ΤΟ ΞΥΠΝΗΜΑ

Γιάννης Τοπαλίδης


Wir hoffen, dass wir hier bis jetzt durch die Ergebnisse
den Menschen in Griechenland Freude bereitet haben.

Otto Rehhagel


Το 2004 ήταν μια πραγματικά πολυτάραχη χρονιά, δίσεκτη βέπεις. Σεισμοί, τυφώνες, πόλεμοι, πλημμύρες, τσουνάμι, τρομοκρατικές ενέργειες έκαναν άνω κάτω τον ούτως ή άλλως ταλαιπωρημένο πλανήτη μας. Ολόκληρος ο κόσμος έζησε ώρες αγωνίας για το αν η Ελλάδα θα κατάφερνε τελικά να ανταποκριθεί μ’ επιτυχία στις απαιτήσεις της Ολυμπιάδας σαν διοργανώτρια χώρα. Κι όμως μια ασήμαντη μειοψηφία ανθρώπων είχε την αναίδεια να πλέει σε πελάγη ευτυχίας, μόνο και μόνο επειδή εικοστρία τέκνα της σήκωσαν έναν αργυρό αμφορέα σε μια τοπική αθλητική διοργάνωση. Αγγίζει τα όρια της διαστροφής αλλά είναι ενδεικτικό του πόσο στενή είναι η οπτική γωνία του καθενός μας για τη ζωή. Κανονικά θα ’πρεπε ν’ ανησυχώ για το μέλλον της ανθρωπότητας, αφού συγκαταλέγω τον ευατό μου στα «ενεργά» μέλη της.
«Μα που βαδίζουμε επιτέλους;» θα μου πείτε. Μη μου βάζετε δύσκολες ερωτήσεις. Ένας απλός «ποδοσφαιρομανής» είμαι κι εγώ που γυρεύει τη δόση του από ματς σε ματς. Μήπως νομίζετε ότι στο κεφάλι ενός ποδοσφαιρικά εθισμένου υπάρχει τίποτ’ άλλο απ’ τη μπάλλα; Και σαν να μη έφταναν ολ’ αυτά, φορτώθηκα όπως όλοι οι συμπατριώτες μου και το αφόρητο βάρος του τίτλου του Πρωταθλητή Ευρώπης.

Είναι δύσκολο να περιγράψει κανείς με δυο λέξεις το τι σημαίνει για μας τους Έλληνες αυτή η ανέλπιστη επιτυχία που μας κάνει να φουσκώνουμε ακόμη σαν γαλοπούλες. Ο καθένας έχει τον δικό του τρόπο να επεξεργάζεται τα συνταρακτικά γεγονότα που σημαδεύουν τη ζωή του. Πάντως για ’μας τους βετεράνους ποδοσφαιρόφιλους της δύσκολης ηλικίας των 49, ήταν σίγουρα μια «ένεση ζωής». Ένα δυνατό σκούντημα που μας έβγαλε απ’ τη χρόνια κατάθλιψη της μετριότητας, βάζοντας νέους στόχους σ’ ένα παιχνίδι που έμοιαζε να ’χει χαθεί για πάντα. Μια βαριά κληρονομιά για τις επόμενες γενιές που διαλέγουν συνειδητά τη «βελόνα» του αθλητισμού για να κερδίσουν τον δύσκολο δρόμο που ’χουν μπροστά τους. «Η δουλειά είναι το παν. Το ταλέντο δεν είναι τίποτα», λέν’ οι Γερμανοί. Εμείς πιστεύουμε ακράδαντα στο αντίθετο. Κάπου στη μέση βρίσκεται η αλήθεια που οδηγεί στην πρώτη θέση του βάθρου. Απομένει ένας σοβαρός προγραμματισμός και μια σωστή διαχείρηση, αν επιδιώκουμε την παραμονή μας στην κορυφή του Ολύμπου. Ας μην ξεχνάμε ότι οι δυνατοί καθορίζουν οι ίδιοι την τύχη τους.

Ένα χρόνο μετά το θαύμα, τα πάντα έχουν σχετικοποιηθεί. Ύστερ’ από μια σειρά μετρίων εμφανίσεων στο Κύπελλο Συνομοσπονδιών, η Εθνική μας κουρασμένη, έχει δημιουργήσει τις καλύτερες προϋποθέσεις για να μας απαλλάξει από μια ακόμη φθοροποιό δοκιμασία παρακολούθησης των αγώνων της. Εδώ που τα λέμε, έχω πλήρη κατανόηση για την απόφαση των παικτών να μη μας θυσιάσουν στο βωμό μιας νέας «επέλασής» τους επί γερμανικού εδάφους, παραιτούμενoι εθελοντικά από μια θέση στα τελικά του ΠΚ 2006. Όπως μου ’χε πει κι ένας συνάδελφος μετά την κατάκτηση του τίτλου με μια μικρή δόση ζήλιας:
«Ναι αλλά δε νομίζω να βγείτε και Πρωταθλητές Κόσμου!», λες κι ήταν απαραίτητο. Στο κάτω κάτω όχι όλο εμείς, ας σηκώσουν κι οι άλλοι τίποτα βρ’ αδερφέ! Ένας κύκλος πλησιάζει στη συμπλήρωσή του προτού δώσει τη σκυτάλη στην αρχή κάποιου άλλου. Η λάμψη της φλόγας του ονείρου ξεθύμανε σιγά σιγά. Ο κανονικός ρυθμός της καθημερινότητας μας προσπέρασε πάλι στη στροφή. Μετά την επιτυχία του στο Euro του Βελιγραδίου, το «μπασκετάκι» πήρε πάλι κεφάλι στη αέναη μονομαχία του με το ποδόσφαιρο ανεβάζοντας τον πήχυ της άμιλλας ανάμεσα στα δυο αθλήματα. Δύσκολο τ’ αλισβερίσι της μπάλλας. Εφήμερο. Σήμερα είσαι αύριο δεν είσαι. Σήμερα νικητής αύριο ηττημένος. Σήμερα σηκώνεις αύριο σε σηκώνουν. Άσπρο, μαύρο. Είναι σκληρός ο ανταγωνισμός κι η μεταχείριση του ηττημένου ακόμη σκληρότερη. Όμως η ελπίδα πεθαίνει τελευταία κι ένας Πρωταθλητής Ευρώπης δεν πρέπει να πάψει να κοιτάζει μπροστά, να ’χει όνειρα. Σαν αυτό που ζήσαμε πέρυσι, που θα μείνει για πάντα βαθιά χαραγμένο σαν τατουάζ στο πετσί μας. Τι τα θέλετε, βαρύς ο σταυρός του οπαδού της Εθνικής, αλλά καλά τα καταφέραμε... Ναι καταφέρα-με! Γιατί, αμφιβάλλετε; Ας μην έκανα ’γω σεφτέ με την Αρμενία, να δω τι θα σηκώνα-τε!


Το screen saver του φορητού υπολογιστή μου μ’ εβγαλε απ’ το μελαγχολικό, νοσταλγικό μου αρμένισμα στο γαλάζιο ονειρώδη κόσμο του Euro. Ένα ένα τα γκολ της Εθνικής μας ξεδιπλώνονται για ένα δευτερόλεπτο μπρος στα μάτια μου. Η σουτάρα του «Τυπάρα», κοίτα να δεις, με λυμένα κορδόνια το ’βαλε το θηρίο. Τι αποκαλύπτει καμιά φορά ο φωτογραφικός φακός! Η «εκτέλεση» του Μπασινά, το «τούννελ» του Χάρι, το «σκάψιμο» του Ζήση, το «ζωγράφισμα» του Μπαρτέζ, η «κoυτουλιά» του Κολοσσού, τ’ «Αγγελικό» φινάλε και πάλι ο Καραγκούνης... Δεν τολμώ ν’ ακουμπήσω το ποντίκι γιατί δεν θέλω να διακόψω την συνεχή εναλλαγή των χρωμάτων που σκάζουν μ’ αυστηρή συχνότητα στην οθόνη. Ίσως γιατί δεν θα ’θελα να τελειώσει ποτέ τούτο τ’ όνειρο...
«Επιτέλους! Καλά πόσες φορές πρέπει να τ’ αφήσω να χτυπήσει για να το σηκώσεις; Αύριο κυκλοφορούν τα εισιτήρια για το κύπελλο με τη Χέρτα, μήπως ενδιαφέρεσαι να ’ρθεις;» Η χαρακτηριστική φωνή του Klaus έμοιαζε σα να ’ρχόταν απ’ το διάστημα. Προσπάθησα να καταλάβω τι εννοούσε.
«Αλλοοό! Σε σένα μιλάω, είσ’ ακόμα εκεί; Δε μου λες τι σου συμβαίνει τελευταία; Μήπως πρέπει ν’ αρχίσω ν’ ανησυχώ για την πάρτη σου; Από τότε που ’μπλεξες με το συγγραφιλίκι...» Διεκρινα μια ανεπαίσθητη έγνοια στις λέξεις του:
«Εεεε; Ναι.» απάντησα μετά από μια μεγάλη παύση. «Μ’ έκοψες πάνω στο καλύτερο. Έβλεπα ωραίο όνειρο.»
«Α, τώρα εξηγούνται όλα, συγγνώμη αν σε ξύπνησα... Για λέγε λοιπόν ονειροπαρμένε μου!» Τα μάτια μου άστραψαν πονηρά, ενώ τα χείλη μου άρχισαν σιγά σιγά να μακραίνουν.
«Παίζατε λέει με του «κάφρους»[1] στον τελευταίο αγώνα της σαιζόν και στεκόμασταν, όπως πάντα, μαζί μπροστά στα κάγκελα. Με νίκη ανεβαίνατε. Βρισκόμασταν στις καθυστερήσεις και το 0-0 παρέμενε, όταν ο διαιτητής σας έδωσε πέναλτυ.» Κοντοστάθηκα λίγο για να δω αν θα τσιμπήσει.
«Λοιπόν, τι έγινε;» ρώτησε με φανερό ενδιαφέρον.
«Βούτηξε τη μπάλλα ο Μαζίνγκου, πήρε φόρα να το βαρέσει και...» είπα κάνοντας επίτηδες ακόμη μια διακοπή.
«Και;» επανέλαβε ανυπόμονα.
«Και τότε βάρεσε το τηλέφωνο...» προσθέσα πριν ξεκαρδιστώ στα γέλια.
«Μούσια, κόφ’ τη πλάκα και μη παίζεις με τον πόνο μου για να μη σας πάρει και σας σηκώσει, κι εσένα και το περίφημο βιβλίο σου. Όλο μας το λες και το μας ξαναλές, γράφτο επιτέλους γιατί μας γκάστρωσες! Άντε γιατί θ’ αρχίσω να φωνάζω:»

«Τέλειωνέ το, να πάει στο διάλο,
φτάνει πια, μη μας βασανίζεις άλλο!»


[1] Ο HSV στην αργκό μας.


Δεν υπάρχουν σχόλια: