19 Μιχάλης Καψής Η αρχαία Ελλάδα είχε 12 θεούς, η σύγχρονη Ελλάδα έχει 11.
Σύνθημα στο πούλμαν της Εθνικής
Oι τελικοί είναι ξεχωριστά γεγονότα μια και τ’ όνομά τους προδίδει την άφιξη στο τέρμα, την ύστατη κρίση, την εκπλήρωση του σκοπού μιας διοργάνωσης πριν απ’ την αρχή μιας άλλης. Λόγω αυτής λοιπόν της ιδιαιτερότητας που παρουσιάζουν, γίνονται αντικείμενα μεγάλου ενδιαφέροντος και γιορτάζονται με ειδικά τελετουργικά που θυμίζουν όλο και περισσότερο χολλυγουντιανές υπερπαραγωγές. Στις χώρες δε που αγαπούν τις παραδόσεις, η μέρα του τελικού αποτελεί εθνική ατραξιόν που συγκεντρώνει, εκτός των οπαδών των φιναλίστ, ένα τσούρμο από προσωπικότητες, συχνά άσχετες με το άθλημα, που αραδιάζονται στις καλύτερες θέσεις για να «τιμήσουν» με την παρουσία τους τον αγώνα, «ον έστι μεθερμηνευόνενον», να προβάλουν τον εαυτούλη τους. Όσοι από σας είχαν την τύχη να ζήσουν την λεγόμενη Cup Final Day στην Αγγλία, αντιλαμβάνονται πλήρως τι εννοώ. Το κανάλι που μεταδίδει το παιχνίδι αρχίζει απ’ το πρωί να προετοιμάζει την ατμόσφαιρα με στιγμιότυπα της πορείας των ομάδων, συνεντεύξεις, ρεπορτάζ, ιστορικές αναδρομές, αξιοπερίεργα και γενικά μια πληθώρα εκπομπών που κορυφώνεται με την είσοδο των ενδεκάδων στο γήπεδο. Αντίστοιχα οι θεατές ξεκινούν από νωρίς με μερικά κασόνια μπύρα κι άφθονες σακκούλες πατατάκια τσιπς για συντροφιά και το τραβάνε μέχρι, ή να πέσουν ξεροί ή να τους τελειώσει το πιώμα. Έτσι κι εγώ τα βράδια των τελικών σύμφωνα με την δική μου παραδοση, ανοιγω την τηλεόραση μισή ωρίτσα πριν ο διαιτητής βάλει τη σφυρίχτρα στο στόμα του, για να «εισπνεύσω» λίγο απ’ το προαγωνιστικό «άρωμα» που ενεργεί σαν τονωτική ένεση στο νευρικό μου σύστημα. Όλ’ αυτά βέβαια είναι μια χαρά θεωρητικά, αφού στην πράξη εγώ έκανα μπάρμπεκιου την ώρα που στη Λισσαβώνα ο Ζαγοράκης και τα υπόλοιπα παιδιά της Εθνικής πατούσαν το ιερό χορτάρι του Ντα Λους στον σημαντικότερο αγώνα της ιστορίας μας. Τη στιγμή που μερικές χιλιάδες πιστοί ντυμένοι στα γαλανόλευκα κι ένα κάρο εκατομμύρια μπρος στις τηλεοράσεις τραγουδούσαν τον εθνικό μας ύμνο, εγώ πάσχιζα μπουκωμένος να καταπιώ ένα μακρόστενο κομμάτι κρέας απανθρακωμένο στη σχάρα. Προσπάθησα να κοιτάξω τον εαυτό μου απ’ έξω σα να ’μουν κάποιος άλλος και μελαγχόλησα με το μέγεθος της κατάντιας μου. Ήμουν έτοιμος να με πάρουν τα κλάματα, όταν με μια απέλπιδα προσπάθεια να περισώσω κάτι απ’ την τιμή μου, έστειλα τα παιδιά να πάνε μπροστά, αφού τους εξήγησα πρώτα που θα συναντιόμασταν.
«Τουλάχιστον κάποιος να μ’ αντιπροσωπεύει...» πέρασε σαν αστραπή απ’ το μυαλό μου, καθώς μαζεύα βιαστικά πιατικά και μαχαιροπίρουνα. Θα πρέπει να είχα χάσει τελείως το χρώμα μου γιατί δεν εξηγείται αλλιώς τ’ ότι η γυναίκα μου, μού ’κανε νόημα να του δίνω πάραυτα, υποσχόμενη πως θα ’ρχόταν κι εκείνη μόλις έβαζε λίγη τάξη στο χάος που της αφήναμε για συντροφιά. H αλήθεια είναι πως ποτέ μου δεν κατάλαβα γιατί πρέπει να καθόμαστε για φαΐ, να παίζουμε «γκρινιάρη», το παιχνίδι μου, ή να κάνουμε γαλλικά την ώρα ακριβώς που η τηλεόραση μεταδίδει κάποιο σπουδαίο ματς, δηλαδή πάντα. Εδώ ολόκληρα δελτία ειδήσεων πετσοκόβονται, αγαπημένα σήριαλ αναβάλλονται και σοβαρές εκπομπές ματαιώνονται χάριν των 22 κυρίων κι εμείς δεν μπορούμε ούτε καν να το διανοηθούμε. Πιστεύω πως είναι βασικά ζήτημα προγραμματισμού, επικοινωνίας και φυσικά προτεραιότητας, μ’ αυτή ακριβώς τη σειρά, κι έχω την εντύπωση ότι δεν είμαστε το μοναδικό σπίτι που τ’ άτομά του βρίσκονται και στα τρία σημεία σε διαφορετικό μήκος κύματος... Έφυγα μ’ ένα αίσθημα ενοχής, αλλά η πατρίδα με καλούσε κι έπρεπε να πατήσω τέρμα το γκάζι, αν δεν ήθελα να παραβιάσω το καθιερωμένο πλέον για μένα «πανευρωπαϊκό τέταρτο»!
Έφτασα λαχανιασμένος στην δεύτερη παράγκα για να διαπιστώσω έκπληκτος ότι τα παιδιά δεν φαίνονταν πουθενά!
«Αυτό μας έλειπε τώρα να τους ψάχνω κιόλας!» μονολόγησα κάνοντας τετ-α-κε για την πρώτη τηλεόραση. Καθώς δεν τους βρήκα ούτ’ εκεί άρχισα ν’ ανησυχώ για το που θα μπορούσαν να ’χαν παει.
«Καλά, δεν κατάλαβαν που τους είπα; Αφού τους τόνισα στη δεύτερη!» μούγκρισα με τα μινίγγια μου να πάνε να σπάσσουν απ’ την υπερένταση. Πήρα την απόφαση να ξαναγυρίσω στο αρχικό σημείο του ραντεβού και να ρωτήσω έχοντας πάντα υπ’ όψη ότι το παιχνίδι βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη. Η παράγκα ήταν μακρόστενη, ανοιχτή γύρω γύρω, με μια ξύλινη σκεπή που κάλυπτε δυό σειρές από τέσσερα τραπέζια διατεταγμένα σε στυλ σχολικής αίθουσας, μόνο που στη θέση της «έδρας» βρισκόταν το μπαρ. Μια ξανθή ύπαρξη σέρβιρε μπύρα καθισμένη πίσω από ’να χαμηλό πάγκο, στην αριστερή άκρη του οποίου μια πανάρχαια τηλεοπτική συσκευή μετέδιδε το ματς. Είχα πάρει φόρα για το μπαρ, όταν είδα τρία κεφαλάκια να ξεπροβάλουν πίσω από μια κολώνα στο μέσον του παραπήγματος. Μην έχοντας βρει αλλού ελεύθερη θέση, παρακολουθούσαν καθισμένα καταγής κάπου στο ύψος της τρίτης σειράς, ακουμπώντας την πλάτη τους στο ξύλινο δοκάρι.
«Μηδέν-μηδέν!» με πρόλαβε ο «μικρός» καθώς τους πλησίαζα μ’ ένα θεαματικό μακροβούτι που μ’ έβγαλε ακριβώς από πίσω τους. Κατεύθυνα το βλέμμα προς την οθόνη έχοντας ξεχάσει εντελώς την οργή μου, ενώ ένα μεγάλο βάρος κυλούσε από πάνω μου. Το πρώτο πράγμα που διέκρινα ήταν η φάτσα του Έλληνα αρχηγού, ο οποίος προσπαθούσε να πει κάτι στον διαιτητή που είχε παραβλέψει ένα καθαρό φάουλ εναντίον του.
«Παίζει έδρα ο Γερμανός!» παρατήρησα αναγνωρίζοντας το χαρακτηριστικό σουλούπι του Μερκ. Δε χωρούσε αμφιβολία ότι είχα μπει ζεστός στον αγώνα και οι αισθήσεις μου βρίσκοταν σε τέτοια εγρήγορση, που δεν μου χρειάστηκαν παρά μερικά δευτερόλεπτα για να σταθμίσω την κατάσταση. Κατ’ αρχήν η τηλεόραση ήταν τοποθετημένη σε τέτοιο σημείο, που μόνον τα δύο πρώτα τραπέζια από κάθε σειρά είχαν καθαρό οπτικό πεδίο. Όλοι οι υπόλοιποι για να δουν κάτι έπρεπε, ή να βρίσκονται σε αέναη κίνηση ή να συμβιβαστούν με κάποιο ποσοστό του εμβαδού της εικόνας. Bασικά όταν πηγαίνω σε κάποιο δημόσιο θέαμα, έχω την απαίτηση να ’χω πλήρη και άμεση οπτική πρόσβαση στο αντικείμενό του, ειδικά όταν έχω πληρώσει την πλήρη τιμή του εισιτηρίου. Φυσικά στη συγκεκριμένη περίπτωση, μια και δεν είχα ξοδέψει ούτε δεκάρα, ήμουν αναγκασμένος να παρακολουθώ τις εξελίξεις του παιχνιδιού ανάμεσα απ’ την πλάτη και το ποτήρι της μπύρας του μπροστινού μου, που όπως αντιλαμβάνεστε δεν είχαν σταθερή θέση στον χώρο. Τσιτώνοντας το κεφάλι προς τ’ αριστερά, κατάφερα να δω τον Νικοπολίδη να τεντώνεται, χρησιμοποιώντας και το τελευταίο χιλιοστό του δεξιού του χεριού για να διώξει σε κορνερ το δυνατό διαγώνιο σουτ του Μιγκέλ απ’ την γωνία της μεγάλης περιοχής. Ανάσανα μ’ ανακούφιση συνεχίζοντας την αναγνώριση του τοπίου. Τα δυο πρώτα τραπέζια της δεξιάς πτέρυγας ήταν κατειλημμένα από δυο οικογένειες που έμοιαζαν να μην ενδιαφέρονται για τίποτ’ άλλο απ’ τον δείπνο τους. Αντίθετα η άλλη πλευρά βρισκόταν στα χέρια της νεολαίας, η οποία κοιτούσε ενεργά πίνοντας και σχολιάζοντας τα συμβάντα. Τα τελευταία έδρανα πρέπει να ήταν φίσκα κι απ’ τις αντιδράσεις του κόσμου καταλάβαινα ότι παρακολουθούσαν το παιχνίδι δίχως να ’χω σαφή εικόνα. Τους άκουγα μόνο έχοντας τη προσοχή μου στραμμένη αλλού. Είχαμε δεν είχαμε κλείσει 15 λεπτά αγώνα, όταν μετά από υπέροχο ομαδικό συνδυασμό και πάσσα του Κάτσου, ο Χαριστέας βρέθηκε τετ-α-τετ με τον Ρικάρντο. Ένοιωσα την αδρεναλίνη να πλημμυρίζει τις φλέβες μου, καθώς η συνέχεια της φάσης κρύφτηκε πισ’ από ένα πυκνό σύννεφο καπνού που βγήκε απ’ το στόμα του διπλανού μου, ενώ άδικα περίμενα για κάποιο replay. Ξαφνικά η μπάλλα έφτασε έξω απ’ την περιοχή μας στον προωθημένο Παουλέτα, που δοκίμασε από μακριά το πόδι του αναγκάζοντας τον τερματοφύλακά μας σε διπλό «μπουσούλισμα» πριν την καπακώσει.
«Από κει ας σουτάρουν όσο θέλουνε» είπα αναθαρρεύοντας με σιγουριά, «ο Αντώνης δεν τα χάβει κάτι τέτοια!»
Καθώς η ώρα περνούσε, διαπίστωσα ότι αποτελούσα πάλι μειοψηφία αφού οι ντόπιοι θεατές δεν είχαν κανένα λογο να υποστηρίζουν εμάς. Κάθε φορά πoυ η μπάλλα πλησίαζε μ’ αξιώσεις τα καρρέ μας μια απαίσια φωνή πεταγόταν από πίσω: «Portugal score!» Μ’ είχ’ εκνευρίσει σε τέτοιο βαθμό, που έτσι μου ’ρχόταν να σηκωθώ να του τρίψω τις μούρες -υπό κανονικές συνθήκες είμαι απελπιστικά ήπιος χαρακτήρας και ξέρω να διατηρώ την αυτοκυριαρχία μου, αλλά μια κλεφτή ματιά στη υπερέχουσα σωματική του διάπλαση μ’ έπεισε να κάτσω στ’ αβγά μου. Στο πρόσωπό του αναγνώρισα τον τραμπουκοειδή τύπο απ’ την τριάδα που έμενε λίγο παρά κάτω από μας, πλαισιωμένο απ’ τους δυο κολλητούς του. Ο ένας φορούσε ένα μεξικάνικο σομμπρέρο, ο άλλος ένα ζευγάρι γυαλιά, ενώ κι οι τρεις τους κρατούσαν στο χέρι ένα μπουκάλι μπύρας. Δεν είχα προφτάσει να ηρεμήσω απ’ την ταραχή μου κι έγινα πάλι μπαρούτι. Την ώρα που βλέπαμε για πολλοστή φορά σ’ αργό γύρισμα μια απευθείας προσπάθεια του Μανίς να καταλήγει μόλις άουτ, μια κάμερα έπιασε στις θέσεις των επισήμων τον Πρωθυπουργό των γηπεδούχων να φέρνει τα χέρια στους κροτάφους, προς μεγάλη απογοήτευση της κυρίας που καθόταν στο πλευρό του. Το πλάνο διήρκεσε αρκετά, έτσι δεν μου διέφυγε η δυσφορία στο πρόσωπο ενός γκριζομάλλη μια θέση πιο πάνω. Ήταν ο Υπουργός Εσωτερικών της Γερμανίας που εκδήλωνε ανοιχτά τη συμπάθειά του για τους οικοδεσπότες του. Πήρ’ ανάποδες.
«Τι δουλειά έχεις εσύ ρε καιροσκόπε;» γρύλισα. «Με ποιο δικαίωμα παίρνεις το μέρος τους; Επειδή σου κάνανε τα έξοδα για να ποζάρεις στην βιτρίνα;» Φαίνεται τους έκαιγε ότι εκείνοι την είχαν κάνει απ’ τον πρώτο γύρο ενώ εμείς ήμασταν ακόμα εκεί. Απ’ τη μια ήθελαν να μας φάνε τον Όττο και να τον παρουσιάσουν πίσω ως σωτήρα κι απ’ την άλλη δεν έβλεπαν με καλό μάτι ότι μπορεί και να το σήκωνε.
«Υποκριτές!» είπα δυνατά, όμως η φωνή μου πνίγηκε μεσα στο γενική βαβούρα που επικρατούσε. Να, σε κάτι τέτοιες στιγμές είναι που με πιάνει το ελληνικό μου και γίνομαι Τούρκος -αναζητώντας προφανώς τις ρίζες μου. Ήμουν έτοιμος να εκραγώ όταν βλέποντας ένα προσφιλές ξυρισμένο κεφάλι με το νούμερο 8 στην άσπρη φανέλλα να στήνει τη μπάλλα για να χτυπήσει ένα φάουλ, μπήκα σ’ άλλο κανάλι. Καθώς ο Ρικάρντο μάζευε τ’ ασημένιο «κουφετάκι» πάνω απ’ τη λευκή διώροφη «τούρτα» που είχε υψωθεί στον δρόμο του, λύθηκε η απορία μου για το ποιος ήταν ο αντικαταστάτης του τιμωρημένου Γιώργη...
Είχαμε περάσει το πρώτο ημίωρο του τελικού κι οι γηπεδούχοι, που δεν είχαν να επιδείξουν καμιά ιδιαίτερη ευκαιρία εκτος από τρία μακρινά σουτ, κέρδισαν φάουλ σε πλεονεκτική θέση μέσα δεξιά. Ο εκτελεστής του Φίγκο, έστειλε πρώτα τη μπάλλα να περάσει πάνω από συμπαίχτες κι αντιπάλους και να βγει πλάγιο άουτ απ’ την άλλη πλευρά, κι ύστερά βγήκε ο ίδιος φανερά εκνευρισμένος για ν’ αλλάξει παπούτσια, λες κι αυτά να ’ταν η αιτία που είχε δυσκολίες με την επιβολή της θελησής του πάνω στη δίστροπη θεά. Καθώς η ώρα της ανάπαυλας πλησίαζε όλο και περισσότερο, η ομάδα μας έδειχνε ένα σθένος και μια αυτοπεποίθηση που μ’ άφηναν κατάπληκτο. Σ’ ένα γύρισμα της μπάλλας προς τα πίσω είδα τον Παουλέτα να πέφτει με φόρα για ν’ ανακόψει τον επελαύνοντα Δέλλα. Ενστικτωδώς έσφιξα τα δόντια και μισόκλεισα τα μάτια για ν’ αποφύγω τον πόνο απ’ το γκρέμισμα του κολοσσού μας. Εκείνος ατάραχος, με μια άνετη κοφτή ντρίμπλα, «άδειασε» τον αντιπαλό του και «γέμισε» μ’ άψογο στυλ απ’ το ύψος σχεδόν της μεσαίας γραμμής. Στην πορεία της μπάλλας πετάχτηκε ο Γιαννακόπουλος, που επιχείρησε να πιάσει τον Πορτογάλο πορτέρο εκτός εστίας αστοχώντας όμως απελπιστικά από απόσταση 20 μέτρων με το κεφάλι!
«’Αντε ντε, παίχτε λίγο το τόπι σας όπως το ξέρετε!» φώναξα ενθουσιασμένος απ’ την αισθητή άνοδο του παιχνιδιού μας. Νόμιζα ότι έβλεπα σ’ επαναλήψη την προηγούμενη φαση, όμως ο Στέλιος πρόλαβε την μπάλλα πριν βγεί έξω τροφοδοτώντας αυτή τη φορά τον Κωστή, που μαρκαρισμένος δεν την βρήκε όπως θα ’θελε. Και πάλι ο Βρύζας σε θέση αριστερού εξτρέμ πέρασε όμορφα για... Δε μπόρεσα να δω γιατί το ποτήρι του μπροστινού μου αιωρήθηκε ακριβώς στην πιο κρίσιμη στιγμή μπροστά απ’ την οθόνη. Γέρνοντας λίγο τον λαιμό μόλις πρόφτασα το καθαρό κι αποτελεσματικό τάκλινγκ του Καψή στον αντίπαλο σέντερ φορ, που βλέποντάς τον να ξανασηκώνεται για να φύγει στην αντεπίθεση, πιάστηκε απ’ τον ώμο του χρησιμοποιώντας το σαν χειρολαβή. Δευτερόλεπτα αργότερα έβλεπε τον συμπατριώτη του Μιγκέλ, με τον οποίον έιχε τρακάρει κατά λάθος λίγα λεπτά πριν, να παραχωρεί τη θέση του στον Πάουλο Φερέιρα κρατώντας μ’ αγωνία το στήθος του. Το τέλος του πρώτου μέρους μας βρήκε ισόπαλους και στις κάρτες, μια κι ο Μπασινάς δεν άφησε αλλό περιθώριο στον Μερκ πιάνοντας μπροστά στα μάτια του τη μπάλλα με το χέρι. Το μυαλό μου μπήκε αμέσως σε λειτουργία ψάχνοντας για μια υγιεινότερη θέση, αφού ούτε η μέση μου αλλά ούτε και τα νεύρα μου θ’ άντεχαν στη «γυμναστική» του πρώτου ημιχρόνου. Σηκώθηκα λοιπόν και καιροφυλακτούσα σαν το κοράκι, έτοιμος να εκμεταλλευτώ τις λόγω «κατωτέρας βίας» ανακατατάξεις του διαλείμματος.
Δεν είχα ιδιαίτερη τύχη κι αναγκάστηκα να ξανακάτσω στην άβολη θέση μου μ’ όλα τα μειονεκτήματά της.
«Αν αυτή η ταλαιπωρία μας βγει σε καλό» σκέφτηκα «τότε χαλάλι!». Ο αγώνας ξανάρχισε με μια αλλαγή λόγω εσφαλμένης επαναφοράς του Πορτογάλου αρχηγού απ’ τα πλάγια, πράγμα που τον έκανε να κουνήσει δύσπιστα το κεφάλι πέρα δώθε.
«Σημαδιακό αυτό!» είπα, έχοντας πάρει θάρρος μετά απ’ την άνοδο της ομάδας μας προς το τέλος του ημιχρόνου. Γενικά το άγχος μου είχε μετατραπεί σιγά σιγά σ’ ένα είδος συγκρατημένης αισιοδοξίας, που δεν υποσχόταν πολλά αλλά μου επέτρεπε να παρακολουθώ το ματς κάπως πιο λάσκα, περιμένοντας την κατάλληλη ευκαιρία για να «ξεχειλίσει». Ο Χάρι ξέφυγε όμορφα του Νούνο Βαλέντε πριν σεντράρει βεβιασμένα για να διώξει εύκολα η άμυνα, προς απογοήτευση του Έλληνα Πρωθυπουργού και του ηλικιωμένου κυρίου με τα γυαλιά στ’ αριστερά του που πιπιλούσε αρειμανίως τον αντίχειρά του σα βρέφος. Λίγο πιο δίπλα ο Πορτογάλος όμολογός του έμοιαζε να το διασκεδάζει ακόμη λιγότερο μασώντας τα νύχια του, ενώ η σύζυγός του προσπαθούσε να γεμίσει την ανία της τινάζοντας ένα «τραπεζομάντιλο» με τα χρώματα της χώρας της. Τι τραβάνε κι αυτοι οι κακόμοιροι εξ αιτίας της μπάλλας! Εμπιστεύονται τις τύχες των κρατών τους στα κέφια 22 επιλέκτων και σα να μη φτάνει αυτό, παίζουν τη ζωή τους κορώνα γράμματα -μια και βρίσκονται σε κρίσιμη ηλικία, παρακολουθώντας τους αφ’ υψηλού δίχως να μπορούν να επέμβουν ούτε στο παραμικρό. Ενώ σκεφτόμουν πόσο δύσκολο είναι το να ’σαι πολιτικός στις μέρες μας, έσκασε μύτη η γυναίκα μου άνετη, με μια μπυρίτσα στο χέρι και μέσα σε χρόνο μηδέν χωρίς να πάρω είδηση πως, βρέθηκε στρογγυλοκαθισμένη στη τρίτη σειρά σε απόσταση αναπνοής απ’ το τσούρμο μας. Φαίνεται ότι το ξαφνικό ενδιαφέρον μου για την πολιτική μου είχε στερήσει την ευκαιρία ν’ αντιληφθώ τι γινόταν πίσω απ’ τις πλάτες μου. Ξαφνικά βλέποντας το Ντέκο να μπαίνει στην περιοχή μας από γκέλα του Δέλλα, η καρδιά μου φτερούγισε για ένα δευτερόλεπτο, όσο κι ο Βραζιλιάνος, συγγνώμη Πορτογάλος χαφ, πριν προσγειωθεί με μια μεγαλειώδη βουτιά δυο μέτρα μέσα.
«Ας τα σάπια» φώναξα έξω φρενών, «ο δόκτωρ δεν τα τρώει κάτι τέτοια. Ακούς εκεί να πουλάνε μαγκιά κι οι εισαγωγής!». Ο κεντρικός οπιστοφύλακάς μας καθάρισε την φάση αφήνοντας την γεμάτη απορία φάτσα του Νοτιοαμερικάνου κατεργάρη ν’ αναζητάει μάταια κάποιο πέναλτυ. Χτυποκάρδι και πάλι καθώς ο Ζαγοράκης σέρβιρε στον Μανίς που ενώ ετοιμαζόταν να σουτάρει λίγο έξω απ’ το πέταλο της περιοχής, τα ’χασε βλεποντας τον Γιαννακόπουλο να του κλέβει τη δουλειά δίνοντας πίσω στον Νικοπολίδη! Η βαθιά μπαλλιά του Έλληνα τερματοφύλακα έφτασε μετά από παρεμβολή του Φύσσα στον Μπασινά που βλέποντας τον Γιούρκα να ξεκινάει, άλλαξε αμέσως πτέρυγα με μια υπέροχη μακρινή πάσσα. Ο δεξιός μας μπακ προλαβαίνοντας με ακροβατικό τρόπο τη μπάλλα πριν βγεί πλάγια, άνοιξε «πανιά» για την «χώρα» του Ρικάρντο έχοντας για μοναδικό «σκόπελο» στην πορεία του τον Ρονάλντο. Αμαμνήσεις απ’ την πρεμιέρα ξαναγύρισαν σαν flash-back στο μυαλό μου, όπου σε μια παρόμοια φάση είχαμε κερδίσει πέναλ... Νικητής ήταν αυτή τη φορά ο Πορτογάλος με την απώλεια όμως ενός κόρνερ. Καθώς κάποιος δικός μας πήγαινε για την εκτέλεσή του, νόμισα πως είδα μια ανήσυχη γαλάζια θάλασσα ν’ αφρίζει πίσω απ’ την εστία των αντιπάλων μας αλλά ίσως πάλι να ’ταν και γέννημα της φαντασίας μου, αφού τα χρώματα του περιβάλλοντος παρεμβάλλονταν ανεξέλεγκτα σ’ εκείνα της τρεμάμενης εικόνας.
Θα πρέπει να ’ταν ο Μπασινάς, αν κρίνω απ’ τη φαρδιά χωρίστρα του, αυτός που έστειλε μια καλοτραβηγμένη τραβέρσα ίσα την καρδιά της πορτογαλικής άμυνας. Την επόμενη στιγμή είδα τη μπάλλα να προσκρούει στην κορυφή της ερυθρόλευκης ανθρώπινης πυραμίδας που είχε σηκωθεί ξαφνικά μπροστά απ’ το τέρμα και να σπινάρει νευρικά στο βάθος του διχτυού, καθώς στην εξέδρα ξέσπαγε «φουσκοθαλασσιά». Ένοιωσα μέσα μου κάτι αυθόρμητο να ζητάει οπωσδήποτε διέξοδο προς τα έξω, καθώς η οθόνη είχε γεμίσει από ένα κοπάδι με πεινασμένους «πολικούς λύκους» που έτρεχαν σαν τρελλοί πίσω από έναν ολόλευκό Άγγελο. Η συναισθηματική μου επανάσταση δεν διήρκεσε παρα μόνο μερικά δέκατα του δευτερολέπτου, προτού το ρόπαλο της λογικής την καταστείλει πριν καλά καλά προφθάσει να εκδηλωθεί. Θες το παιδικό μου σύμπλεγμα που με συγκρατεί στα γκολ, θες η επιβλητική παρουσία της γυναίκας μου που μου θύμιζε το παρ’ ολίγον ολήσθημά μου με την Τσεχία, θες η έκτη αίσθηση, μια αδιόρατη δύναμη με κράτησε κολλημένο στο έδαφος θέλοντας να με προστατέψει από δυσάρεστα μπλεξίματα. Χρειάστηκαν τέσσερα replay κι η επιβεβαίωση της λεζάντας:
για να συνειδητοποιήσω αυτό που είχε συμβεί. Κρίνοντας μάλιστα απ’ το σοκαρισμένο ύφος του ψαρομάλλη κυρίου στα έδρανα των επισήμων -που θα μπορούσε να είναι ο πρόεδρος της ΕΠΟ, κατάλαβα ότι δεν ήμουν ο μόνος.
Ένα παιδικό πρόσωπο ήταν αυτή τη φορά το μήνυμα που αποκάλυψε κάτω απ’ τη φανέλλα του ο Χαριστέας, χαρίζοντας στις μελλοντικές μας ελπίδες το γκολ που μόλις είχε πετύχει και βάζοντας άλλο ένα στα δίχτυα της καρδιάς μου. Και μια περί παιδιών ο λόγος, τα δικά μου, πλήρως μεταμελημένα και μη έχοντας τους ενδοιασμούς του πατέρα τους, ήταν τα μόνα που εκδήλωσαν απερίφραστα τη χαρά τους, καθώς η μάνα τους σήκωνε το ποτήρι της σ’ ένδειξη χαιρετισμού προς το μέρος μου. Το γεγονός έγινε αντιληπτό απ’ την τριάδα των hooligan από πίσω, που ενοχλημένοι άρχισαν αμέσως ν’ αντιδρούν με μια σειρά από προκλητικές αντιδράσεις, ενώ τα «Portugal score» έγιναν αφόρητα. Αν δεν ήξερα πολύ καλά ότι τα παλληκάρια είχα αδειάσει απ’ το πρωί κάμποσα κιβώτια μπύρες, θα είχα σηκωθεί να τους πω καθαρά τη γνώμη μου γι’ αυτούς, αλλά έκανα μια προσπάθεια να συγκρατηθώ, αφού μια νέα περιπλοκή του σκηνικού μ’ ανάγκασε τελικά να «μετοικήσω» οριστικά. Κάποιος άσχετος που ’χε έρθει στο μπαρ για να ξαναγεμίσει τα πέντε κενά ποτήρια του, στήθηκε ανύποπτα ούτε λίγο ούτε πολύ φάτσα μπαστούνι μπροστά στην τηλεόραση και σα να μην έφτανε αυτό, έπιασε ατέλειωτη κουβέντα με την ξανθιά. Με πολύ φαντασία κατάφερα να «μαντέψω» μια ευκαιρία του Κάτσου, μια δύσκολη απόκρουση του Νικοπολίδη σε σουτ του Ρονάλντο κι ένα φάουλ του Ντέκο στον ουρανό του πλεκτού μας, ευτυχώς απ’ την έξω πλευρά, με τον γκολκήπερ μας να παραμέμει εκνευριστικά αμέτοχος.
«Αντωνάκη, καλά εμας δε μας σκέφτεσαι, σκέψου τουλάχιστον τα παιδάκια μας. Δεν είναι κρίμα να μείνουν ορφανά τα καημένα;» του τα ’ψαλα πιάνοντας μ’ αγωνία το στήθος μου. Όρθιος σε θέση έξω δεξιά είδα με κομμένη την ανάσα τον νεοεισελθόντα Ρούι Κόστα να κάνει άνω κάτω την αριστερή αμυντική μας πτέρυγα πριν παραδώσει μια φαρμακερή ασσίστ που έφυγε ευτυχώς χωρίς αποδέκτη. Καθώς ξελάφρωνα ξεφυσώντας, ο διευθυντής εικόνας ξανάδειχνε αναδρομικά το ελληνικό τέρμα τη συνοδεία μιας καλοσυγχρονισμένης φιγούρας aerobic απ’ το πρωθυπουργικό μας ζεύγος. Πίσω στο live πάλι. Μετά από μια σειρά λαθών στα καρρέ μας, ο Νικοπολίδης με μια ιπποτικότατη βαθιά υπόκλιση πρόσφερε την θαλπωρή της τρυφερής αγκάλης του στην «κατατρεγμένη κυρά» που ζητούσε κατατρομοκρατημένη στέγη απ’ την οργή του King Luis, ο οποίος την είχε κλωτσήσει βάναυσα από μπροστά του. Αλλαγή τοπίου και καθώς ο Ζαγοράκης ετοιμαζόταν να σεντράρει απ’ τα δεξιά, είδε τον ορίζοντα προστά του να βάφεται κόκκινος απ’ τα σωματά δυο «μπράβων» που του έκλειναν τον δρόμο. Εκεί θαύμασα την ιδιοφυΐα του Έλληνα «καπετάνιου» που μ’ ένα μαγαλειώδες «φτιάρισαμα» σέρβιρε τη μπάλλα πάνω απ’ τα κεφάλια των έκπληκτων Πορτογάλων στον Κατσουράνη, η πάσσα του οποίου αντίκρισε άδοξα την πλάτη του Βρύζα.
«Ατέλειωτε Τέο, άπαιχτος είσαι!» τον επαίνεσα με δέος κι ένοιωσα την καμπύλη του ηθικού μου να δείχνει πάλι προς τα πάνω.
Στο μεταξύ λόγω μετακινήσεων πληθυσμών στις «κερκίδες» της παράγκας δημιουργήθηκαν κάποια κενά που έσπευσα να συμπληρώσω χωρίς καθυστέρηση Την ίδια ώρα οι τρεις ταραξίες προωθήθηκαν σε θέση «πρώτο τραπέζι πίστα», πράγμα που αύξησε τους μπελάδες μου. Έτσι εκτός απ’ τους Πορτογάλους που στένευαν όλο και πιο πολύ τον κλοιό τους, είχα ν’ αντιμετωπίσω και την εχθρική συμπεριφορά των Τσέχων, την ώρα που μια συνεχής βροχή από κόρνερ και σέντρες βρήκε τον μάστορά της στις ψυχραιμες επεμβάσεις του Νικοπολίδη.
«Πάμε παιδιά γερά, ένα τεταρτάκι ακόμη!» παρότρυνα προσπαθώντας να ηρεμήσω λιγάκι, ενώ τα πόδια μου χόρευαν ροκ κάτ’ απ’ το τραπέζι. Έξαφνα μια γρήγορη μπαλλιά, ένα ξεπέταγμα κι ένας «κόκκινος διάβολος» κεντρίζοντας τ’ ασημένιο τόπι με τη μύτη του χρυσού παπουτσιού του βρέθηκε σόλο μπροστά στην εστία μας έτοιμος να την εκπορθήσει. Πριν προλάβω ν’ αντιληφθώ πως είχε γίνει, είδα την σφαίρα να χάνεται στα ύψη αφήνοντας δυο πτώματα στο χόρτο και παρά λιγό ένα τρίτο στο πάγκο που καθόμουν. Βλέποντας τον ξαπλωμένο Κριστιάνο να ξεσπάει στα σκουλαρίκια του, κατάλαβα επιτέλους γιατί οι κανονισμοί τους υποχρεώνουν να τα καλύπτουν με τσιρότα κατά την διάρκεια του αγώνα. Ένα λεπτό αργότερα ο Όττο ζητώντας ανακωχή έριξε στη μάχη ένα ξεκούραστο Στέλιο (Βενετίδη) στη θέση ενός καταπονημένου (Γιαννακόπουλου), ανακόπτοντας έτσι για λίγο το τέμπο των Πορτογάλων που βιάστηκαν να συνεχίσουν τον «βομβαρδισμό» της εστίας μας. Ο Δέλλας πρόλαβε στο τσακ να μπλοκάρει σε κόρνερ το σουτ του 19χρονου αντιπάλου του που βρέθηκε εντός περιοχής σε τρύπα του Ρούι Κόστα. Και νέα αλλαγή. Ο Βρύζας βγήκε μ’ αργές κινήσεις. Και νέα εισπνοή απ’ τη μπουκάλα με τ’ οξυγόνο. Ο Παπαδόπουλος μπήκε τρέχοντας. Και νέα έξοχη απόκρουση του Νικό στην «κανονιά» του Ρικάρντο Καρβάλιο παρά την περιορισμένη του ορατότητα.
«Αφού έπιασε κι αυτό ο Αντώναρος, δεν νομίζω να φαει γκολ σήμερα!» σιγοψιθύρισα με θαυμασμό κι έπαρση. Το αργότερο μετά από ’κείνη του την ενέργεια ήταν για μένα πλήρως αποκαταστημένος στην συνείδησή μου και δε μου ’μενε παρά να του ζητήσω δημοσίως συγγνώμη για τα όσα κατά καιρούς του είχα σούρει. Ήταν ένας πραγματικός ήρωας που μ’ έκανε να νοιώθω περήφανος, αφού κρατούσε μόνος του το τέρμα μας αμόλυντο απ’ το πορτογαλικό μένος. Όσο για τις δυο τρεις σεντρούλες που του ’χαν ξεφύγει κατά τη διάρκεια του τουρνουά, τις είχα κιόλας ξεχ... Δεν πρόλαβα να ολοκληρώσω το εγκώμιο μου για τον Μεγάλο Αντώνιο γιατί είδα με φρίκη τον τύπο με το σομπρέρο να έχει στηθεί μπροστά στην οθόνη φωνάζοντας:
«Deutschland, Scheißland! -κωλοχώρα» χειρονομώντας ανεξέλεγκτα. Προφανώς στην κατάστασή που βρισκόταν δεν ήξερε τι του ’φταιγε και ζητούσε κάποιο για να ξεσπάσει. Δεν άντεξα την γελοία παράσταση και σηκώθηκα να τον βάλω στην θέση του, που τελικά εκφράστηκε υπό μορφή παράκλησης να κάτσει και να μας αφήσει να δούμε το ματς με την ησυχία μας, δίχως δυστυχώς να γίνω αντιληπτός. Η σύγκρουση έμοιαζε αναπόφευκτη και θα είχε λάβει χώραν, αν έξι λεπτά πριν τη λήξη του αγώνα ένα τυχαίο γεγονός δεν αποσπούσε την προσοχή μας. Τελείως αναπάντεχα η εστία μας παραβιάστηκε και μάλιστα με την πλήρη συγκατάθεση του προ ολίγου εις ήρωαν αναχθέντα Νικοπολίδη. Ένας παραστρατημένος φίλαθλος ξεγλύστρησε με ζηλευτή δεξιοτεχνία ανάμεσα από παίχτες, αστυνομικούς και φρουρούς ασφαλείας του γηπέδου, πέταξε μια σημαία της Μπαρσελώνα στο Φίγκο και πιάστηκε οικειοθελώς με φόρα στη «φάκα» των διχτυών μας, πριν καταπλακωθεί από μια «κίτρινη» ανθρώπινη χιονοστιβάδα. Αυτή η απρόβλεπτή, ειρηνική εκδήλωση διαμαρτυρίας ενός φανατικού Καταλανού, είχε σώσει όχι μόνο την ελληνοτσεχικές σχέσεις από βέβαιο διπλωματικό επεισόδιο, αλλά και την κουρασμένη ομάδα μας απ’ τον «κύλινδρο» του πορτογαλικού «οδοστρωτήρα» που ήταν έτοιμος να μας ισοπεδώσει.
Καθώς το χρονόμετρο σημάδευε το προτελευταίο λεπτό του αγώνα, η σύγχυση της ελληνικής άμυνας συναγωνιζόταν εκείνη του μυαλού μου που μάταια πάσχιζε ν’ αυτοσυγκεντρωθεί μήπως και καταφέρει να σπρώξει τον λεπτοδείκτη για να κινηθεί γρηγορότερα.
«Θα ’ταν αδικία» ψέλλισα τη στιγμή που ο Φίγκο στριφογυρίζοντας στην περιοχή μας σε μιαν ύστατη προσπάθεια να δώσει στο λαό το φιλί της ζωής, πλάσαρε υπό την επιτήρηση του Φύσσα στη δεξιά γωνία του γκολκήπερ μας. Ενστικτωδώς άπλωσα το πόδι μου για να προλάβω το κακό, κι ύποθέτω ότι την ίδια ιδέα είχε κι ο παίχτης μας, αφού είδα την μπάλλα να γλείφει το κάθετο δοκάρι πριν καταλήξει κόρνερ. Στην συνέχεια ένα σώμα ρίχτηκε μ’ αυτοθυσία πάνω στο σουτ του Ντέκο ανοίγοντας το δρόμο γι’ αντεπίθεση, που δεν έγινε ποτέ.
«Παιδιά έλεος, όχι τέτοια λάθη εδώ που φτάσαμε!» ικέτευσα δυνατά με την ελπίδα να εισακουστώ απ’ τη θεά τύχη. 90ο λεπτό κι η δυνατή κεφαλια του Ζόρζε Ανντράντε «ανελήφθη εις τους ουρανούς».
«Ουφφφφ, πάει κι αυτό!» τραύλισαν τα χείλη μου λες κι είχα πάρκινσον στο τελευταίο σταδιο, την ώρα που ο τέταρτος έδειχνε πέντε λεπτά επί πλέον για τις καθυστερήσεις. Ό νους μου πήγε στον εισβολέα που μπορεί να τελικά να σήμαινε την καταδίκη μας... Αυτό όμως που μ’ ανησυχούσε περισσότερο δεν ήταν τόσο η φυσική, όσο η πνευματική κατάσταση των Ελλήνων παιχτών που ήταν ικανοί ν’ αρπάξουν δυο μπαλλάκια στο άψε-σβήσε αφήνοντας τη νίκη να τους ξεφύγει μες απ’ τα χέρια και φυσικά την αφεντιά μου στα κρύα του λουτρού. Τα τρία πρώτα λέπτα του έξτρα χρόνου είχαν φοβερή αγωνία για το αν ο Δέλλας θα πετύχαινε επιτέλους το αριστερό σημαιάκι του κόρνερ των Πορτογάλων που είχε προφανώς βάλει στο σημάδι. Οι τελευταίοι για να τον βοηθήσουν στο δύσκολο έργο του, έκαναν συνεχώς επιθετικά φάουλ, ενώ ο πορτέρο τους άδικα προσπαθούσε με τα μακρινά του βολέ να παραβιάσει αυτός την εστία μας. Βρισκόμουν σε κατάσταση υπερδιέγερσης σαν ωρολογιακή βόμβα που είναι έτοιμη να εκραγεί απο στιγμή σε στιγμή. Αποφάσισα να συνοδέψω το ρολόι μετρώντας φωναχτά τα υπολοιπόμενα 120 δευτερόλεπτα, κάνοντας παράλληλα βαθιά καθίσματα σε μια προσπάθεια υλοποίησης του: «ή του ύψους ή του βάθους!».
«...3! 4! 5!....» ο φακός στον πεσμένο στο χορτάρι Ζαγοράκη που είχε κερδισει φάουλ απ’ τον Νούνο Βαλέντε και πολύτιμο χρόνο για την Ελλάδα.
«...18! 19!...» ο Σκολάρι εν πλήρει αμηχανία, το προπονητικό μας δίδυμο εν πλήρει δράσει, ο εξ υποθέσεως πρόεδρος της ΕΠΟ εν πλήρει αγωνία.
«...32! 33!...» νεα πτώση του Θοδωρή, πλάγιο για τους αντιπάλους μας αυτή τη φορά, βαθιά σέντρα και φάουλ του Νούνο Γκόμες στον Καψή.
«...65! 66!...» το αργό μάζεμα της μπάλλας απ’ το Νικοπολίδη, το άδειο βλέμμα του Πορτογάλου Πρωθυπουργού με το μυαλό μάλλον στις Βρυξέλλες, η κενή θέση της συζύγου του.
«...82! 83! 84!...» εκτέλεση απ’ τον Δέλλα, απόκρουση με το κεφάλι στα πόδια του Ζαγοράκη κι απευθείας σουτ ψηλά στη εξέδρα.
«...90! Μισό λεπτό ακόμη...» σκέφτηκα συνεχίζοντας το μέτρημα με τα δάχτυλα, ενώ το μάτι μου πήρε τον Ρικάρντο να χτυπάει βιαστικά το ελεύθερο.
«...95! 96!...» είδα δυο δικούς μας στο κέντρο να πέφτουν στα γόνατα μ’ υψωμένα τα χέρια.
«Είμαστε Πρωταθλητές Ευρώπης» κατάφερα ν’ αρθρώσω με κόπο την στιγμή που η οθόνη έδειχνε ένα ψαρό κεφάλι χωμένο σ’ ένα ζευγάρι λευκά γάντια ν’ ασπάζεται το γκαζόν, τους Τοπαλίδη-Ρέεχαγκελ σκαρφαλωμένους στο λαιμό τον Δέλλα και τον μοιραίο παίχτη του τελικού -όπως άλλωστε και της πρεμιέρας, να κλαίει σα μωρό παιδί εκφράζοντας στο συντετριμμένο του πρόσωπο όλο το δράμα ενός λαού...
«Νωρίς σφύριξε!» με ειδοποιούσε από πάνω ο «υπολογιστής» μου καθώς είχα ήδη προσδεθεί για την απογείωση. Μ’ ένα σάλτο βρέθηκα έξω απ’ την παράγκα και με τις γροθιές στον αέρα και τα μάτια κλειστά, έβγαλα από μέσα μου το κοχλάζον ποτάμι που μου ’καιγε εδώ και δυο ώρες τα σωθικά και ζητούσε διέξοδο απ’ την ώρα του γκολ. Σήκωσα το κεφάλι στον θολό ουρανό απολαμβάνοντας το απερίγραπτο αίσθημα του νικητή, ενώ το πρόσωπό μου δεχόταν μ’ ευχαρίστηση τη δροσιά απ’ τις ψιχάλες που είχαν αρχίσει να πέφτουν σποραδικά. Για δυο ολόκληρα λεπτά ένοιωσα ένα παράξενο αίσθημα ευφορίας να μ’ έχει κατακυριέψει και κατάλαβα πως ήμουν χαμένος στον μαγεμένο κόσμο της ευτυχίας. «Πρωταθλητές Ευρώπης!» επανέλαβα σφίγγοντας με δύναμη τις γροθιές, πριν ενωθώ ξανά με τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας και χτυπήσουμε θριαμβευτικά τις παλάμες.
Το πρώτο που έκανα ως άρτι στεφθείς Πρωταθλητής Ευρώπης ήταν να παραγγείλω μια μεγάλη μπύρα για να γιορτάσω το γεγονός. Κατόπιν κάθισα αναπαυτικά στον παγκο για ν’ απολαύσω με την ησυχία μου την πανδαισία των εικόνων και των συναισθημάτων που με «περιέλουζαν» μες απ’ την τηλεόραση. Ο άνρθωπος της ΕΠΟ συνέχισε να φέρνει πανικόβλητος τα χέρια στο πρόσωπο μη μπορώντας ακόμη να το πιστέψει. Ο Παουλέτα κρυμμένος κάτω απ’ το πράσινο γιλέκο των αναπληρωματικών είχε προφανώς το ίδιο πρόβλημα. Ο Ζαγοράκης τυλιγμένος με μια γαλανόλευκη έκοβε βόλτες μη γνωρίζοντας ίσως πως είχε μόλις εκλεγεί, όπως μας πληροφορούσε η λεζάντα, ως ο καλύτερος παίκτης του αγώνα. Ο Ρούι Κόστα ξαπλωμένος στο γρασίδι με την απογοήτευση να στάζει απ’ το πιγούνι του μονολογούσε βυθισμένος στον κόσμο του. Όλο το γήπεδο έμοιαζε με μια πελώρια αγκαλιά που έσφιγγε μέσα της όποιον έβρισκε μπροστά της. Στις κερκίδες νικήτες κι ηττημένοι χειροκροτούσαν όρθιοι από κοινού το πολύχρωμο κουβάρι που συνέθετε το σκηνικό της απονομής, την ώρα που το σχετικό βάθρο έκανε ως δια μαγείας την εμφάνισή του. Η θλιμμένη έκφραση του υπέρβαρου Εουσέμπιο συνόδεψε μελαγχολικά το Κύπελλο στην έδρα της απονομής, στολισμένο με δυο γαλανόλευκες κορδέλλες. Η μεγάλη στιγμή είχε σημάνει. Και η πιο τραγική συνάμα, αφού βλέποντας τους Πορτογάλους ποδοσφαιριστές να παραλαμβάνουν με σκυμμένο κεφάλι τα μετάλλιά τους απ’ τον Πρόεδρο της UEFA, και τον άλλο με τα γυαλιά, ρίχνοντας κρυφές ματιές στο κύπελλο, πραγματικά τους λυπήθηκα. Κοίταξα με πολύ συμπάθεια το περίλυπο ύφος του Εουσέμπιο που φαινόταν να το ’χει πάρει τόσο κατάκαρδα, λες κι είχε παίξει κι είχε χάσει ο ίδιος! Καθώς έπινα αργά αργά τη μπύρα μου, ρουφούσα γουλιά-γουλιά το φιλμ που ξετυλιγόταν μπροστά μου. Ο «χαμένος» Φελίππε βρήκε παρηγοριά στη μεγαλόψυχη αγκαλιά τού Όττο, που έχοντάς τα εξίσου χαμένα κάτι του σιγοψιθύρισε στ’ αφτί -αναρωτιέμαι σε ποια γλώσσα. Κάτω απ’ τις επευφημίες των Ελλήνων φιλάθλων ένας ένας οι παίχτες μας τσιμπούσαν το μεταλλιάκι κι ανέβαιναν στην πίστα του χορού. Στο τέλος της ουράς έμεινε ο αρχηγός που όπως και καθ’ όλη τη διαρκεια του Euro είχε αναλάβει τις βαριές δουλειές. Διώχνοντας και το τελευταίο μέλος της αποστολής, παρέλαβε τον χρυσό μενταγιόν και πλησίασε το τραπέζι με το πολυτιμο έπαθλο. Ο κόσμος παραληρούσε ζητώντας του να το σηκώσει το ρημάδι, γιατί δεν άντεχ’ άλλο. Και φυσικά εκείνος δεν του χάλασε το το χατήρι. Αφού πρώτα του ’δωσε ένα ρουφηχτό φιλί, μ’ ένα απότομο τίναγμα, που θα το ζήλευε κι ο Πύρρος Δήμας, ύψωσε τα 8 κιλά ασήμι (+2 της βάσης) του «Ανρί Ντελωναί» σαν να ’ταν από βαμβάκι. Βλέποντας κύπελλο και παίχτες να πνίγονται σε μια έγχρωμη «λάβα» από κομφετί που έβγαινε από τρεις «κρατήρες» πίσω απ’ το βάθρο, σήκωσα κι εγώ το δικό μου κύπελλο και χαιρετώντας ήπια στην υγειά της Εθνικής. Στις κερκίδες η σύζυγος(;) του φίλου μας της ΕΠΟ(;) φαινόταν να ξέρει πολύ καλά τι της γίνεται, αντίθετα προς τον άντρα της(;). Πάντα πίστευα πως οι γυναίκες αντιμετωπίζουν τα γεγονότα πιο ψύχραιμα, ιδίως όταν πρόκειται για καθαρά αντρικές υποθέσεις. Ακόμη κι ο δύσκολος Πλατινί έσκασε ένα χαμογελάκι την ώρα που οι «ήρωες» έκαναν το γύρο του θριάμβου, αποθεωνόμενοι απ’ την γαλανόλευκη λαοθάλασσα που περίμενε για να τους πνίξει. Η φιέστα στο γήπεδο έκλεισε μ’ ένα τρελλό καλαματιανό, που εδώ που τα λέμε μπορεί να ’ταν και τσάμικος, μια κι από χορό είμαι άσχετος, στο κύκλο της σέντρας με το κύπελλο ακριβώς στη μέση, ενώ από πάνω ο ουρανός βαφόταν πράσινος με κόκκινες ανταύγες. Όσο κι αν προσπάθησα να τ’ αποφύγω, δυο μικρά ρυάκια άρχισαν να κυλούν στα μάγουλά μου.
«Ναι ρε, τι κοροϊδεύετε! Άνθρωπος είμαι κι εγώ, συγκινήθηκα. Ή μήπως το σηκώνουμε κάθε μέρα;»
Καθώς τα παιδιά ετοιμάζονταν για ύπνο κι η γυναίκα μου γύρευε θαλπωρή στη νυχτερινή της ανάγνωση, έδεσα τα χέρια με καμάρι πίσω απ’ την πλάτη και με το στήθος φουσκωμένο σα body builder έκανα ένα μικρό περίπατο για να τινάξω από πάνω μου ένα μέρος απ’ την πίεση εκείνης της συγκλονιστικής και λιαν εξουθενωτικής ημέρας. Ξαφνικά ανάμεσα από εικόνες θριάμβου και πολύχρωμα πυροτεχνήματα αισθάνθηκα την ανάγκη γι’ άμεση επικοινωνία επιταχύνοντας παράλληλα το βήμα. Έπρεπε να μιλήσω οπωσδήποτε με τον Klaus ας στοίχιζε όσο ήθελε. Είχα σχεδόν επιστρέψει στο τσαντήρι μας με το μυαλό μου να δουλεύει πυρετωδώς για να βρει λύση, όταν μου ’ρθε η ιδέα ότι θα μπορούσα να χρησιμοποιήσω το κινητό της γυναίκας μου. Για πρώτη φορά εκτιμούσα την κατοχή ενός φορητού τηλεφώνου, παραδεχόμενος την αναγκαιότητά του.
«Αν μου επέτρεπε να τον...» πράλαβα να σκεφτώ πριν μαρμαρώσω στον ήχο μιας γνώριμης φωνής από πίσω μου:
«Δε θες να πάρεις τηλέφωνο τον Klaus;» Ήταν η γυναίκα μου που με μια και μόνον ερώτηση μ’ είχε κάνει να την ζηλέψω. Ειλικρινά, κάτι φορές έχω την εντύπωση πως εκέινη έχει μια πολύ πιο ολοκληρωμένη εικόνα για μένα, απ’ ότι εγώ για κείνη! Σχημάτισα τον αριθμό και κόλλησα τη μικροσκοπική συσκευή στ’ αφτί μου για ν’ ακούω καλύτερα. Το σήκωσε στο τέταρτο τουτ.
«Σηκωσέ το ντε, το... μ’ ακούς; Πού το σηκώσαμε;» ήταν η πρώτη μου ερώτηση. Η φωνή του χαμηλή αλλά πεντακάθαρη:
«Στο σπίτι του πεθερού μου. Περιμέναμε να το σηκώσουμε και φύγαμε. Είμαστε στο δρόμο για την κλινική. Εγώ βέβαια το κατάλαβα από νωρίς ότι θα το παίρναμε.» απάντησε σ’ ένα τόνο που πρόδιδε ότι αν του έκαναν αλκοτέστ την είχε βάψει. Ευτυχώς που δεν είχε πει ότι το ’ξερε απ’ την αρχή σαν τον ξαδερφό του, αλλιώς θα πάθαινα το έμφραγμα που είχα γλιτώσει στην φάση του 90΄. Μου φαίνεται πως τελικά, όλος ο κόσμος το ’χε τύμπανο κι εγώ ούτε χαμπάρι!
«Και πολύ γκολ ο Χάρις, παλληκαρίσιο!» πρόσθεσα μην ξέροντας τι να πω απ’ τη συγκίνηση.
«Στον Άρη δεν έπαιζε; Εε, τι τα θες, εμείς οι βόρειοι δουλεύουμε για να τα σηκώνετε εσείς εκεί κάτω. Μπορεί να μη σταυρώνουμε πρωτάθλημα στην Ελλάδα, αλλά βγάζουμε Πρωταθλητές Ευρώπης! Άντε τα λέμε, για να μη ξοδεύεσαι κι εσύ.» Τα τελευταία του λόγια αντήχησαν αυτοκρατορικά στ’ αφτιά μου. «Πρωταθλητές Ευρώπης.» Να ’ταν αλήθεια άραγε; Ένα ένα τα φώτα έσβησαν. Προτού την πάω να την πέσω κι εγώ κάθισα σ’ ένα παγκάκι και γέμισα το πνευμόνια μου με το δροσερό αεράκι που τσίμπαγε αισθητά.
«Μέρα ελληνική!» αναπόλησα ξαναγυρίζοντας νοερά στην Λισσαβώνα. Ξαφνικά θυμήθηκα κάτι που μ’ έκανε να χαμογελάσω. Σ’ ένα απ’ τα πλάνα είχα δει τον Μερκ να μου κλείνει το μάτι σα να μου λέγε:
«Πάλι καθαρή τη βγάλατε φιλαράκο, αλλά μπράβο σας. Τ’ αξίζατε!»
«Κι εσείς!» αποκρίθηκα έχοντας συγκεντρώσει αρκετά στοιχεία για την υποστήριξη της νέας μου θεωρίας περί «γερμανικού δακτύλου». «Ένας ο Όττο, δύο ο Μάρκος, για να μη βάλω τους Τοπαλίδη-Χαριστέα και φυσικά την πάρτη μου» μού πέρασε απ’ το μυαλό.
«Αλτ, και κατι ακόμη!» πετάχτηκε από μέσα η «στατιστική υπηρεσία» του εγκεφάλου μου. «4 Ιουλίου. Σαν σήμερα πριν ακριβώς από μισό αιώνα, η Γερμανία έκανε το θαύμα της Βέρνης νικώντας την Ουγγαρία με 3-2, που για πολλούς σήμαινε το έναυσμα της αναγέννησης της χώρας και στη συνέχεια το πέρασμα σ’ ένα δεύτερο θαύμα, το βιομηχανικό.» Μοιάζει τελικά με θάυμα πως ακόμη και τα θαύματα διαλέγουν σχολαστικά τις ημερομηνίες που θα συντελεστούν. Χώθηκα στον ζεστό υπνοσάκο κι έκλεισα τα μάτια, ανοίγοντας ταυτόχρονα τ’ άλλα της φαντασίας. Πριν παραδώσω τον έλεγχο στις σκοτεινές διαθέσεις του ύπνου, έβγαλα προσεκτικά τον «δίσκο» του τελικού απ’ την θήκη του και τον έβαλα με προσοχή στο DVD player του μυαλού μου, σταματώντας το γρήγορο γύρισμα στο 57ο λεπτό. Είδα σε super slow motion την ασημένια μπάλλα να στροβιλίζεται πλησιάζοντας το τέρμα, καθώς στη γραμμή της μικρής περιοχής ένα σμάρι από ερυθρόλευκες φανέλες περίμενε ανυπόμονα την αφιξή της. Ξεχώρισα τη στυλάτη σιλουέττα του Χάρι που κάνοντας μια προσποίηση προς τα πίσω απογειώθηκε έχοντας πλάι του δυο «κοκκινοφρουρούς». Με τις χρυσές τάπες των παπουτσιών πιο ψηλά απ’ όλων των άλλων, λύγισε τη μέση του σε σχήμα ορθής γωνίας και σκύβοντας την κατάλληλη στιγμή, πρόλαβε το ανθρώπινο τείχος των δύο Πορτογάλων αμυντικών υποδεικνύοντας με το κεφάλι του στην Ροτέιρο το σωστό δρόμο. Από πίσω ο Ρικάρντο μπλοκαρισμένος απ’ τους συμπαίχτες του κι ο Βρύζας που πήδηξε για κάθε ενδεχόμανο, περιορίστηκαν απλώς σε ρόλο θεατή με τελείως διαφορετικά συναισθήματα. Eξακολούθησα να βλέπω τη φάση να επαναλαμβάνεται από διαφορετικές γωνίες ξανά και ξανά μέχρι που αποκοιμήθηκα.
Ξύπνησα από ένα περίεργο διπλό μπηπ προερχόμενο από το κρύο και σκληρό αντικείμενο που κρατούσα σφιχτά στην αγκαλιά μου όλη νύχτα και που αν κάποιος με ρωτούσε θα ορκιζόμουν πως ήταν το κύπελλο! Διαπίστωσα ότι ήταν το κινητό της γυναίκας μου που είχε στο καντράν του ένα SMS απ’ την αδελφή της:
Glückwunsch zur
Europameisterschaft [1]Birgit χειροπιαστή απόδειξη ότι δεν ήταν όλα ένα όνειρο και πως το προηγούμενο βράδυ το ‘χα στ’ αλήθεια σηκώσει. Κι αν όχι εγώ προσωπικά, ο Ζαγοράκης, η φυσική προέκταση της αφεντιάς μου στο γήπεδο.
«Μετά από ’να τέτοιο επίτευγμα τι άλλο θα μπορούσε να λαχταρήσει η καρδιά ενός Έλληνα φιλάθλου; Το Παγκόσμιο Κύπελλο ίσως;», ήταν το επόμενο εύλογο ερώτημα. Δε θα ’λεγα όχι, άλλωστε στα λόγια το ’χουμε ήδη κερδίσει! Αλλ’ αυτό είναι κάποιο άλλο όνειρο. Σ’ εμένα θ’ αρκούσαν δυο πραγματάκια προτού καταργηθεί ο θεσμός των εθνικών ομάδων και περάσουμε στις πολυεθνικές:
Μια νίκη επί της Γερμανίας στο Νέο Καραϊσκάκη
και μια επί της Αγγλίας στο New Wembley...
[1] Συγχαρητήρια για το Ευρωπαϊκό Κύπελλο.