ΠΡΩΤΑΘΛΗΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ

23 Βασίλης Λάκης


Τέτοιες στιγμές μόνον ο αθλητισμός μπορει να χαρίσει στους λαούς.

Γιάννης Διακογιάννης


To τι σε δένει με μια ομάδα και σε κάνει να γίνεις οπαδός της είναι μια ολόκληρη ιστορία που απασχολεί και θα συνεχίσει ν’ απασχολεί μια μεγάλη μερίδα κοινωνιολόγων, δημοσιογράφων και φυσικά φιλάθλων. Από την «οικογενειακή παράδοση» μέχρι την πάραδοση άνευ όρων λόγω «έρωτα απ’ την πρώτη ματιά», υπάρχουν ένας σωρός τρόποι κι άλλοι τόσοι λόγοι που οδηγούν ένα καθ’ όλα «νορμάλ» άτομο στο να γίνει έρμαιο μιας παρέας βιτσιόζων νεαρών εκατομμύριουχων που περνάνε δεκαετίες κυνηγώντας ένα στρογγυλό, ασπρόμαυρο αντικείμενο. Πρόκειται για ένα είδος εθισμού όπως το κάπνισμα ή το ποτό, για να περιοριστούμε στα νόμιμα ναρκωτικά, μ’ ανάλογες ψυχοσωματικές επιπτώσεις. Συνήθως ένα κακό δεν έρχεται μόνο του κι ο συνδυασμός και των τριών μαζί είναι λαχείο. Αντίθετα, το «μικρόβιο» της «ασθένειας» για τις εθνικές μας ομάδες είναι κληρονομικό και το κουβαλάμε μια ζωή μαζί μας. Εμφανίζεται ταυτόχρονα με το ξύπνημα του αισθήματος ιδιαιτερότητας των κατοίκων της χώρας μας έναντι των άλλων και καταντά εσωτερική παρόρμηση, εκκολαπτόμενη απ’ την επιτακτική φροντίδα του περιβάλλοντος. Πάει πακέτο με τα βαφτίσια, την «προσευχή», την έπαρση κι υποστολή σημαίας στο σχολείο, το μίσος για τους «εξ ανατολών κι εκ βορρά γείτονές μας», την αποστροφή για τις ενοχλητικές μειονότητες –όχι πως είμαστε καθόλου ρατσιστές, και γενικά την συστηματική καλλιέργεια του πατριωτισμού που μας επιβάλουν οι εκάστοτε κυβερνώντες. Και βέβαια ο Έλληνας που σφύζει από περηφάνεια για την καταγωγή του δεν παραλείπει να παινεύεται για την ανωτερότητά του, η οποία θεωρείται δεδομένη παντού εκτός ίσως απ’ το ποδόσφαιρο. Στο σημείο αυτό η ισχύς του αξιώματος περί καθολικότητας της ελληνικής υπεροχής, κοινώς «μαγκιάς», παρουσιάζει ομολογουμένως κάποια κενά. Έτσι εξηγείται άλλωστε η περίεργη συμπεριφορά μας στις προκλητικότητα των ξένων πάνω σ’ αυτό το λεπτό θέμα που μας έχει δημιουργήσει διάφορα ψιλοκόμπλεξ. Γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε πως παρ’ όλη τη διαλεκτική μας δεινότητα και τ’ ατράνταχτα επιχειρήματά μας περί αποδείξεως του εναντίου, οι αριθμοί κάθε άλλο παρά με το μέρος μας είναι. Ή καλύτερα ήταν, μέχρι που ξανάρθαν οι Γερμανοί και μας έβαλαν σε τάξη.

Η αρχή της θητείας μου ως συνειδητού υποστηριχτή της Εθνικής χρονολογείται γύρω στο ‘65 αλλά έπρεπε να υπομένω καρτερικά ακόμη μια διετία πριν γευτώ τη χαρά της επιτυχίας με τη μορφή μιας ισοπαλίας στο Ελσίνκι με γκολ του Στάθη Χάιτα. Είχε προηγηθεί το World Cup της Αγγλίας που το είχα παρακολουθήσει μ’ ενδιαφέρον τόσο απ’ τις εφημερίδες, όσο κι απ’ τις συλλογές απ’ τα χαρτάκια με τα πορτραίτα των ποδοσφαιριστών που κυκλοφορούσαν σαν δόλωμα στις μαστίχες και στις γκοφρέττες. Η τηλεόραση, είδος πολυτελείας τότε, κάνοντας τα πρώτα της βήματα μετέδιδε στιγμιότυπα σε μαγνητοσκόπηση. Λίγους μήνες αργότερα διαλύαμε την Αυστρία 4-1 στο Φάληρο με χατ-τρικ του Γιώργου Σιδέρη, ενώ φέραμε 1-1 στη ρεβάνς της Βιέννης. Αποτελέσματα που μπορεί να μη μας οδήγησαν στον β΄ γύρο του Κυπέλλου Εθνών, ήταν όμως ικανά να παρασύρουν την εθνική υπερηφάνεια ενός εντεκάχρονου ν’ αφοσιωθεί με όλες του τις δυνάμεις στο αντιπροσωπευτικό του συγκρότημα, με την πεποίθηση ότι η χώρα του μπορεί να σταθεί άνετα στο εξωτερικό, έστω και σ’ επίπεδο μπάλλας. Κι η εμπιστοσύνη μου δεν άργησε ν’ αμειφθεί για την επιμονή της, αφού η Εθνική βασισμένη την μαγική τριάδα Σιδέρη-Δομάζου-Παπαπαϊωάννου του Ποδοσφαιρικού Ομίλου Κέντρου (ΠΟΚ, δυστυχώς η αποκέντρωση ήταν από τότε άγνωστη λέξη στα πλάνα τόσο των προπονητών, όσο και των πολιτικών) έφτασε ν’ αγωνίζεται για την είσοδό της στα τελικά του Μundial του Μεξικού. Με μία μόνο ήττα σε πέντε παιχνίδια κι έχοντας σαρώσει την Ελβετία στη Θεσσαλονίκη με 4-1 (στην πρεμίερα της ΕΡΤ στις απευθείας μεταδόσεις, που όμως έχασα λόγω σχολικών υποχρεώσεων) ήθελε μια νίκη στο Βουκουρέστι για να προκριθεί. Το ματς έγινε Κυριακή και σήμανε το ντεμπούτο μου στα τηλεοπτικά καρδιοχτύπια μπρος στην ολοκαίνουργια συσκευή της κύρα Βάσως, που είχε φέρει ο κυρ Βλάσης σ’ ένα απ’ τα ταξείδια του στην Αμερική. Η ισοφάριση του «στρατηγού» μ’ ασύλληπτο μακρινό σουτ (που συνοδεύτηκε, ελλείψει replay, με χαρτονάκι του σταθμού που έγραφε: ΓΚΟΛ! για όσους δεν το πίστευαν) ήταν η μόνη παρηγοριά απ’ τη μοναδική ευκαιρία της χρυσής φουρνιάς των αστέρων μας, να βγει απ’ τα στενά ελληνικά όρια και να λάμψει στο παγκόσμιο ποδοσφαιρικό στερέωμα. Ίσως πάλι κάποιο θείο χέρι να ’θελε να μας προστατέψει απ’ το αίσθημα της κατολίσθησης στον «Καιάδα» της απογοήτευσης, μια κι απείχαμε έτη φωτός απ’ τους «γαλαξίες» που λέγονταν Βραζιλιά, Αγγλία και Τσεχοσλοβακία και που θα ’ταν οι αντίπαλοί μας στην πρώτη φάση του τουρνουά. Η οδυνηρή αυτή διαπίστωση που θύμιζε γροθιά στο στομάχι, ήρθε μερικές μέρες μετά τον τελικό, όταν μετά τον ονειρικό κόσμο των Πελέ, Τσάρλτον και Κουμπίγιας μελαγχόλησα απ’ το κλωτσοσκούφι με τον πομπώδη τίτλο «Τελικός Κυπέλλου Ελλάδος» ανάμεσα στον Άρη και τον ΠΑΟΚ... Προς Θεού, δεν έχω τίποτα με τις ομάδες βορείως των Τεμπών!

Έκτοτε ήπια πολλά πικρά ποτήρια, αφού οι αναλαμπές του ‘80 με τους Μαύρο, Κούη, Αναστόπουλο -με τον Νικολάρα έχω παίξει τόπι στο πλακόστρωτο της πλατείας του Αϊ Γιάννη Βουλιαγμένης, και του ‘94 με τη γενιά των Σαραβάκου, Κωφίδη και Μαχλά, όπως και το «παραλίγο» του ‘97 δικαίωσαν απλώς την φήμη μας σαν ομάδα με περισσόν μεν τάλαντον αλλά εμφανή αδυναμία αξιοποίησης του. Αν μπορούσα να τα συνοψίσω όλα σε μια φάση, θα διάλεγα τον νεαρό Γιώργο Κούδα να «ερωτορτοπεί» φλύαρα με την ποθητή θεά στο πράσινο χαλί του Wembley, κάτω απ’ το έκλπηκτο βλέμμα του αείμνηστου Μπομπυ Μουρ στις αρχές του ‘71. Είναι φοβερό να περιμένεις μια ολόκληρη ζωή για να δεις την ομάδα σου να κατακτά ένα τίτλο και να πεθαίνεις μ’ αυτό τον καημό. Υπάρχει όμως κάτι χειρότερο. Να το ξέρεις απ’ την αρχή! Η θεία μετάληψη απ’ την ασημένια κούπα του Εuro της Πορτογαλίας ήρθε τελείως αναπάντεχα κι ανεξήγητα, όχι μόνο για όλο τον ποδοσφαιρικό κόσμο αλλά περισσότερο για μας τους ίδιους. Όταν σηκώνεις επί δεκαετίες τον βαρύ σταυρό της ίδιας σου της καταδίκης, παύεις πια να πιστεύεις στην ανάσταση και παραδίνεσαι αμαχητί στη σκληρή μεταχείριση της μοίρας. H επικράτηση της Ελλάδας ήταν τόσο απρόβλεπτη, όσο εκείνη της Δανίας στο Euro ’92 στη Σουηδίας, οι παίχτες της οποίας έβγαλαν κυριολεκτικά τις σαγινάρες των διακοπών και φόρεσαν τα παπούτσια της δουλειάς (μετά τον αποκλεισμό της Γιουγκοσλαβίας απ’ την UEFA), για να κατακτήσουν τελικά κάτι που τους άξιζε από χρόνια, ακριβώς για τον ειλικρινή και θεαματικό τρόπο παιχνιδιού τους.

Θα ρωτήσετε λοιπόν εύλογα πως καταφέραμε να φτάσουμε σε μια τέτοια επιτυχία και μάλιστα στην άλλη άκρη της Μεσογείου, με μια ομάδα «ιπταμένων», που στην πλειοψηφία τους γυάλιζαν τον πάγκο του συλλόγου τους, κι ένα προπονητή που δε μιλάει ούτε καν τη γλώσσα τους. Η απάντηση είναι πάρα πολύ απλή:
«Δεν γνωρίζω!» Εγώ είμ’ ένας απλός ασθενής. Αυτοί που επαγγέλονται «γιατροί» ας βγάλουν τα συμπεράσματά τους Οι δικές μου αρμοδιότητες σταματάνε σ’ αυτά που κατέγραψε ο «φωτογραφικός φακός» των ματιών μου και καταχωρήθηκε στις πτυχές της φαιάς ουσίας του εγκεφάλου μου. Άντε να σχολίασα και πέντε πραγματάκια που μου χτύπησαν στο μάτι, όμως η αναζήτηση της αλήθειας είναι έργο ειδικών εμπειρογνωμόνων κι απαιτεί σχολαστική ανάλυση. Η τελευταία κατέληξε σε μια σειρά από θεωρίες που επιχειρούν να εξηγήσουν αυτό το φαινόμενο. Το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να δώσω την δική μου ερμηνεία στις παραπάνω εκδοχές.

Ο θρυλικός προπονητής της Λίβερπουλ Μπιλ Σάνκλυ είπε κάποτε:
«Σ’ ένα ποδοσφαιρικό σύλλογο υπάρχει ένα ιερό τρίπτυχο:

Οι παίχτες,...»

Ήταν φανερό ότι οι ποδοσφαιριστές έπαιξαν με φοβερή θέληση κι ιδιαίτερη δίψα για διάκριση. Όχι μόνο τα έδωσαν όλα στο γήπεδο, αλλά φάνηκαν καλά διαβασμένοι κι ώριμοι για ν’ ανταποκριθούν στις δύσκολες εξετάσεις του τουρνουά, βαθμολογούμενοι από «πολύ καλά», έως «άριστα». Σ’ αυτό συνέβαλε τ’ ότι:
Οι περισσότεροι απ’ αυτούς που αποτέλεσαν την βασική ενδεκάδα μαθήτευσαν ή είχαν στο παρελθόν μαθητεύσει στ’ ανεγνωρισμένα ευρωπαϊκά «κολλέγια» της Premier League, της Bundesliga ή της Serie A, μαζεύοντας πολύτιμες εμπειρίες αλλά κι αρκετό χειροκρότημα. Να που η παγκοσμιοποίηση έχει και τα καλά της.
Δεν ήταν λίγοι αυτοί είχαν έρθει κυριολεκτικά νταβραντισμένοι για μπάλλα, αφού δεν αποτελούσαν πρώτη επιλογή στους συλλόγους τους. Αντίθετα αγωνίστηκαν με πάθος και δύναμη για να δείξουν την αξία τους τόσο στον κόσμο, όσο και στους προπονητές τους.
Κινήθηκαν όλοι σε υψηλά επίπεδα απόδοσης, ενώ μερικοί ξεπέρασαν ακόμη και τον ίδιο τους τον εαυτό, κάνοντας τα παιχνίδια της ζωής τους! Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι οι Νικοπολίδης, Σεϊταρίδης, Δέλλας, Ζαγοράκης και Χαριστέας συμπεριλήφθηκαν στην ιδανική 23-άδα της UEFA.
Έπαιξαν συλλογικά αλληλοκαλύπτοντας τα κενά τους, φάνηκαν ψύχραιμοι και τσαχπίνηδες στις δύσκολες φάσεις κι εκμεταλλεύτηκαν με τον καλύτερο τρόπο το μεγαλύτερο κεφάλαιο του Έλληνα, το... κεφάλι.
Οι άλλοι είχαν τους σταρ. Στους δικούς μας έλαμψε η ομάδα!

«ο προπονητής...»

Οπωσδήποτε έναν πολύ σπουδαίο ρόλο έπαιξε το τεχνικό team κι η επιμονή του σ’ ένα πυρήνα από 30 ποδοσφαιριστές, οι οποίοι αποδέχτηκαν πλήρως την «γερμανική» νοοτροπία που τους επέβαλε. Στον τομέα του έμψυχου υλικού ο Ρέεχαγκελ:
Ξεκαθάρισε απ’ την πρώτη στιγμή την θέση του, δίνοντας στους παίχτες να καταλάβουν ότι ο λόγος του είναι νόμος κι ότι δεν ήταν διατεθειμένος ν’ ανεχθεί οποιουδήποτε τύπου ανταρσίες (Γεωργάτος, Ζήκος), ή όπως ο ίδιος εξήγησε:
«Οι Έλληνες εφηύραν την δημοκρατία, εγώ εισήγαγα μια δημοκρατική δικτατορία».
Παράλληλα προσπάθησε να πλησιάσει τους «μαθητές» του επιδιώκοντας να τους γνωρίσει καλύτερα, αλλά και να τους πείσει ν’ αλλάξουν τακτική ή ακόμη και στάση απέναντι στην Εθνική (επιστροφή Ντέμη).
Κατάφερε να τους εμφυσήσει το αίσθημα της ομαδικότητας, κηρύσσοντας τη φιλοσοφία του:
«Για να φτάσουμε σε ένα στόχο χρειάζεται να είμαστε ενωμένοι σαν μια γροθιά!»
Φρόντισε να «ντοπάρει» το ηθικό της ομάδας με «χάπια» αυτοπεποίθησης πριν από κάθε ματς, αφαιρώντας της ταυτόχρονα το άγχος για τ’ αποτέλεσμα, στο στυλ:
«Βγείτε και παίξτε μπάλλα και δεν έχετε να χάσετε τίποτα. Το πολύ πολύ να κερδίσετε!»
Πέτυχε να χαλιναγωγήσει τ’ ατίθασο ελληνικό ταμπεραμέντο, υπενθυμίζοντας στους ποδοσφαιριστές ότι το γήπεδο δεν είναι τσίρκο:
«Παλιά έκαν’ ο καθένας ό,τι ήθελε. Τώρα κάνει ό καθένας αυτό που του επιτρέπουν οι δυνατότητές του».

Εδώ νοιώθω την ασυγκράτητη εσωτερική ανάγκη να κάνω κατ’ εξαίρεση μια μικρή αναφορά για να μη σας κουράσω, εφόσον θα μπορούσα να μιλάω ώρες, σ’ ένα ποδοσφαιριστή, ο οποίος επίσης κατ’ εξαίρεση, αποδίδοντας πάντα αυτό που μπορεί, έκανε παντού μ’ επιτυχία ό,τι ήθελε. Φυσικά πρόκειται για τον Θοδωρή Ζαγοράκη που τίμησε στην κυριολεξία το περιβραχιόνιο του αρχηγού, χαρίζοντας στην ομάδα του και σ’ εμάς το πολυπόθητο τρόπαιο και στον ίδιο πανάξια την εκλογή του απ’ την επιτροπή της UEFA ως κορυφαίου παίκτη του τουρνουά. Πραγματικό πρότυπο πρωτεργάτη, «όργωσε» γήπεδα, «έσκαψε» μπάλλες, «έσπειρε» τέρματα, για να «θερίσει» με τον ιδρώτα του χρυσάφι κι ασήμι μαζί! Ήταν αυτό που εμείς οι Έλληνες λέμε με μια λέξη: λ ε β ε ν τ ι ά ! Και βέβαια για τους μερακλήδες μια φανελλίτσα με το 7 που άξίζει όλα τα λεφτά της, σ’ αντίθεση με κάποιες άλλες -και δεν εννοώ το Φίγκο, που δίχως την παραμικρή σταγόνα ιδρώτα στο συνθετικό τους ύφασμα, έχουν γίνει όλως παραδόξως best seller.

Όσον αφορά στην τεχνική πλευρά, γνωρίζοντας πολύ καλά ότι οι περισσότερες ομάδες υπερτετούσαν της δικής του σ’ όλους τους τομείς, εφάρμοσε μια φοβερά απλή αλλά εξ ίσου αποτελεσματική συνταγή, που χρειάστηκε να πάει πολλά χρονια πίσω -δίνοντας πρόσφορο έδαφος στους επικριτές του, για να την βρει. Πρόκειται για την ελληνικότατη τακτική του κλεφτοπόλεμου, βασιζόμενος στο μόττο: «προσπάθησε να εμποδίσεις τους αντιπάλους σου ν’ αναπτύξουν το παιχνίδι που είναι σε θέση να κάνουν, μην τους αφήσεις να επιβάλουν τον δικό τους ρυθμό και φυσικά στην κατάλληλη στιγμή κάρφωσέ τους στην καρδιά». Στο ρεπερτόριό του συγκαταλέγονται:
Tο «ξέθαμα» του λίμπερο κι η αναγωγή του στον πρωταγωνιστικό ρόλο του «από μηχανής θεού», θέση κλειδί κυρίως για λύσεις τελευταίας στιγμής.
Ο συνδυασμός ζώνης κι ατομικού μαρκαρίσματος, που περιόρισε τις δραστηριότητες των χαρισματικών κι επικινδύνων παιχτών των αντιπάλων.
Η εφαρμογή πρέσσινγκ πριν απ’ τη μεσαία γραμμή, μ’ αποτέλεσμα τη δημιουργία «ασφυξίας» στα ¾ του γηπέδου και τον εξαναγκασμό των «αλλοφύλων» ή σ’ άσκοπο «ζάλισμα» της μπάλλας ή στη πρόωρη «πώλησή» της.
Την πρόκληση πανικού και κατ’ επέκταση ευκαιριών από «ενέδρες», κοινώς στημένες φάσεις, ενίοτε με την συνοδεία «ακροβολισμών».
Την τελειοποίηση της «πλαγιοκόπησης δι’ αιφνιδιασμού», γνωστής κι ως γιουρούσι, ιδανικής για την ταχύτατη «άλωση» της αντιπάλου εστίας.

«κι οι φίλαθλοι.»

Μου είναι αδύνατο να φανταστώ τι θα είχε γίνει χωρίς την βοήθεια απ’ τον «δωδέκατο παίχτη», που ‘δωσε το βροντερό «παρών» μέσα στο γήπεδο. Για να μην αναφέρω βέβαια και τα εκατομμύρια των «τηλεφιλάθλων καναπεδάκηδων», καληώρα σαν την μούρη μου, που αρκέστηκαν στην πνευματική «τηλεϋποστήριξη», αλλάζοντας χρώματα και θερμοκρασίες μπροστά στις μεγάλου πλέον μεγέθους οθόνες.



Στην εποχή της Virtual Reality πιστεύω ότι η τεχνολογία δεν θ’ αργήσει να μας δικαιώσει, βρίσκοντας κάποιο τρόπο να μας ενσωματώσει στους, συγκριτικά ελάχιστους, σωματικά παρευρισκομένους και να μεταδώσει την εκ του μακρόθεν ενίσχυσή μας στους παίχτες. Για την ώρα θ’ αρκούσε μια απλή ανακοίνωση: «Στο ματς συμπαρίστανται και 2.000.000 τηλεθεατές». Προσωπικά έδωσα ρέστα μ’ όσους ήταν πραγματικά εκεί αφού:
Κέρδισαν κατά κράτος τη μάχη της εξέδρας δίχως να επιδοθούν σ’ ανόητες «κονταρομαχίες» και «χουλιγκανισμούς» όπως συνηθίζουν να κάνουν εντός έδρας.
Πρόσθεσαν το δική τους ξεχωριστή «πινελιά» εμπλουτίζοντας ακόμη περισσότερο το έτσι κι αλλιώς πολύχρωμο «ψηφιδωτό» της κερκίδας.
Ξεπέρασαν κάθε προσδοκία, όχι μόνο σ’ ένταση και παλμό, αλλά και σε ποικιλία συνθημάτων, που όμως για να πούμε και του στραβού το δίκιο, σ’ αρκετές περιπτώσεις δεν υπερέβησαν το ύψος του αφαλού.

Και καταλήγοντας ο τετραπέρατος Σκωτσέζος τεχνικός πρόσθεσε:
«Οι πρόεδροι δεν έχουν θέση εκεί μεσα. Αυτοί είναι μόνο για να υπογράφουν τα τσεκ...»

Kαι δεν είχε άδικο ο άνθρωπος, άσχετα αν στην Ελλάδα κάτι τέτοιες υπογραφές μπαίνουν «προφορικά». Πάντως παρ’ όλη την αίγλη που ακτινοβολεί ο τίτλος του Πρωταθλητή Ευρώπης στον καθένα μας, αφού όλοι προσπαθήσαμε με τον τρόπο μας και δικαιολογημένα μας κάνει να βλέπουμε τα πάντα μες από ’να ζευγάρι μυωπικά γυαλιά με θαλασσί φακούς, πέρ’ απ’ τους ύμνους περί λεβεντιάς κι ελληνικής ψυχής, δεν θα πρέπει να παραβλέψουμε μια μικρή αλλά πολύ σημαντική και λίαν καθοριστική λεπτομέρεια. Η θεά τύχη ήταν για 23 ολόκληρες μέρες ντυμένη στα γαλανόλευκα!

Δεν νομίζω ότι οι διεθνείς μας συμπεριλαμβάνονται σ’ εκείνους που γνωρίζουν παραπάνω απ’ τις δυο πρώτες στροφές του «Ύμνου εις την ελευθερίαν». Ποιος από μας θα μπορούσε να καυχηθεί κάτι τέτοιο άλλωστε. Κι όμως ο Διονύσιος Σολωμός ήξερε από τότε, ότι η πορεία προς την αθανασία είναι μονόδρομος:

«Ναι αλλά τώρα αντιπαλεύει κάθε τεκνο σου με ορμή,
που ακατάπαυστα γυρεύει ή τη νίκη, ή τη θανή.»

Δεν υπάρχουν σχόλια: