Χρήστος Αρδίζογλου
Η «Χρυσή Πόλη» με τις 180 γέφυρες, χτισμένη στο «γόνατο» του Μολδάβα είναι μια «Κλεοπάτρα» που σε κάνει δικό της απ’ την πρώτη κιόλας ματιά. Πόσο μάλλον εμένα, που μ’ έπιασε κυριολεκτικά στον ύπνο, αφού δεν είχα προλάβει να βγω καλά καλά απ’ το sleeping bag. Kαλοί βρε παιδί μου αυτοί οι τουριστικοί περίπατοι, αρκεί να μη γίνονται αγώνας δρόμου και μάλιστα πριν απ’ τον πρωϊνό καφέ! Ομολογώ ότι αν και φανατικός τεϊοπότης, στις διακοπές επιτρέπω μέσα μέσα στον εαυτό μου και κάνα καφεδάκι... Καθώς η δροσερή καταχνιά άρχισε να διαλύεται, ξεπρόβαλε αργά αργά μια αρχοντική σιλουέττα που μας έλουσε με το εκτυφλωτικό της φως σαν ήλιος. Χαζεύοντας τα παλιά πέτρινα κτίρια και τις πολύχρωμες αγελάδες, σήμα κατατεθέν της τσέχικης πρωτεύουσας που «έβοσκαν» αδιάφορώντας για τις περίεργες ματιές των περαστικών, φτάσαμε στην κεντρική πλατεία της παλιάς πόλης. Με το που σήκωσα το κεφάλι, το βλέμμα μου έπεσε πάνω στον Καραγκούνη που ντυμένος στα μπλε μ’ ένα δυνατό σουτ μ’ έκανε αυτοστιγμής ν’ αναρωτηθώ αν ήμουν ξυπνητός ή έβλεπα όνειρο. Σε μια τεράστια γιγαντοοθόνη πάνω σε μια πρόχειρα στημένη εξέδρα αναβόσβηναν συνεχώς πρόσωπα και θέματα, καθώς ένα τσούρμο από μηχανικούς που εργάζονταν πυρετωδώς έκανε τις τελικές δοκιμές για να ’ναι όλα στην εντέλεια στις εννιά παρά τέταρτο το βράδυ. Βλέποντας τον Μπρύκνερ και τον Μπάρος να δίνουν συνεντεύξεις σε μια γλώσσα που δεν καταλάβαινα, ξύπνησε μέσα μου ο Έλληνας «χούλιγκαν» που ως εκείνη τη στιγμή βρισκόταν σε κατάσταση χειμερίας νάρκης. Μονομιάς το ποδοσφαιρικό μου ένστικτο άρχισε να τσινάει, απαιτώντας απ’ την αφεντιά μου να πάρει καθαρά θέση. Η αρχική μου συμπάθεια για την «χώρα των μποέμηδων» είχε μετατραπεί ξαφνικά σ’ εχθρική διάθεση, αφού σκόπευαν να μας σαρώσουν στον δρόμο τους προς τον τελικό. Στα γύρω μαγαζιά οι «Νέντβιεντ» κι οι «Ροσίτσκυ» δέσποζαν σαν σκιάχτρα που, έχοντας πάρει χαμπάρι την παρουσία μου, μού ’βγαζαν κοροϊδευτικά τη γλώσσα. Πεισματωμένος μπήκα σ’ ενα κατάστημα αθλητικών ειδων και ζήτησα με θράσος ένα μπλουζάκι της Εθνικής μας. Ό πωλητής με κοίταξε κάπως παράξενα σα να ’θελε να μου πει:
«Καλά βαλτός είσαι κι εσύ ρε φίλε; Ακούς εκεί ελληνικό!», αλλά ανασηκώνοντας τους ώμους του μου εξήγησε πως δεν είχε, μια κι η χώρα μου ήταν για όλους η μεγάλη έκπληξη. Ο ελαφρά ειρωνικός τόνος της φωνής του μ’ έκανε να κοκκινίσω απ’ τη τσαντίλα πιο πολύ κι απ’ την φανελίτσα με το νούμερο 15 που κρεμόταν στη βιτρίνα του, αλλά διατηρώντας την ψυχραιμία μου τον ρώτησα τι πρόβλεπε για το ματς. Μου απάντησε διπλωματικά, αφού μ’ έβλεπε σαν πιθανό πελάτη, και μόνο στο ύφος του διέκρινα ένα καθαρό:
«Μα σοβάρα μιλαμε τώρα; Θα σας πατήσουμε!». Χαιρέτησα κι έφυγα, έχοντας μάθει ότι η τιμή του «Μπάρος» έφτάνε τα τέσσερα κατοστάρικα. Ο πυρετός του ημιτελικού είχε κάνει πια κατάληψη του «πύργου ελέγχου» μου και με πήγαινε όπου ήθελε. Θα ’μενα ευχαρίστως εκεί μέχρι το βράδυ αν η γυναίκα μου δεν είχε διαφορετικές διαθέσεις.
Ανηφορίζοντας για το κάστρο με τα παλιά βασιλικά ανάκτορα άρχισα να ψάχνω πυρετωδώς για συμπαράσταση.
«Δε μπορεί ολόκληρη Πράγα να μην έχει ένα ελληνικό εστιατόριο!» σκέφτηκα συνεχίζοντας την ανάβαση. Ξαφνικά κάτι μ’ έκανε να σταματήσω σα να μ’ είχε χτυπήσει κεραυνός. Έξω από ’να ρεστοράν, δίπλα στον πίνακα με το μενού της ημέρας είδα γραμμένη με κιμωλία μια ανακοίνωση που δεν χρειάστηκε να βγάλω λεξικό για να τη διαβάσω, αφού καταλάβαινα πολύ καλά τι ήθελε να πει παρ’ ότι τα Τσέχικά μου δεν ξεπερνούν το «καλημέρα»:
Ανάσανα βαθιά κι επιτάχυνα το βήμα μου για να προφτάσω τους άλλους έχοντας καρφωμέμη στο μυαλό μου την ταμπέλλα που μου προκαλούσε πονοκέφαλο. Τους βρήκα στη επόμενη στροφή ν’ ακούν ένα παραδοσιακά ντυμένο μουσικό τρίο να παίζει φολκλορίστικες μελωδίες.
«Αν οι συμπατριώτες τους απόψε κάνουν με την μπάλλα ό,τι οι τύποι με το τσέλο, τη φλογέρα και τ’ ακορντεόν, τη βάψαμε. Δεν γλιτώνουμε ούτε με τριάρα!» σκέφτηκα έχοντας μείνει κατάπληκτος απ’ την τέλεια αρμονία του συγκροτήματος. Η θέα από πάνω ήταν το κάτι άλλο. Η παλιά πόλη ξεδίπλωνε όλο της το μεγαλείο μπροστά στα μάτια μας, κάτι που μ’ έκανε να ξεχάσω προς στιγμήν την σπουδαιότητα της ημέρας, καθώς ήμουν για πολλή ώρα απασχολημένος με το καδράρισμα των μοτίβων μου πίσω απ’ την φωτογραφική μηχανή. Θα ’χα τραβήξει καμιά δεκαριά, όταν ως εκ θαύματος ο καλός οιωνός που έψαχνα απ’ το πρωί πέρασε από μόνος του ακριβώς δίπλα μου. Μού πήρε κάποια δευτερόλεπτα για να κλείσω τ’ ορθάνοιχτο στόμα μου φωνάζοντας στον «μεγάλο»:
«Εκεί, εκεί πέρα, βλέπεις το σημαιάκι;» και τεντώνοντας το χέρι, τού ’δειξα την μίνι γαλανόλευκη που ’παιζε κρυφτούλι σ’ ένα τσούρμο από τουρίστες. Πλησιάζοντας διακριτικά άκουσα την ξεναγό να εξηγεί κάτι στο γκρουπ της σε μια συχνότητα που ο «δέκτης» του αφτιού μου αποδιαμόρφωνε δίχως τη παραμικρή δυσκολία. Μιλούσε ελληνικά! Προσπέρασα αθόρυβα σφίγγοντας μ’ ικανοπόιηση τη γροθιά και της την έστησα σ’ ένα περίπτερο λίγο πιο κάτω ψάχνοντας δήθεν ν’ αγοράσω κάρτες για να στείλω στη μάνα μου.
«Άραγε να το δει μόνη ή με παρέα;» αναρωτήθηκα περιμένοντας, ενώ με τα κυάλια της φαντασίας βρισκόμουν κιόλας στο σαλόνι της προσπαθώντας να την δω να κάθεται μπροστά στην τηλεόραση και να κάνει μ’ αγωνία τον σταυρό της. Απ’ τ’ ονειροπόλημά μου μ’ έβγαλε η χαρακτηριστική φωνή της ξεναγού που μ’ είχε πλησιάσει σ’ απόσταση βολής. Μάζεψα όλο μου το θάρρος κι αρπάζοντας την πρώτη ευκαιρία την ρώτησα χαμογελώντας:
«Θα τους νικήσουμε απόψε;». Δίχως να τα χάσει, με κοίταξε ντόμπρα ανταποδίδοντάς μου το μειδίαμα και δείχνοντας ότι είχε μπει αμέσως στο νόημα:
«Να τους νικήσουμε, γιατί να μην τους νικήσουμε!» πρόλαβε να μου πει πριν ανοίξει το βήμα για να μη χάσει τους υπόλοιπους.
«Να που υπάρχουν κι αισιόδοξοι άνθρωποι!» συλλογίστηκα, παρ’ ότι η ανεπαίσθητα ξενική χροιά της προφοράς της μ’ έκανε ν’ ανατριχιάσω. Σκέφτηκα απλώς ότι σε κάτι τέτοιες περιπτώσεις τα «τους» και τα «-με» είναι πολύ σχετικά, αφού ποιος ξέρει πώς τα εννοούσε η κοπέλλα...
Ένα γρήγορο πέρασμα απ’ τον βασιλικό κήπο μου ’δωσε τη ευκαιρία ν’ απολαύσω μια υπαίθρια κλασσική όρχήστρα που άδικα προσπαθούσε να ψυχαγωγήσει τους λιγοστούς ακροατές της, ενώ στο διπλανό παγκάκι ένα νεαρό ζευγάρι δεν έδειχνε να πολυσκοτίζεται για ολ’ αυτά εκδήλωνοντας δημόσια την ερωτική του διάθεση. Χαζεύοντας σ’ ένα «λαβύρινθο» από σοκάκια με λογής λογής μικρομάγαζα, βγήκαμε επιτέλους στο επόμενο αξιοθέατο, την γέφυρα του Καρόλου του τέταρτου. Το μισό χιλιόμετρο από πέτρα και λάσπη που ενώνει τις δύο όχθες του Μολδάβα σφίζει από ζωή κι ιστορία. Μια πληθώρα πλανόδιων καλλιτεχνών προσπαθούσε να πουλήσει στους τουρίστες κάτι απ’ τους θησαυρούς της που εξέθετε καρτερικά κατά μήκος του δρόμου. Περνώντας κάτω απ’ την πύλη ξεχώρισα στα δεξιά μου το πέτρινο άγαλμα του Αυτοκράτορα, τ’ όνομα του οποίου εκτός απ’ τη γέφυρα φέρει και το περίφημο Πανεπιστήμιο. Εκει που άλλαζα στάσεις προσπαθώντας να τον αποθανατίσω, μου φάνηκε πως με κοίταξε υπεροπτικά σα να ’θελε να μου επιβεβαιώσει την επικρατούσα διάθεση:
«Μην τρέφεις ψευδαισθήσεις, απόψε θα σας διαλύσουμε!» Περάσαμε απ’ την άλλη μεριά, κατεβήκαμε τα σκαλάκια, θαυμάσαμε την ομορφιά που κρύβεται κάτω απ’ τις καμάρες και καταλήξαμε στα γραφικά σπιτάκια όπου φτιάχνουν λογιών λογιών κούκλες. Ένοιωσα την κούραση στα πόδια να μου υπενθυνίζει πως έπρεπε να πάρουμε σιγά σιγά τον δρόμο της επιστροφής αν θέλαμε να προλάβουμε την δεύτερη πράξη. Περνώντας πάλι απ’ τη γωνία που στεκόταν ο μαρμαρωμένος «φίλος μου», τρόμαξα να τον γνωρίσω αφού είχε καταληφθεί από δεκάδες ερυθρόλευκους φιλάθλους, ενώ κύματα μασκαρεμένων νεαρών σύγκλιναν με ταχύ διασκελισμό στην πλατεία των θεαμάτων. Παρατήρησα τότε ότι ακόμη και τα γκαρσόνια σέρβιραν εν στολή ντυμένα στα κόκκινα. Στις γύρω παράγκες οι τιμες απ’ τα μπλουζάκια είχαν πέσει στα τρία κατοστάρικα. Τ’ αγόρια βλέποντας τον κόσμο να καταφτάνει από παντού και παρασυρμένα απ’ το νεανικό παλμό της ειρηνικής διαδήλωσης, άρχισαν να ενδίδουν ζητώντας να μείνουμε. Συμβιβάστηκαν μόνο με την υπόσχεση, ότι σε περίπτωση νίκης των Τσέχων -που τη θεωρούσαν βέβαιη, θα επιστρέφαμε για να δούμε τον τελικό εκεί. Δυο ωρίτσες πριν την έναρξη του μεγάλου αγώνα βρισκόμασταν καθ’ οδόν προς την βάση μας.
Σ’ όλη τη διαρκεια της διαδρομής το μυαλό μου δεν έλεγε να ξεκολλήσει απ’ την γοητευτική ακτινοβολία της «γηραιάς κυρίας» που μ’ είχε στην κυριολεξία ξεμυαλίσει. Μάταια ζήτησα καταφύγιο στον πεζό σαρκασμό του Κάφκα ή στην έμμετρη μελαγχολία του Ρίλκε. Τα κείμενά τους αναπαύονταν σκονισμένα σε κάποιο απομάκρο ράφι της μνήμης μου, ενώ μέσα μου φώλιαζε μια έντονη επιθυμία να την ξαναδώ οπωσδήποτε. Ήμουν σφοδρά ερωτευμένος, πράγμα που γέμιζε τα στήθη μου μ’ ένα περίεργο αίσθημα ευφορίας.
«Καλά, δε νομίζεις πως το ’χεις παρακάνει; Απορώ πως η δόλια η γυναίκα σου δεν σ’ έχει σουτάρει ακόμη με τις απιστίες που της κάνεις. Εσύ δεν έχεις αφήσει ομάδα, αρένα, πόλη κι εγώ δεν ξέρω τι άλλο γένους θυλικού που να μην το ’χεις ερωτευτεί!» θα μπορούσε να ρωτήσει κάποιος. Κατ’ αρχήν η γυναίκα μου, ευτυχώς, δεν ανήκει στην κατηγορία του homο zelotypus. Κι ύστερα, δεν νομίζετε ότι αυτές οι μικρές «συμβατικές παρασπονδίες» είν’ εκείνες που εμπλουτίζουν κι αναζωογονούν μια σωστή σχέση; Εγώ πάντως ένα ξέρω. Το να νοιώθεις ερωτευμένος, εκτός του ότι σε κάνει να αισθάνεσαι ευτυχία, είναι και πηγή δημιουργικότητας.
Η επιστροφή διαρκούσε και διαρκούσε κι εγώ χαμένος στον κόσμο μου είχα λησμονήσει τελείως την βραδινή συνάντηση, η έναρξη της οποίας όσο πήγαινε και πλησιάζε. Μόνο εμείς δε πλησιάζαμε στον προορισμό μας, πράγμα που μ’ έκανε να πεταχτώ πάνω πανικόβλητος -ευτυχώς είχα βάλει ζώνη, μόλις είδα το ρολόι να δείχνει οχτώ και πέντε. Προφανώς είχαμε κάνει λάθος σε κάποια διασταύρωση και πηγαίναμε προς την αντίθετη κατεύθυνση. Όπως συμβαίνει σε κάτι τέτοιες στιγμές, το άγχος άρχισε να με κυριεύει κάνοντας τα μινίγγια μου να πάν’ να σπάσουν. Και σα να μην έφταναν ολ’ αυτά, άκουσα από πίσω τους «μάγκες» να λένε ούτε λίγο ούτε πολύ, ότι καλό θα ’ταν να κερδίζε η Τσεχία, για να πάρουν μέρος στη κυριακάτικη φιέστα της Πράγας!
«Βρε τσογλάνια, βρε μπάσταρδα που να πάρει ο διάολος τον πατέρα σας, ρεζίλι με κάνατε! Εμ βέβαια, το ’χουμε δίπορτο βλέπεις και πάμε μ’ όποιο μας βολεύει...» ήμουν έτοιμος να τους βροντοφωνάξω αλλά κρατήθηκα για ν’ ακούσω πρώτα την εξέλιξη της κουβέντας. Εντωμεταξύ στο μυαλό μου συνέχισα να εκδηλώνω τρανταχτά την απογοήτευσή μου:
«Κάνε παιδιά να δεις καλό! Τι σου είν’ ετούτοι δω ρε; Πού τους βρήκα; Βαλθήκανε τα μούλικα να μου ανεβάσουνε την πίεση βραδιάτικα! Αμ, δε φταίει κανένας. Εγώ φταίω που σας τάιζα, σας ξεσκάτωνα και σας μάθαινα μπάλλα. Ορίστε τώρα το ευχαριστώ!» Μέσα μου έβραζα. Ήμουν πυρ και μανία. Είχα πάρει φόρα και θα τους έπαιρνα σβάρνα. Απ’ τη μια ήθελα να τους «διορθώσω» κι απ’ την άλλη παρακαλούσα ν’ ανοίξει η γη να με καταπιεί. Δεν έγινε ούτε το ’να, ούτε τ’ άλλο. Αντίθετα συνέβη κάτι εντελώς απρόοπτο που μ’ έκανε να μείνω κόκκαλο. Η «μικρή», που μέχρι τότε δεν είχε βγάλει λέξη, παρενέβη με την λεπτή της φωνούλα δείχνοντας μια ωριμότητα που μ’ αφόπλισε:
«Εγώ απόψε θα ’μαι με την Ελλάδα! Η γιαγιά μου είναι από κει, από δω δεν ξέρω κανένα.» Η «γροθιά» ήταν αστραπιαία κι αποτελεσματική βγάζοντας τα δυο αγόρια νοκ-άουτ με τη μία. Ένα κοριτσάκι μόλις εφτά χρονών είχε βάλει του «κιοτήδες» αδελφούς της στην θέση τους, σώζοντας όχι μόνον εκείνους απ’ τη οργή μου, αλλά και την τιμή της οικογένειας από σίγουρο διασυρμό. Το βλέμμα μου διασταυρώθηκε μ’ εκείνο της γυναίκας μου, καθώς τα δαχτυλά των χεριών μας συναντήθηκαν στον λεβιέ ταχυτήτων.
«Μεγάλη θυγατέρα, έμπαινε και γοήτευε! Να παιδί, να μάλαμα. Καλά λένε πως απ’ τη κόρη θα δεις ένα ποτήρι νερό...» ξέσπασα σιωπηρά. Η «δικιά μου» είχε καθαρίσει το «ματς» με «τρίποντο» στο νεκρό χρόνο. Εκτός αυτού είχε πάρει και θέση στο πιο νευραλγικό σημείο του μοντέρνου ποδοσφαίρου. Σ’ αυτή την τρυφερή ηλικία είχε καταλάβει πως το προσωπικό ενδιαφέρον για μια ομάδα είναι η κινητήρια δύναμη που κάνει τον πιστό οπαδό της να ταυτίζεται μ’ αυτην. Ότι αυτό είναι που τελικά μετραέι κι όχι το αν τ’ αφεντικά θα φέρουν τον Πάπα σέντερ μπακ! Δεν θεώρησα σκόπιμο να επέμβω, αφού η βενιαμίν της φαμίλιας είχε αναγκάσει τους νεαρούς ανάγωγους να καταπιούν τη γλώσσα τους, κάνοντάς με παράλληλα πολύ περήφανο για τ’ αποτελέσματα της σωστής αγωγής στα παιδιά μου. Τώρα αν κάποια μου ξέφυγαν στην πορεία, συμβαίνουν αυτά. Άλλωστε κάθε προσπάθεια όσο καλά οργανωμένη κι αν είναι παρουσιάζει κι ένα μικρό ποσοστό αποτυχίας. Έτσι πως είχαν έρθει τα πράγματα ο αγώνας της Εθνικής περνούσε για μένα σε δεύτερη μοίρα. Τώρα δε μ’ ενδιέφερε πια, ας κέρδιζε όποιος ήθελε! Αλλά για να μην έχουμε καμιά παρεξήγηση, αυτό δεν σήμαινε βέβαια ότι δεν θα καθόμουν να τον δω. Έτερον εκάτερον!
Είχε παει κιόλας κι εικοσπέντε όταν τα φώτα του camping άρχισαν να παιχνιδίζουν από μακριά. Πεινούσα σαν λύκος αλλά δεν είχα καθόλου όρεξη να χάσω ούτε δευτερόλεπτο απ’ την ιστορική αναμέτρησή μας με τους ντόπιους, έστω κι αν ήξερα ότι θα ’χε μπιφτέκια με πατάτες τηγανητές. Μες στη όλη φούρια μου είχα ξεχάσει και τον «ξανθό», τα ’χα ξεχάσει όλα. Το μόνο που μ’ ενδιέφερε ήταν να βάλω κάτι στο στόμα μου και να φύγω σφαίρα για το μπαρ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου