Η ΕΥΤΥΧΙΑ ΤΟΥ ΝΑ ’ΣΑΙ ΕΛΛΗΝΑΣ

Otto Rehhagel


Ελπίζουμε ότι με τ’ αποτελέσματα που φέραμε, ότι
δώσαμε μεγάλη χαρά στους Έλληνες στην Ελλάδα.

Γιάννης Τοπαλίδης


Έχοντας γνωρίσει την δυστυχία του να ’σαι μαθητής γυμνασίου στά δύσκολα κι ομιχλώδη χρόνια της χούντας, ενηλικιώθηκα έχοντας για ευαγγέλιο το «Δήμειο άσμα» στον Έλληνα. Απογοητευμένος λοιπόν τελείως απ’ τη φυλή μου, πήρα άρον άρον των οματιών μου και ξεκουμπίστηκα απ’ τη χώρα των προγόνων μου, με την ελπίδα να γνωρίσω καλύτερους κόσμους και προπάντων, ν’ απαλλαγώ απ’ όλα εκείνα που μ’ έκαναν να νομίζω ότι ήμουν δυστυχισμένος. Δοκίμασα να ευτυχίσω σε ξένους τόπους και το μόνο που κατάφερα ήταν να διαπιστώσω ότι δυστυχώς παρέμενα το ίδιο δυστυχής όπως πριν, λες κι η κατάρα της καταγωγής μου μ’ ακολουθούσε παντού σαν τον ίσκιο μου. Έτσι κατέληξα κι εγώ στο συμπέρασμα, ότι η μεν ευτυχία είναι μια περίεργη «ντίβα» που εμφανίζεται σπάνια και μόλις έρθει βιάζεται να γίνει πάλι καπνός, η δε δυστυχία μοιάζει σαν την φλύαρη και κουτσομπόλα γειτόνισσα, που μόλις βρει την πόρτα σου ανοιχτή, δεν γλιτώνεις την αρμένικη βίζιτα. Με τον καιρό συνήθισα τη δυστυχία μου κι έπαψα να την συνδέω ντε και καλά με την γενέτειρά μου, αφού συνάντησα πλήθος αλλοδαπών που ήταν το ίδιο αν όχι πιο δυστυχείς από μένα.

Απ’ όποια μεριά κι αν κοιτάξουμε το γεγονός ότι η μικρή Ελλάδα κατόρθωσε να πετύχει ποδοσφαιρικά έναν τόσο μεγάλο άθλο, είναι κάτι που θα περάσουν χρόνια πριν μπορέσουμε να εκτιμήσουμε την πραγματική του αξία. Η ουσία είναι ότι η Εθνική, μια ομάδα που κάτω από κανονικές συνθήκες την έχουμε του «κλώτσου και του μπάτσου», μας χάρισε στιγμές πραγματικής ευτυχίας ή τουλάχιστον μας έκανε να λησμονήσουμε, έστω και για λίγο, την κληρονομική μας δυστυχία. Εντελώς ξαφνικά, απ’ την μια στιγμή στην άλλη, άλλαξε τη ζωή μας οριστικά κι αμετάκλητα. Ιδίως εκείνων από μας που αντιμετωπίζουν καθημερινά την αμφισβήτηση από μια ξένη κουλτούρα. Έτσι ο άγνωστος Βρετανός, με τον οποίο πλύναμε μαζί τα πιάτα στην κουζίνα του camping, μόνο που δε μου ζήτησε αυτόγραφο όταν έμαθε από που κατάγομαι, η γνωστή ταβέρνα στη γωνία μεταβαφτίστηκε από «Bei Dimitri -Στου Δημήτρη» σε «Βei Rehakles» σερβίροντας σαν ατραξιόν την ομώνυμη μπύρα, ενώ το Μοναστηράκι γέμισε από «Δέλλες» και «Σεϊταρίδηδες» σε διάφορα μεγέθη, μοντέλα και για όλα τα βαλάντια. Και να φανταστεί κανείς ότι δυο χρόνια πριν είχα φάει τον τόπο να βρω ένα «Νικολαΐδη» για να τον κάνω δώρο στην κόρη ενός φίλου, αλλά Ντέμης γιοκ!. Ο καθένας έπεσε με τα μούτρα στην διεκδίκηση του δικού του μεριδίου απ’ το κύπελλο με μια μανία που δεν έχει προηγούμενο.
«Αυτό που δεν έχω δει ακόμη είναι μινιατούρες ή μπρελόκ του ευρωπαϊκού τροπαίου, που να μπορεί να τα σηκώνει ο καθένας όποτε του κάνει κέφι» όπως είπε κι ο Klaus! Κάπου το παρατράβηξαν το σκοινί.
«Για στάσου ρε μάγκα, κι εσύ δηλαδή το ίδιο δεν κάνεις; Γιατί λοιπόν βγάζεις την ουρίτσα σου απ’ έξω;» θα με ρωτήσετε και με το δίκιο σας. Ποτέ δεν τ’ αρνήθηκα. Άλλωστε, μήπως δεν είμαι κι εγώ Έλληνας;

Mόνον ο χρόνος θα δείξει που θα μας βγάλει αυτή η περιπέτεια, μια κι έχουμε αποδείξει επανειλημμένα ότι σπάνια τα καταφέρνουμε να εκμεταλλευτούμε σωστά τις ευκαιρίες που προσφέρουν παρόμοιες μεγάλες επιτυχίες. Βλέπετε είμαστε ή του ύψους ή του βάθους. Και βέβαια συνηθισμένοι μια ζωή στα χαμηλά, πολύ φοβάμαι μήπως ο ίλιγγος της δόξας μάς παρασύρει σε ταχύτατη πτώση δίχως αλεξίπτωτο και τότε αλίμονό μας! Το μπαλόνι του Eurobasket ’87 ξεφούσκωσε μέσα σε μια δεκαετία γιατί οι κύριοι αρμόδιοι μπέρδεψαν το άθλημα με το θέαμα. Έτσι καταντήσαμε να έχουμε τέλεια οργανωμένα πρωταθλήματα σύμφωνα με τις πιο σύγχρονες διεθνείς απαιτήσεις από εγκαταστάσεις μέχρι cheer leader, που παρακολουθούν 500.000 θεατές μέσω καλωδίου, ενώ μοναδικοί αυτόπτες μάρτυρες είναι οι κάμεραμαν των τηλεοπτικών συνεργείων που εδώ που τα λέμε δεν είναι και λίγοι. Δυστυχώς καταξοδευόμαστε σ’ έργα βιτρίνας, αντί ν’ ασχολούμαστε με την πραγαμτική ουσία της υπόθεσης, που είναι η δημιουργία μιας υγιούς υποδομής. Οι αθλοπαιδιές και γενικά τα σπορ ωφελούν αυτόν που αγωνίζεται κι όχι αυτόν που παρακολουθεί απ’ έξω. Κύριος σκοπός τους είναι η σωματική άσκηση, η ευγενής άμιλλα, τ’ ακόνισμα του μυαλού, με λίγα λόγια η υλοποίηση του «νους υγιής εν σώματι υγιεί», ενώ όλα τ’ άλλα έρχονται σε δεύτερη μοίρα. Οι αγώνες διεξάγονται στα γήπεδα, στα γυμναστήρια, στα κολυμβητήρια κι όχι στις κερκίδες και στα δωμάτια μπρος στις κάθε είδους αποχαυνωτικές οθόνες. Απαιτούν φυσική προσπάθεια και μυϊκή κίνηση, που δεν περιορίζεται μόνο στο επιδέξιο πέρασμα των δακτύλων πάνω απ’ τα πλήκτρα κάποιας ηλεκτρονικής συσκευής. Στην εποχή του γραφείου και της πολυθρόνας, του fast food και των alco-pop, του επαγγελματικού στρες και του καταναλωτικού ανταγωνισμού, η φυσική άσκηση αποτελεί κάτι παρά πάνω από επιτακτική ανάγκη, αν θέλουμε ν’ αποφύγουμε το έμφραγμα στα 35.

Ζούμε σε μέρες που κι η «κουτσή Μαρία» πάει περίπατο φορώντας τα χρυσά παπούτσια του Ρονάλντο, κυκλοφορεί με τη φανέλλα του Μπέκαμ και κλωτσάει μια τέλεια απομίμηση της Ροτέϊρο. Την ίδια ώρα έχει γεμίσει ο τόπος ακαδημίες ποδοσφαίρου και κάθε χωριό έχει γήπεδο με χόρτο και προβολείς, που σημαίνει ότι ούτε οι οικονομικοί πόροι λείπουν αλλά ούτε κι η διάθεση γι’ άθληση. Βέβαια η δίψα για διάκριση που μας κυνηγάει από πολύ νωρίς, μας σπρώχνει στ’ άκρα κι έτσι μοιραία φτάνουμε στον πρωταθλητισμό. Μόνο που εδώ τα πράγματα είναι τελείως διαφορετικά αφού μιλάμε πλέον για επαγγελματισμό. Αυτό σημαίνει πολλή δουλειά, αιματηρές θυσίες, ατέλειωτες στερήσεις, σιδερένια πειθαρχία κι όλ’ αυτά βέβαια πλαισιωμένα μ’ αρκετό ταλέντο κι ισχυρή θέληση. Με το στανιό δεν βγαίνει τίποτα. Παράλληλα χρειάζεται τεχνική υποστήριξη από ανθρώπους που ’ναι άριστοι γνώστες του αντικειμένου τους και πονάνε κι ενδιαφέρονται πραγματικά για το άθλημα. Για να πάμε μπροστά πρέπει να γίνει σωστή δουλειά, με βάση ένα καλά μελετημένο προγραμματισμό, άρτια εκπαίδευση και διαπαιδαγώγηση αθλούντων κι αθλουμένων, διοργανώσεις πρωταθληματων σ’ όλα τα επίπεδα ιδίως στ’ αρχικά στάδια με ειδικά κίνητρα για παιδιά και πολύ πολύ μεράκι. Μόνον έτσι θα μπορέσουμε να συναγωνιστούμε επι ίσοις όροις τις χώρες που δεν χορταίνουμε να θαυμάζουμε απ’ τα κανάλια ξαπλωμένοι στη κσναπεδάρα μας, γιατί εκείνες έχουν μπει στο νόημα εδώ και χρόνια. Μάτρυρές μου οι εκάστοτε συμπατριώτες μας που κάνουν αθλητική καριέρα στο εξωτερικό. Αυτά ας έχει λοιπόν από νωρίς υπόψη του ο πιτσιρικάς, που λαχανιάζει πίσω απ’ το ανυπάκουο τόπι του, ενώ ονειρεύεται να πατήσει μια μέρα την χλόη του Μπερναμπέου. Βέβαια κάποιοι θα διαφωνήσουν όπως πάντα υποστηρίζοντας:
«Ωραία τα λες, αλλά εμείς είμαστ’ Ελληνάρες. Μπορούμε κι αλλιώς...» Δυστυχώς!

Δεν ξέρω πώς αισθάνεστε όταν φιλοξενείστε στις κερκίδες κάποιου γηπέδου τον τελευταίο καιρό. Εγώ πάντως έχω τη εντύπωση ότι τ’ όλο σκηνικό θυμίζει έντονα ροκ κονσέρτο με ύφος ψυχαγωγικού varieté για όλα τα γούστα. Μια βαβυλωνία από multimedia show άνευ προηγουμένου που αντί να πλαισιώνει τον αγώνα, περιορίζει σαφώς το αθλητικό γεγονός σε δεύτερο πλάνο. Αστερόεντα σεντόνια, ημίγυμνες μαζορέττες, εκκωφαντική μουσική, έγχρωμα μάτριξ, εναλλασσόμενες διαφημιστικές μπάντες, βεγγαλικά και κάθε λογής «άγρια θηρία» κατασπαράζουν τους «μονομάχους» πριν καλά καλά προφθάσουν να πάρουν θέση για ν’ αμυνθούν! Κουρδισμένοι οπαδοί, κατευθυνόμενοι από τον στερεότυπο ρυθμό των συνθημάτων κάποιου φορητού μεγαφώνου, δεν σταματούν να κάνουν σαματά, ανεξάρτητα απ’ το σκορ ή την ροή του αγώνα. Νομίζεις πως ακούς τα επιπρόσθετα γέλια σ’ αμερικάνικη κωμωδία. Τα πάντα χoρεύουν στον σκοπό του κέρδους που επιβάλουν οι σύγχρονες επιχειρήσεις εκμετάλλευσης αθλητικών διοργανώσεων, εξαλείφοντας και το παραμικρό ίχνος αυθορμητισμού. Και σα να μην έφταναν όλ’ αυτά, αδυνατώ να καταλάβω τον ρόλο μεγάλου μέρους των ΜΜΕ, που ασελγούν μόνιμα απέναντι των αθλητών διεκδικώντας τη μερίδα του λέοντος. Γιατί ας μην κρυβόμαστε, πρωταγωνιστες είν’ εκείνοι που αγωνίζονται κι όχι οι κουστουμάκηδες με τις γραβάτες, τα μικρόφωνα και την πένα, ή μάλλον το lap top στο χέρι, που ανταγωνίζονται για το ποιος θα βγάλει στην φόρα το πιο αποκαλυπτικό σκάνδαλο. Δυστυχώς το φαινόμενο είναι παγκόσμιο κι οι Έλληνες λατρεύουν, όπως ξέρουμε, την υπερβολή. Ένα εμπεριστατωμένο και σοβαρό αθλητικό τηλεοπτικό ρεπορτάζ, όπως κι ένα καλογραμμένο άρθρο προσφέρουν τεράστια βοήθεια, αρκεί ν’ αποσκοπούν στην υποστήριξη κι όχι στην κατεδάφιση μιας προσπάθειας αποβλέποντας σε προσωπικά οφέλη. Η σωστή ενημέρωση οφείλει να ’ναι τολμηρά διακριτική, εποικοδομητικά κριτική κι αυστηρά αμερόληπτη, αφου δεν θα ’πρεπε ν’ αποτελεί ούτε μέσο αυτοπροβολής, ούτε αυτοσκοπό.

Κι όμως παρά τις απεριόριστες προσπάθειες των διαχειριστών, οι εξέδρες μένουν απελπιστικά άδειες. Η μάζα αδυνατεί ν’ ανταποκριθεί στο πλάνο κάλεσμα, αφού η εξέλιξη αντικατοπτρίζεται πλήρως στις τιμές των εισιτηρίων που έχουν καταντήσει πραγματικά «αϊσιχτήρια», όπως τ’ αποκάλεσε φίλος μέλος της ΠτΠ σε συνέντευξή του στην ελληνική τηλεόραση απαντώντας σε σχετική ερώτηση για τις τιμές εισόδου στην τελετή ενάρξεως της Ολυμπιάδας. Αφήστε που οι πιο πολλοί αγώνες διεξάγονται «κεκλεισμένων των θυρών» λόγω τιμωρίας των ομάδων μετά από επεισόδια μερίδας των οπαδών τους... Οι φίλαθλοι έχουν μπουχτίσει απ’ τα περιττά καραγκιοζιλίκια και δεν συγκινείται πια τις ξενόφερτες «φίρμες». Είναι προφανές πως λείπει τελικά το κίνητρο τού προσωπικού ενδιαφέροντος. Ο κόσμος θέλει να δει το παιδί του, τη γειτόνισσα, το γκαρντάσι, τον κολλητό του ν’ αγωνίζεται. Θέλει να χειροκροτήσει τις προσπάθειες τους, να συμμετάσχει στις νίκες και στις αποτυχίες τους. Δε λέω, καλοί είναι οι «Ριβάλντο», οι «Μποντιρόγκα» κι οι «Μιλίνκοβιτς». Είναι μαγνήτες, μάγοι, άστρα απ’ άλλο γαλαξία, μα όπως και να γίνει αλλιώς μετράει ένας Μαύρος, ένας Γιαννάκης ή ένας Μουστακίδης. Είναι κομμάτι της υπόστασής μας, μιλάμε την ίδια γλώσσα, μας ανήκουν. Αυτό που λέμε «σπιτικό προϊόν» αν με πιάνετε. Η κόρη μου το κατάλαβε στα εφτά της. Γιατί άραγε «δυσκολεύονται» να τ’ αντιληφθούν οι εφτά φορές μεγαλύτεροι σ’ ηλικία ιθύνοντες; Και μη βιαστείτε να με «χαστουκίσετε» με τη στάμπα του ρατσιστή ή του σωβίνα πριν μ’ ακούσετε πρώτα. Δεν έχω απολύτως τίποτα με τα παλληκάρια και τις κοπέλλες που κατά καιρούς έρχονται κι ενισχύουν τις ομάδες μας. Μας χαρίζουν την πείρα τους, μια και συχνά δεν είναι στα νειάτα τους, κι ομορφαίνουν τα πρωταθλήματά μας, πάντα βέβαια με τ’ αζημίωτο. Όταν όμως βλέπω τα ταλέντα μας να μαραζώνουν στον πάγκο ή ακόμη χειρότερα να μην υπάρχουν καν, μ’ ανάβουν τα λαμπάκια! Δεν είπαμε ν’ απαγορέψουμε στους αλλοδαπούς την άδεια εργασίας στην χώρα μας, άσε που θα μας έδειχνε κόκκινη κάρτα η ΕΕ, αλλά κάπου να υπάρχει κι ένα μέτρο. Η ανεξέλεγκτη εισαγωγή «εξωτικών φρούτων» απ’ όλο τον κόσμο λόγω ανεπάρκειας εγχωρίων, εκτός του ότι δεν ανεβάζει αναγκαστικά την ποιότητα των αθλητικών μας διοργανώσεων, είναι φαινόμενο μάλλον ανησυχητικό. Το έτοιμο είναι σίγουρα η γρήγορη λύση, όχι όμως κι η καλύτερη αφού στερεί την χαρά και την ικανοποίηση της δημιουργίας. Πρίν τρία χρόνια διανήσαμε με τον Klaus 600 χιλιόμετρα μέσα σε μια μέρα για να δούμε ένα εκτός του ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ στην Κοπεγχάγη στα πλαίσια του κυπέλλου UEFA. Διαπιστώσαμε λοιπόν με γεγάλη μας έκπληξη ότι στην αρχική ενδεκάδα του «ελληνικού» συγκροτήματος συμπεριλαμβάνονταν μόλις τρεις, μάλιστα 3, ιθαγενείς! Πού; Στον Πανιώνιο! Έναν απ’ τους αρχαιότερους συλλόγους στην Ελλάδας, ανεξάντλητο φυτώριο ταλέντων και μόνιμο «αιμοδότη» των μεγάλων του κέντρου. Λόγω τιμής, βρέθηκα στην δυσάρεστη θέση του να μη ξέρω ποιους ένοιωθα τελικά πιο κοντά μου, τους σημερινούς μου γείτονες ή τους μισθοφόρους με τις φανέλλες της ομάδας της οπαδικής μου κατάληξης. Το πώς έφτασα τώρα από «γαυράκι» και «βαζελόπουλο» να γίνω καψούρης με τον ΙΣΤΟΡΙΚΟ, είναι μεγάλη ιστορία που ίσως μου δοθεί η ευκαιρία να εξιστορίσω σε κάποιο άλλο γραφτό. Δεν ξέρω τι θα είχα κάνει αν σ’ αυτή την δύσκολη απόφασή μου δε βάρυνε καθοριστικά το γεγονός ότι συνάντησα τυχαία τον Αντώνη, ένα παιδιόθεν καταξιωμένο «Πανιώνιο» και παλιό γείτονα, που διέλυσε μονομιάς την πολιορκία των λιποτακτικών σκέψεων στο μυαλό μου. Αν μη τι άλλο το Euro μας απέδειξε ότι έχουμε όλα τ’ απαιτούμενα προσόντα. Ας δείξουμε κι εμείς επιτέλους λίγο περισσότερη εμπιστοσύνη στα ελληνικά μέλη, κι ιδίως στα ελληνικά κεφάλια!

Ένας επιπρόσθετος λόγος που μια μεγάλη μερίδα φιλάθλων απέχει απ’ τα γηπεδικά της καθήκοντα, είναι γιατί δεν συμφωνεί με την, τουλάχιστον, περίεργη συμπεριφορά των μαζών σ’ αυτούς τους συγκεκριμένους χώρους. Δυστυχώς οι κερκίδες στα περισσότερα σπορ βρίσκονται κάτω απ’ ανδρική κυριαρχία κι ως γνωστόν η υψηλή συγκέντρωση τεστοστερόνης τείνει σ’ εκδηλώσεις που δεν χαρακτηρίζονται από λεπτότητα και τακτ. Απ’ την άλλη είναι και θέμα διαπαιδαγώγησης, αφού το παιδάκι μαθαίνει από μικρό να μισεί τον αντίπαλο σαν τον κατάλογο του καθηγητή του, ν’ αγνοεί παντελώς την ήττα όπως την ύπαρξη καλάθων αχρήστων και ν’ αμφισβητεί κάθε απόφαση του διαιτητή ζητώντας την αιτία της αποτυχίας αποκλειστικά στους άλλους. Αν λάβουμε δε υπ’ όψη μας ότι το ελληνοχριστιανικά ιδεώδη δεν προβλέπουν καμία θέση για ένα απ’ τα σημαντικότερα κίνητρα της ζωής, γίνεται γρήγορα αντιληπτό γιατί ένα μεγάλο ποσοστό συμπατριωτών μου διατηρεί μια παρεξηγημένη σχέση ως προς την σεξουαλικότητά του. Έτσι σε στιγμές ψυχικής σύγχυσης και ισχυρού νευρικού στρεσαρίσματος, βγαίνουν στην επιφάνεια χίλια δυο απωθημένα με τη μορφή ενός απερίγραπτου υβρεολογίου που κάνει αρκετούς από μας να ντρέπονται πραγματικά για την αρσενική τους φύση. Σκόπιμα αποφεύγω να μιλήσω σ’ αυτό το σημείο για το φλέγον θέμα των χουλιγκανισμών, για να μην αρχίσουμε να κλαίμε εν χορώ. Κάπου έχει να κάνει και με τον υπέρμετρο λαϊκισμό που συνοδεύει τα λεγόματα δημοφιλή σπορ. Στο τέννις για παράδειγμα δεν διανοείται να παρεκτραπεί κανείς φραστικά, εκτός ίσως απ’ τους ίδιους τους παίχτες. Κι όμως το πείραγμα της εξέδρας είναι απ’ τις πιο ενδιαφέρουσες πτυχές της φίλαθλης ιδιότητας, αρκεί να μην περιορίζεται σε χοντρή προβοκάτσια με άνανδρα κτυπήματα κάτω απ’ τη ζώνη. Το κλασσικό πλέον: «Ποιος είν’ αυτός ο αρχηγός, το νούμερο το δέκα, που πιάσαν’ τη γυναίκα του στα πράσα με τον Πρέκα» της δεκαετίας του ‘70, μπορεί να ’ναι «σεξογενές», μπορεί να χτυπάει κάπως άσχημα στ’ αφτί αφού ασχολείται με την ιδιωτική ζωή του συγκεκριμένου ποδοσφαιριστή αλλά απέχει κατά πολύ απ’ την ωμή χυδαιότητα του: «Έτσι γαμ... το κάνει τέλος παντων, ο Πειραιάς», λες κι η εγγραφή στα δημοτολόγια μιας πόλης έχει θαυματουργή επίδραση στις ερωτικές ικανότητες των κατοίκων της. Πριν τέσσερα χρόνια πήγα στο ΟΑΚΑ να δω με τους γιους μου τον Παναθηναϊκό ν’ αντιμετωπίζει την Μάντσετερ Γιουνάιτεντ για το Champions League. Αυτο που μου ’μεινε τελικά από ’κείνη τη μοναδική βραδιά δεν ήταν ούτε το ντεμπούτο του Γιούρκα με τη γκολάρα στον Μπαρτέζ, ούτε το γεγονός ότι παρακολούθησα αγώνα των «πρασίνων» μετά από 30 χρόνια μαζί με την Λέττα και τον Τάκη. Ήταν η εμμονή των οπαδών του «τριφυλλιού» στο να βρίζουν ακατάσχετα τον αιώνιο αντίπαλό τους, αδιαφορώντας τελείως για το εκπληκτικό παιχνίδι της ομάδας τους απέναντι σ’ έναν ευρωπαϊκό γίγαντα. Πιστεύω ότι ο άνθρωπος όταν θέλει να εκδηλώσει προφορικά την οργή ή την απαίχθειά του για κάποιο συνάνθρωπό του, έχει να διαλέξει ανάμεσα σε δύο επίπεδα: το πνευματικό και το σεξουαλικό. Ο πλατύς λαός του ποδοσφαίρου έχει δυστυχώς, εκτός από πολύ ελάχιστες εξαιρέσεις, βολευτεί στην ευκολία του δευτέρου...

Μου φαίνεται πως αυτοί που τελικά βγήκαν περισσότερο κερδισμένοι απ’ την κατάκτηση του ευρωπαϊκού κυπέλλου ήταν οι Ολυμπιακοί, αφού δεν θα μπορούσαν να ’χουν καλύτερη διαφήμιση. Μιλάω φυσικά για τους Αγώνες κι όχι για τις ορδές... Η στάση μου απέναντι στην «Αθήνα 2004» ήταν και είναι από πολύ κριτική, μέχρι εντελώς αρνητική, έστω κι αν στο τέλος η νοσταλγία μ’ ανάγκασε να ενδώσω και να παραδεχθώ κάποια πράγματα. Κατ’ αρχήν θεωρώ ότι ο τρόπος διοργάνωσης και η στυγνή βιομηχανοποίηση των αγώνων, αποτελούν ασέλγεια προς το θεσμό κι ασέβεια προς τους κατοίκους της χώρας μας. Αν εξαιρέσει κανείς κάποια έργα υποδομής στον συγκοινωνιακό κυρίως τομέα, πολύ χρήμα ξοδεύτηκε στην κατασκευή περιττών πολλαπλών αθλητικών εγκαταστάσεων -χώρια τα στέγαστρα με τις πολλαπλές λειτουργίες, που επιβαρύνουν με τα έξοδα συντήρησής τους τα έτσι κι αλλιώς άδεια δημόσια ταμεία. Αυτός που τα πλήρωσε και θα τα πληρώνει για πολύ ακόμη ήταν ο Έλλην φορολογούμενος και τα καημένα τ’ αδέσποτα. Για να μην αναφέρω τους αστέγους, ζητιάνους, ναρκομανείς και γενικά υπάρξεις του περιθωρίου, που «εξαφανίστηκαν» εν μια νυκτί για να μην αμαυρώσουν το άσπιλο χρώμα της πρωτεύουσας καθ’ όλη τη διάρκεια του πανηγυριού. Αμ εκείνο το σήριαλ με την φλόγα; Σαν ιδέα δεν ήταν άσχημη και χάρηκα που είδα επωνύμους, μεταξύ των οποίων και τον Όττο, να την συνοδεύουν στο ατέλειωτο ταξείδι της προς το στάδιο, αλλά υπάρχουν κι όρια. Ή μάλλον δεν υπάρχουν, όσον αφορά στο επιχειρηματικό δαιμόνιο της οργανωτικής επιτροπής. Τόσο η στολή, τόσο η δάδα, τόσο το μέτρο(!) υπο την αιγίδα των «φιλεύσπλαχνων» χορηγών. Δηλαδή με το ίδιο σκεπτικό, αν ο πρόεδρος της ΕΠΟ ήτανε λίγο πιο πονηρός θα μπορούσε να στείλει την κούπα περιοδεία ανά την επικράτεια, για να την θαυμάσει ο κόσμος από κοντά και να φωτογραφηθεί μ’ όλη την οικογένεια σηκώνοντάς τη σε στιγμές απείρου κάλλους κι εθνικής έπαρσης, στην τιμή των ... Eυρώ μόνο! Ίσως έτσι να κάλυπτε μάλιστα και τις εκκρεμότητες της ομοσπονδίας προς τους παίχτες, ενώ οι σπόνσορες θα τρίβανε τα χέρια τους. Δεν το έκανε όμως, δίνοντας στον κόσμο την ευκαιρία να γιορτάσει το γεγονός στο Καλλιμάρμαρο δωρεάν, πράγμα που γεμισε κι εκείνο κι εμένα μ’ απέραντη ευχαρίστηση.


Όσοι από σας μετράτε τα «δυστυχώς» έχοντας αγανακτήσει με τη μονότονη γκρίνια μου -το δεύτερο παρατσούκλι που μου ‘χει κολλήσει ο Klaus είναι «γκρίνιας»- και διερωτάστε τι απέγινε η αναθεματισμένη η «ευτυχία» που άφησα να εννοηθεί στον τίτλο αυτού του κεφαλαίου, κάντε λίγο υπομονή. Μια παραγραφούλα «ελληνομουρμούρα» ακόμη και δικαιωνόσαστε!

Εκεί που κώλωσα κυριολεκτικά κι άρχισα να νοιώθω τύψεις, ήταν όταν έμαθα ότι οι λαμπαδηδρόμοι θα περνούσαν απ’ το χωριό μας, έξω ακριβώς απ’ το σπίτι της μάνας μου. Πραγματικά τα χρειάστηκα όταν σκέφτηκα ότι -καλά εγώ είχα πάρει τις αποφάσεις μου από πολύ νωρίς, για τα παιδιά μου θα ήταν μια εμπειρία που θα τη θυμόντουσαν σ’ όλη τους τη ζωή. Αν είχα ενεργήσει έγκαιρα ίσως να είχαν πάρει μια μικρή γεύση απ’ το «αρχαίο πνεύμα αθάνατο, (...) του ωραίου, του μεγάλου και τ’ αληθινού» έστω και για ένα Σαββατοκύριακο, αφού εδώ είχαν αρχίσει ήδη τα σχολεία. Μ’ αυτόν τον καημό φτάσαμε στη μέρα της τελετής ενάρξεως, και αφού δεν είχ’ ακούσει τίποτ’ αλλο στις ειδήσεις σήμαινε ότι η 28η Ολυμπιάδα θ’ άρχιζε κανονικά χωρίς καθυστέρηση. Οι εκδηλώσεις τέτοιου είδους είναι για μένα κόκκινο πανί και γι’ αυτό τις αποφεύγω όπως ο διάβολος το λιβάνι. Δεν αντέχω την απερίσκεπτη σπατάλη -100 εκατομμύρια δολλάρια για 40 λεπτά προγράμματος, την στιγμή που αλλού ο κόσμος πεινάει. Αν δεν μ’ είχε παρακαλέσει ο Klaus να του τη γράψω στο βίντεο λόγω γνωριμιάς του με τον σκηνοθέτη, πιστεύω ότι δεν θα ’χα καν μπει στον κόπο να κάτσω να την δω. Κι αν... κι αν η διοργανώτρια χώρα δεν ήταν γενέτειρά μου.

Βάλθηκα να χασμουριέμαι βαριεστημένα κοιτώντας την τσιριμόνια με μια ελαφρά δυσπιστία κι έχοντας ήδη προδικάσει την αποτυχία της. Ξαφνικά με κυρίεψε μια αλλόκοτη περιέργεια. Το ηχητικό παιχνίδι των ταμπούρλων έκανε την καρδιά μου να σκιρτήσει και το κορμί μου παραδόθηκε στην λεβεντιά του ζεϊμπέκικου. Καθώς ο στίβος έγινε λίμνη που καθρέφτιζε μιαν ιστορία 3.000 χρόνων, άρχισα να βυθίζομαι σιγά σιγά στα μαγεμένα νερά της. Από στιγμή σε στιγμή το δωμάτιο γινόταν όλο και πιο στενό για να με χωρέσει, ενώ μια γλυκιά θαμπάδα εμπόδιζε το μυαλό μου να δει καθαρά. Η ιδιοτροπία της τύχης μ’ είχε σπρώξει να ξαναβρώ τις ρίζες μου. Ένοιωθα περήφανος καθώς τρανταζόμουν ολόκληρος από συγκίνηση. Η είσοδος των ομάδων με γλίτωσε απ’ την τελική κατάρρευση και μου ’δωσε την ευκαιρία να σκουπίσω τα μάτια μου. Μια ώρα αργότερα, το «φτερούγισμα» της λευκής σημαίας με τους πέντε δακτύλιους έβαλε τις αισθήσεις μου πάλι σε τροχιά. Μ’ ιδιαίτερη ικανοποίηση ξεχώρισα τον Άγγελο Μπασινά ανάμεσα στους φορείς της. Μια διακριτική χειρονομία των διοργανωτών, που έκφραζε έτσι το δικό τους «ευχαριστώ» στα παιδιά της Εθνικής. Όταν στη συνέχεια είδα τον Νίκο Γκάλη με την δάδα να κάνει την «ασσίστ» στον «στρατηγό» Mίμη κι εκείνος με την σειρά του να την πασσάρει σαν διαβήτης στην «χρυσή» Βούλα, αισθάνθηκα ένα κόμπο στον λαιμό να με πνίγει.
«Είσαι Ρωμιός ρε γαμώτο. Ρωμιός μέχρι το κοκκαλό!» ξεχείλισε μ’ ορμή από μέσα μου, την ώρα που μια ανείπωτη ευτυχία άναβε τη φλόγα του σταδίου. Ένοιωσα ντροπή για τον εαυτό μου, ενώ το μυαλό μου χάιδεψε με θαυμασμό κι ευγνωμοσύνη όλους αυτούς τους ανώνυμους (πρωτ)εργάτες του ασύλληπτου επιτεύγματος, που μ’ οδηγό το φιλότιμο μας έβγαλαν όλους, μη εξαιρουμένης της αφεντιάς μου, ασπροπρόσωπους. Μπορεί η ακρίβεια στα ραντεβού να μην ανήκει στα προτερήματα του Έλληνα, όμως η βραδιά εκείνη διέλυσε και την παραμικρή αμφιβολία των ξένων για τις ικανότητές του, σύμφωνα με το σύνθημα: «Ελλάς μπορείς, αρκεί να ζοριστείς», με τη παραλλαγή: «ενωθείς» στην επανάληψη του στίχου.

Δεκαπέντε μέρες αργότερα ένοιωσα πάλι το ίδιο συναίσθημα, λες κι ήμουν ένα απ’ τα 60.000 ελληνικά στόματα που βροντοφωνούσαν ρυθμικά τ’ όνομα του συμπατριώτη τους, ο οποίος είχε αποκλειστεί απ’ τους αγώνες για κάτι που άλλοι μονοπωλούν δίχως ίχνος διαμαρτυρίας. Είχαν έρθει για να δουν τον «δικό τους» να συναγωνίζεται την υπόλοιπη αφρόκρεμα κι η απουσία του τούς γέμιζε με θλίψη κι αγανάκτηση. Ήθελαν να δείξουν σ’ όλο τον κόσμο, ότι δεν συμμερίζονται το μονόπλευρο fair play που βολεύει μόνον όσους έχουν χοντρό lobby. Προσοχή, δεν τάσσομαι υπέρ των «κάλπικων» νικών με τους «τεχνιτούς» μύες. Απλά ζητάω ίση μεταχείριση για όλους!

Δεν υπάρχουν σχόλια: