’ τα δεξιά, είδε τον ορίζοντα προστά του να βάφεται κόκκινος απ’ τα σωματά δυο «μπράβων» που του έκλειναν τον δρόμο. Εκεί θαύμασα την ιδιοφυΐα του Έλληνα «καπετάνιου» που μ’ ένα μαγαλειώδες «φτιάρισαμα» σέρβιρε τη μπάλλα πάνω απ’ τα κεφάλια των έκπληκτων Πορτογάλων στον Κατσουράνη, η πάσσα του οποίου αντίκρισε άδοξα την πλάτη του Βρύζα.
«Ατέλειωτε Τέο, άπαιχτος είσαι!» τον επαίνεσα με δέος κι ένοιωσα την καμπύλη του ηθικού μου να δείχνει πάλι προς τα πάνω.

Στο μεταξύ λόγω μετακινήσεων πληθυσμών στις «κερκίδες» της παράγκας δημιουργήθηκαν κάποια κενά που έσπευσα να συμπληρώσω χωρίς καθυστέρηση Την ίδια ώρα οι τρεις ταραξίες προωθήθηκαν σε θέση «πρώτο τραπέζι πίστα», πράγμα που αύξησε τους μπελάδες μου. Έτσι εκτός απ’ τους Πορτογάλους που στένευαν όλο και πιο πολύ τον κλοιό τους, είχα ν’ αντιμετωπίσω και την εχθρική συμπεριφορά των Τσέχων, την ώρα που μια συνεχής βροχή από κόρνερ και σέντρες βρήκε τον μάστορά της στις ψυχραιμες επεμβάσεις του Νικοπολίδη.
«Πάμε παιδιά γερά, ένα τεταρτάκι ακόμη!» παρότρυνα προσπαθώντας να ηρεμήσω λιγάκι, ενώ τα πόδια μου χόρευαν ροκ κάτ’ απ’ το τραπέζι. Έξαφνα μια γρήγορη μπαλλιά, ένα ξεπέταγμα κι ένας «κόκκινος διάβολος» κεντρίζοντας τ’ ασημένιο τόπι με τη μύτη του χρυσού παπουτσιού του βρέθηκε σόλο μπροστά στην εστία μας έτοιμος να την εκπορθήσει. Πριν προλάβω ν’ αντιληφθώ πως είχε γίνει, είδα την σφαίρα να χάνεται στα ύψη αφήνοντας δυο πτώματα στο χόρτο και παρά λιγό ένα τρίτο στο πάγκο που καθόμουν. Βλέποντας τον ξαπλωμένο Κριστιάνο να ξεσπάει στα σκουλαρίκια του, κατάλαβα επιτέλους γιατί οι κανονισμοί τους υποχρεώνουν να τα καλύπτουν με τσιρότα κατά την διάρκεια του αγώνα. Ένα λεπτό αργότερα ο Όττο ζητώντας ανακωχή έριξε στη μάχη ένα ξεκούραστο Στέλιο (Βενετίδη) στη θέση ενός καταπονημένου (Γιαννακόπουλου), ανακόπτοντας έτσι για λίγο το τέμπο των Πορτογάλων που βιάστηκαν να συνεχίσουν τον «βομβαρδισμό» της εστίας μας. Ο Δέλλας πρόλαβε στο τσακ να μπλοκάρει σε κόρνερ το σουτ του 19χρονου αντιπάλου του που βρέθηκε εντός περιοχής σε τρύπα του Ρούι Κόστα. Και νέα αλλαγή. Ο Βρύζας βγήκε μ’ αργές κινήσεις. Και νέα εισπνοή απ’ τη μπουκάλα με τ’ οξυγόνο. Ο Παπαδόπουλος μπήκε τρέχοντας. Και νέα έξοχη απόκρουση του Νικό στην «κανονιά» του Ρικάρντο Καρβάλιο παρά την περιορισμένη του ορατότητα.
«Αφού έπιασε κι αυτό ο Αντώναρος, δεν νομίζω να φαει γκολ σήμερα!» σιγοψιθύρισα με θαυμασμό κι έπαρση. Το αργότερο μετά από ’κείνη του την ενέργεια ήταν για μένα πλήρως αποκαταστημένος στην συνείδησή μου και δε μου ’μενε παρά να του ζητήσω δημοσίως συγγνώμη για τα όσα κατά καιρούς του είχα σούρει. Ήταν ένας πραγματικός ήρωας που μ’ έκανε να νοιώθω περήφανος, αφού κρατούσε μόνος του το τέρμα μας αμόλυντο απ’ το πορτογαλικό μένος. Όσο για τις δυο τρεις σεντρούλες που του ’χαν ξεφύγει κατά τη διάρκεια του τουρνουά, τις είχα κιόλας ξεχ... Δεν πρόλαβα να ολοκληρώσω το εγκώμιο μου για τον Μεγάλο Αντώνιο γιατί είδα με φρίκη τον τύπο με το σομπρέρο να έχει στηθεί μπροστά στην οθόνη φωνάζοντας:
«Deutschland, Scheißland! -κωλοχώρα» χειρονομώντας ανεξέλεγκτα. Προφανώς στην κατάστασή που βρισκόταν δεν ήξερε τι του ’φταιγε και ζητούσε κάποιο για να ξεσπάσει. Δεν άντεξα την γελοία παράσταση και σηκώθηκα να τον βάλω στην θέση του, που τελικά εκφράστηκε υπό μορφή παράκλησης να κάτσει και να μας αφήσει να δούμε το ματς με την ησυχία μας, δίχως δυστυχώς να γίνω αντιληπτός. Η σύγκρουση έμοιαζε αναπόφευκτη και θα είχε λάβει χώραν, αν έξι λεπτά πριν τη λήξη του αγώνα ένα τυχαίο γεγονός δεν αποσπούσε την προσοχή μας. Τελείως αναπάντεχα η εστία μας παραβιάστηκε και μάλιστα με την πλήρη συγκατάθεση του προ ολίγου εις ήρωαν αναχθέντα Νικοπολίδη. Ένας παραστρατημένος φίλαθλος ξεγλύστρησε με ζηλευτή δεξιοτεχνία ανάμεσα από παίχτες, αστυνομικούς και φρουρούς ασφαλείας του γηπέδου, πέταξε μια σημαία της Μπαρσελώνα στο Φίγκο και πιάστηκε οικειοθελώς με φόρα στη «φάκα» των διχτυών μας, πριν καταπλακωθεί από μια «κίτρινη» ανθρώπινη χιονοστιβάδα. Αυτή η απρόβλεπτή, ειρηνική εκδήλωση διαμαρτυρίας ενός φανατικού Καταλανού, είχε σώσει όχι μόνο την ελληνοτσεχικές σχέσεις από βέβαιο διπλωματικό επεισόδιο, αλλά και την κουρασμένη ομάδα μας απ’ τον «κύλινδρο» του πορτογαλικού «οδοστρωτήρα» που ήταν έτοιμος να μας ισοπεδώσει.

Καθώς το χρονόμετρο σημάδευε το προτελευταίο λεπτό του αγώνα, η σύγχυση της ελληνικής άμυνας συναγωνιζόταν εκείνη του μυαλού μου που μάταια πάσχιζε ν’ αυτοσυγκεντρωθεί μήπως και καταφέρει να σπρώξει τον λεπτοδείκτη για να κινηθεί γρηγορότερα.
«Θα ’ταν αδικία» ψέλλισα τη στιγμή που ο Φίγκο στριφογυρίζοντας στην περιοχή μας σε μιαν ύστατη προσπάθεια να δώσει στο λαό το φιλί της ζωής, πλάσαρε υπό την επιτήρηση του Φύσσα στη δεξιά γωνία του γκολκήπερ μας. Ενστικτωδώς άπλωσα το πόδι μου για να προλάβω το κακό, κι ύποθέτω ότι την ίδια ιδέα είχε κι ο παίχτης μας, αφού είδα την μπάλλα να γλείφει το κάθετο δοκάρι πριν καταλήξει κόρνερ. Στην συνέχεια ένα σώμα ρίχτηκε μ’ αυτοθυσία πάνω στο σουτ του Ντέκο ανοίγοντας το δρόμο γι’ αντεπίθεση, που δεν έγινε ποτέ.
«Παιδιά έλεος, όχι τέτοια λάθη εδώ που φτάσαμε!» ικέτευσα δυνατά με την ελπίδα να εισακουστώ απ’ τη θεά τύχη. 90ο λεπτό κι η δυνατή κεφαλια του Ζόρζε Ανντράντε «ανελήφθη εις τους ουρανούς».
«Ουφφφφ, πάει κι αυτό!» τραύλισαν τα χείλη μου λες κι είχα πάρκινσον στο τελευταίο σταδιο, την ώρα που ο τέταρτος έδειχνε πέντε λεπτά επί πλέον για τις καθυστερήσεις. Ό νους μου πήγε στον εισβολέα που μπορεί να τελικά να σήμαινε την καταδίκη μας... Αυτό όμως που μ’ ανησυχούσε περισσότερο δεν ήταν τόσο η φυσική, όσο η πνευματική κατάσταση των Ελλήνων παιχτών που ήταν ικανοί ν’ αρπάξουν δυο μπαλλάκια στο άψε-σβήσε αφήνοντας τη νίκη να τους ξεφύγει μες απ’ τα χέρια και φυσικά την αφεντιά μου στα κρύα του λουτρού. Τα τρία πρώτα λέπτα του έξτρα χρόνου είχαν φοβερή αγωνία για το αν ο Δέλλας θα πετύχαινε επιτέλους το αριστερό σημαιάκι του κόρνερ των Πορτογάλων που είχε προφανώς βάλει στο σημάδι. Οι τελευταίοι για να τον βοηθήσουν στο δύσκολο έργο του, έκαναν συνεχώς επιθετικά φάουλ, ενώ ο πορτέρο τους άδικα προσπαθούσε με τα μακρινά του βολέ να παραβιάσει αυτός την εστία μας. Βρισκόμουν σε κατάσταση υπερδιέγερσης σαν ωρολογιακή βόμβα που είναι έτοιμη να εκραγεί απο στιγμή σε στιγμή. Αποφάσισα να συνοδέψω το ρολόι μετρώντας φωναχτά τα υπολοιπόμενα 120 δευτερόλεπτα, κάνοντας παράλληλα βαθιά καθίσματα σε μια προσπάθεια υλοποίησης του: «ή του ύψους ή του βάθους!».
«...3! 4! 5!....» ο φακός στον πεσμένο στο χορτάρι Ζαγοράκη που είχε κερδισει φάουλ απ’ τον Νούνο Βαλέντε και πολύτιμο χρόνο για την Ελλάδα.
«...18! 19!...» ο Σκολάρι εν πλήρει αμηχανία, το προπονητικό μας δίδυμο εν πλήρει δράσει, ο εξ υποθέσεως πρόεδρος της ΕΠΟ εν πλήρει αγωνία.
«...32! 33!...» νεα πτώση του Θοδωρή, πλάγιο για τους αντιπάλους μας αυτή τη φορά, βαθιά σέντρα και φάουλ του Νούνο Γκόμες στον Καψή.
«...65! 66!...» το αργό μάζεμα της μπάλλας απ’ το Νικοπολίδη, το άδειο βλέμμα του Πορτογάλου Πρωθυπουργού με το μυαλό μάλλον στις Βρυξέλλες, η κενή θέση της συζύγου του.
«...82! 83! 84!...» εκτέλεση απ’ τον Δέλλα, απόκρουση με το κεφάλι στα πόδια του Ζαγοράκη κι απευθείας σουτ ψηλά στη εξέδρα.
«...90! Μισό λεπτό ακόμη...» σκέφτηκα συνεχίζοντας το μέτρημα με τα δάχτυλα, ενώ το μάτι μου πήρε τον Ρικάρντο να χτυπάει βιαστικά το ελεύθερο.
«...95! 96!...» είδα δυο δικούς μας στο κέντρο να πέφτουν στα γόνατα μ’ υψωμένα τα χέρια.
«Είμαστε Πρωταθλητές Ευρώπης» κατάφερα ν’ αρθρώσω με κόπο την στιγμή που η οθόνη έδειχνε ένα ψαρό κεφάλι χωμένο σ’ ένα ζευγάρι λευκά γάντια ν’ ασπάζεται το γκαζόν, τους Τοπαλίδη-Ρέεχαγκελ σκαρφαλωμένους στο λαιμό τον Δέλλα και τον μοιραίο παίχτη του τελικού -όπως άλλωστε και της πρεμιέρας, να κλαίει σα μωρό παιδί εκφράζοντας στο συντετριμμένο του πρόσωπο όλο το δράμα ενός λαού...
«Νωρίς σφύριξε!» με ειδοποιούσε από πάνω ο «υπολογιστής» μου καθώς είχα ήδη προσδεθεί για την απογείωση. Μ’ ένα σάλτο βρέθηκα έξω απ’ την παράγκα και με τις γροθιές στον αέρα και τα μάτια κλειστά, έβγαλα από μέσα μου το κοχλάζον ποτάμι που μου ’καιγε εδώ και δυο ώρες τα σωθικά και ζητούσε διέξοδο απ’ την ώρα του γκολ. Σήκωσα το κεφάλι στον θολό ουρανό απολαμβάνοντας το απερίγραπτο αίσθημα του νικητή, ενώ το πρόσωπό μου δεχόταν μ’ ευχαρίστηση τη δροσιά απ’ τις ψιχάλες που είχαν αρχίσει να πέφτουν σποραδικά. Για δυο ολόκληρα λεπτά ένοιωσα ένα παράξενο αίσθημα ευφορίας να μ’ έχει κατακυριέψει και κατάλαβα πως ήμουν χαμένος στον μαγεμένο κόσμο της ευτυχίας. «Πρωταθλητές Ευρώπης!» επανέλαβα σφίγγοντας με δύναμη τις γροθιές, πριν ενωθώ ξανά με τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας και χτυπήσουμε θριαμβευτικά τις παλάμες.

Το πρώτο που έκανα ως άρτι στεφθείς Πρωταθλητής Ευρώπης ήταν να παραγγείλω μια μεγάλη μπύρα για να γιορτάσω το γεγονός. Κατόπιν κάθισα αναπαυτικά στον παγκο για ν’ απολαύσω με την ησυχία μου την πανδαισία των εικόνων και των συναισθημάτων που με «περιέλουζαν» μες απ’ την τηλεόραση. Ο άνρθωπος της ΕΠΟ συνέχισε να φέρνει πανικόβλητος τα χέρια στο πρόσωπο μη μπορώντας ακόμη να το πιστέψει. Ο Παουλέτα κρυμμένος κάτω απ’ το πράσινο γιλέκο των αναπληρωματικών είχε προφανώς το ίδιο πρόβλημα. Ο Ζαγοράκης τυλιγμένος με μια γαλανόλευκη έκοβε βόλτες μη γνωρίζοντας ίσως πως είχε μόλις εκλεγεί, όπως μας πληροφορούσε η λεζάντα, ως ο καλύτερος παίκτης του αγώνα. Ο Ρούι Κόστα ξαπλωμένος στο γρασίδι με την απογοήτευση να στάζει απ’ το πιγούνι του μονολογούσε βυθισμένος στον κόσμο του. Όλο το γήπεδο έμοιαζε με μια πελώρια αγκαλιά που έσφιγγε μέσα της όποιον έβρισκε μπροστά της. Στις κερκίδες νικήτες κι ηττημένοι χειροκροτούσαν όρθιοι από κοινού το πολύχρωμο κουβάρι που συνέθετε το σκηνικό της απονομής, την ώρα που το σχετικό βάθρο έκανε ως δια μαγείας την εμφάνισή του. Η θλιμμένη έκφραση του υπέρβαρου Εουσέμπιο συνόδεψε μελαγχολικά το Κύπελλο στην έδρα της απονομής, στολισμένο με δυο γαλανόλευκες κορδέλλες. Η μεγάλη στιγμή είχε σημάνει. Και η πιο τραγική συνάμα, αφού βλέποντας τους Πορτογάλους ποδοσφαιριστές να παραλαμβάνουν με σκυμμένο κεφάλι τα μετάλλιά τους απ’ τον Πρόεδρο της UEFA, και τον άλλο με τα γυαλιά, ρίχνοντας κρυφές ματιές στο κύπελλο, πραγματικά τους λυπήθηκα. Κοίταξα με πολύ συμπάθεια το περίλυπο ύφος του Εουσέμπιο που φαινόταν να το ’χει πάρει τόσο κατάκαρδα, λες κι είχε παίξει κι είχε χάσει ο ίδιος! Καθώς έπινα αργά αργά τη μπύρα μου, ρουφούσα γουλιά-γουλιά το φιλμ που ξετυλιγόταν μπροστά μου. Ο «χαμένος» Φελίππε βρήκε παρηγοριά στη μεγαλόψυχη αγκαλιά τού Όττο, που έχοντάς τα εξίσου χαμένα κάτι του σιγοψιθύρισε στ’ αφτί -αναρωτιέμαι σε ποια γλώσσα. Κάτω απ’ τις επευφημίες των Ελλήνων φιλάθλων ένας ένας οι παίχτες μας τσιμπούσαν το μεταλλιάκι κι ανέβαιναν στην πίστα του χορού. Στο τέλος της ουράς έμεινε ο αρχηγός που όπως και καθ’ όλη τη διαρκεια του Euro είχε αναλάβει τις βαριές δουλειές. Διώχνοντας και το τελευταίο μέλος της αποστολής, παρέλαβε τον χρυσό μενταγιόν και πλησίασε το τραπέζι με το πολυτιμο έπαθλο. Ο κόσμος παραληρούσε ζητώντας του να το σηκώσει το ρημάδι, γιατί δεν άντεχ’ άλλο. Και φυσικά εκείνος δεν του χάλασε το το χατήρι. Αφού πρώτα του ’δωσε ένα ρουφηχτό φιλί, μ’ ένα απότομο τίναγμα, που θα το ζήλευε κι ο Πύρρος Δήμας, ύψωσε τα 8 κιλά ασήμι (+2 της βάσης) του «Ανρί Ντελωναί» σαν να ’ταν από βαμβάκι. Βλέποντας κύπελλο και παίχτες να πνίγονται σε μια έγχρωμη «λάβα» από κομφετί που έβγαινε από τρεις «κρατήρες» πίσω απ’ το βάθρο, σήκωσα κι εγώ το δικό μου κύπελλο και χαιρετώντας ήπια στην υγειά της Εθνικής. Στις κερκίδες η σύζυγος(;) του φίλου μας της ΕΠΟ(;) φαινόταν να ξέρει πολύ καλά τι της γίνεται, αντίθετα προς τον άντρα της(;). Πάντα πίστευα πως οι γυναίκες αντιμετωπίζουν τα γεγονότα πιο ψύχραιμα, ιδίως όταν πρόκειται για καθαρά αντρικές υποθέσεις. Ακόμη κι ο δύσκολος Πλατινί έσκασε ένα χαμογελάκι την ώρα που οι «ήρωες» έκαναν το γύρο του θριάμβου, αποθεωνόμενοι απ’ την γαλανόλευκη λαοθάλασσα που περίμενε για να τους πνίξει. Η φιέστα στο γήπεδο έκλεισε μ’ ένα τρελλό καλαματιανό, που εδώ που τα λέμε μπορεί να ’ταν και τσάμικος, μια κι από χορό είμαι άσχετος, στο κύκλο της σέντρας με το κύπελλο ακριβώς στη μέση, ενώ από πάνω ο ουρανός βαφόταν πράσινος με κόκκινες ανταύγες. Όσο κι αν προσπάθησα να τ’ αποφύγω, δυο μικρά ρυάκια άρχισαν να κυλούν στα μάγουλά μου.
«Ναι ρε, τι κοροϊδεύετε! Άνθρωπος είμαι κι εγώ, συγκινήθηκα. Ή μήπως το σηκώνουμε κάθε μέρα;»

Καθώς τα παιδιά ετοιμάζονταν για ύπνο κι η γυναίκα μου γύρευε θαλπωρή στη νυχτερινή της ανάγνωση, έδεσα τα χέρια με καμάρι πίσω απ’ την πλάτη και με το στήθος φουσκωμένο σα body builder έκανα ένα μικρό περίπατο για να τινάξω από πάνω μου ένα μέρος απ’ την πίεση εκείνης της συγκλονιστικής και λιαν εξουθενωτικής ημέρας. Ξαφνικά ανάμεσα από εικόνες θριάμβου και πολύχρωμα πυροτεχνήματα αισθάνθηκα την ανάγκη γι’ άμεση επικοινωνία επιταχύνοντας παράλληλα το βήμα. Έπρεπε να μιλήσω οπωσδήποτε με τον Klaus ας στοίχιζε όσο ήθελε. Είχα σχεδόν επιστρέψει στο τσαντήρι μας με το μυαλό μου να δουλεύει πυρετωδώς για να βρει λύση, όταν μου ’ρθε η ιδέα ότι θα μπορούσα να χρησιμοποιήσω το κινητό της γυναίκας μου. Για πρώτη φορά εκτιμούσα την κατοχή ενός φορητού τηλεφώνου, παραδεχόμενος την αναγκαιότητά του.
«Αν μου επέτρεπε να τον...» πράλαβα να σκεφτώ πριν μαρμαρώσω στον ήχο μιας γνώριμης φωνής από πίσω μου:
«Δε θες να πάρεις τηλέφωνο τον Klaus;» Ήταν η γυναίκα μου που με μια και μόνον ερώτηση μ’ είχε κάνει να την ζηλέψω. Ειλικρινά, κάτι φορές έχω την εντύπωση πως εκέινη έχει μια πολύ πιο ολοκληρωμένη εικόνα για μένα, απ’ ότι εγώ για κείνη! Σχημάτισα τον αριθμό και κόλλησα τη μικροσκοπική συσκευή στ’ αφτί μου για ν’ ακούω καλύτερα. Το σήκωσε στο τέταρτο τουτ.
«Σηκωσέ το ντε, το... μ’ ακούς; Πού το σηκώσαμε;» ήταν η πρώτη μου ερώτηση. Η φωνή του χαμηλή αλλά πεντακάθαρη:
«Στο σπίτι του πεθερού μου. Περιμέναμε να το σηκώσουμε και φύγαμε. Είμαστε στο δρόμο για την κλινική. Εγώ βέβαια το κατάλαβα από νωρίς ότι θα το παίρναμε.» απάντησε σ’ ένα τόνο που πρόδιδε ότι αν του έκαναν αλκοτέστ την είχε βάψει. Ευτυχώς που δεν είχε πει ότι το ’ξερε απ’ την αρχή σαν τον ξαδερφό του, αλλιώς θα πάθαινα το έμφραγμα που είχα γλιτώσει στην φάση του 90΄. Μου φαίνεται πως τελικά, όλος ο κόσμος το ’χε τύμπανο κι εγώ ούτε χαμπάρι!
«Και πολύ γκολ ο Χάρις, παλληκαρίσιο!» πρόσθεσα μην ξέροντας τι να πω απ’ τη συγκίνηση.
«Στον Άρη δεν έπαιζε; Εε, τι τα θες, εμείς οι βόρειοι δουλεύουμε για να τα σηκώνετε εσείς εκεί κάτω. Μπορεί να μη σταυρώνουμε πρωτάθλημα στην Ελλάδα, αλλά βγάζουμε Πρωταθλητές Ευρώπης! Άντε τα λέμε, για να μη ξοδεύεσαι κι εσύ.» Τα τελευταία του λόγια αντήχησαν αυτοκρατορικά στ’ αφτιά μου. «Πρωταθλητές Ευρώπης.» Να ’ταν αλήθεια άραγε; Ένα ένα τα φώτα έσβησαν. Προτού την πάω να την πέσω κι εγώ κάθισα σ’ ένα παγκάκι και γέμισα το πνευμόνια μου με το δροσερό αεράκι που τσίμπαγε αισθητά.
«Μέρα ελληνική!» αναπόλησα ξαναγυρίζοντας νοερά στην Λισσαβώνα. Ξαφνικά θυμήθηκα κάτι που μ’ έκανε να χαμογελάσω. Σ’ ένα απ’ τα πλάνα είχα δει τον Μερκ να μου κλείνει το μάτι σα να μου λέγε:
«Πάλι καθαρή τη βγάλατε φιλαράκο, αλλά μπράβο σας. Τ’ αξίζατε!»
«Κι εσείς!» αποκρίθηκα έχοντας συγκεντρώσει αρκετά στοιχεία για την υποστήριξη της νέας μου θεωρίας περί «γερμανικού δακτύλου». «Ένας ο Όττο, δύο ο Μάρκος, για να μη βάλω τους Τοπαλίδη-Χαριστέα και φυσικά την πάρτη μου» μού πέρασε απ’ το μυαλό.
«Αλτ, και κατι ακόμη!» πετάχτηκε από μέσα η «στατιστική υπηρεσία» του εγκεφάλου μου. «4 Ιουλίου. Σαν σήμερα πριν ακριβώς από μισό αιώνα, η Γερμανία έκανε το θαύμα της Βέρνης νικώντας την Ουγγαρία με 3-2, που για πολλούς σήμαινε το έναυσμα της αναγέννησης της χώρας και στη συνέχεια το πέρασμα σ’ ένα δεύτερο θαύμα, το βιομηχανικό.» Μοιάζει τελικά με θάυμα πως ακόμη και τα θαύματα διαλέγουν σχολαστικά τις ημερομηνίες που θα συντελεστούν. Χώθηκα στον ζεστό υπνοσάκο κι έκλεισα τα μάτια, ανοίγοντας ταυτόχρονα τ’ άλλα της φαντασίας. Πριν παραδώσω τον έλεγχο στις σκοτεινές διαθέσεις του ύπνου, έβγαλα προσεκτικά τον «δίσκο» του τελικού απ’ την θήκη του και τον έβαλα με προσοχή στο DVD player του μυαλού μου, σταματώντας το γρήγορο γύρισμα στο 57ο λεπτό. Είδα σε super slow motion την ασημένια μπάλλα να στροβιλίζεται πλησιάζοντας το τέρμα, καθώς στη γραμμή της μικρής περιοχής ένα σμάρι από ερυθρόλευκες φανέλες περίμενε ανυπόμονα την αφιξή της. Ξεχώρισα τη στυλάτη σιλουέττα του Χάρι που κάνοντας μια προσποίηση προς τα πίσω απογειώθηκε έχοντας πλάι του δυο «κοκκινοφρουρούς». Με τις χρυσές τάπες των παπουτσιών πιο ψηλά απ’ όλων των άλλων, λύγισε τη μέση του σε σχήμα ορθής γωνίας και σκύβοντας την κατάλληλη στιγμή, πρόλαβε το ανθρώπινο τείχος των δύο Πορτογάλων αμυντικών υποδεικνύοντας με το κεφάλι του στην Ροτέιρο το σωστό δρόμο. Από πίσω ο Ρικάρντο μπλοκαρισμένος απ’ τους συμπαίχτες του κι ο Βρύζας που πήδηξε για κάθε ενδεχόμανο, περιορίστηκαν απλώς σε ρόλο θεατή με τελείως διαφορετικά συναισθήματα. Eξακολούθησα να βλέπω τη φάση να επαναλαμβάνεται από διαφορετικές γωνίες ξανά και ξανά μέχρι που αποκοιμήθηκα.

Ξύπνησα από ένα περίεργο διπλό μπηπ προερχόμενο από το κρύο και σκληρό αντικείμενο που κρατούσα σφιχτά στην αγκαλιά μου όλη νύχτα και που αν κάποιος με ρωτούσε θα ορκιζόμουν πως ήταν το κύπελλο! Διαπίστωσα ότι ήταν το κινητό της γυναίκας μου που είχε στο καντράν του ένα SMS απ’ την αδελφή της:

Glückwunsch zur
Europameisterschaft
[1]
Birgit

χειροπιαστή απόδειξη ότι δεν ήταν όλα ένα όνειρο και πως το προηγούμενο βράδυ το ‘χα στ’ αλήθεια σηκώσει. Κι αν όχι εγώ προσωπικά, ο Ζαγοράκης, η φυσική προέκταση της αφεντιάς μου στο γήπεδο.
«Μετά από ’να τέτοιο επίτευγμα τι άλλο θα μπορούσε να λαχταρήσει η καρδιά ενός Έλληνα φιλάθλου; Το Παγκόσμιο Κύπελλο ίσως;», ήταν το επόμενο εύλογο ερώτημα. Δε θα ’λεγα όχι, άλλωστε στα λόγια το ’χουμε ήδη κερδίσει! Αλλ’ αυτό είναι κάποιο άλλο όνειρο. Σ’ εμένα θ’ αρκούσαν δυο πραγματάκια προτού καταργηθεί ο θεσμός των εθνικών ομάδων και περάσουμε στις πολυεθνικές:

Μια νίκη επί της Γερμανίας στο Νέο Καραϊσκάκη
και μια επί της Αγγλίας στο New Wembley...


[1] Συγχαρητήρια για το Ευρωπαϊκό Κύπελλο.