ΖΕΣΤΑΜΑΤΑΚΙ

Εθνική Ελλάδας


Ήρθαμε για να πετύχουμε τρεις νίκες και να προκριθούμε.

Βασίλης Τσιάρτας


Ας μη κρυβόμαστε, η Εθνική είναι χαμένο κεφάλαιο. Ένα βαρέλι δίχως πάτο που ποτέ δεν πρόκειται να γεμίσει, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες των εκάστοτε καλοθελητών που την συντηρούν. Είναι μια ομάδα που παρ’ όλη την κατεξοχήν ελληνική της σύνθεση, φαινόμενο σπανιότατο στις μέρες μας, δε συγκεντρώνει παρά μόνο μια χούφτα θεατών. Πρόκειται για ένα θλιβερά μικρό αριθμό πυροβολημένων, που είτε είναι χαρμάνηδες για μπάλλα είτε δεν έχουν τίποτα καλύτερο να κάνουν απ’ το να περιφέρονται ασκόπως στις απελπιστικά άδειες κερκίδες κάποιου γηπέδου. Όπως και να το κάνουμε το συλλογικό ενδιαφέρον έχει άλλη χάρη. Μαγνητίζει τις μάζες, τις φανατίζει στέλνοντας την αδρεναλίνη στα ύψη, παθιάζει, εκτονώνει, μαγεύει και προσφέρει ενίοτε άπειρη ικανοποίηση μετά από μια δύσκολη νίκη στο ντέρμπυ της Κυριακής.

Κακά τα ψέματα, αλλά ομάδα χωρίς οπαδούς μοιάζει με τον έρωτα δίχως σύντροφο κι όπως καταλαβένετε είναι καταδικασμένη από χέρι σε μαρασμό. Δυστυχώς η αμέριστη υποστήριξη, το ζωτικό αυτό στοιχείο που συσσπειρώνει κάθε λαό πίσω απ’ τα εθνικά του διακριτικά, δεν ανήκει υποχρεωτικά στα ατού τ' αντιπροσωπευτικού μας συγκροτήματος. Ενώ ο τόπος είναι φίσκα από πράσινους, κόκκινους, κίτρινους, μαύρους, και δεν το παω πολιτικά, που 'ναι διατεθιμένοι ακόμη και να πολεμήσουν για την ομάδα τους, οι γαλανόλευκοι δεν είχαν ποτέ οπαδούς. Κι όταν λέμε οπαδούς, εννοούμε το πιστό εκείνο κοινό που τους συμπαραστέκεται και τους ενισχύει σε μόνιμη βάση, άσχετα από επιτυχίες κι αποτελέσματα. Κατά περίεργο τρόπο κάποιοι καιροσκόποι θυμούνται κάπου κάπου τι χρώμα έχει η σημαία τους και τραγουδούν, μάλλον παράφωνα, το «Σε γνωρίζω απο την κόψι» όταν μυριστούν κάποια διάκριση που σχεδόν πάντα αποδεικνύεται οπτασία. Φυσικά με την ίδια ευκολία της γυρίζουν τη πλάτη σε κάθε στραβοπάτημα, πετώντας της δυό αγανακτισμένα φάσκελα γι’ αντίδωρο και περνώντας την «γενεές δεκατέσσερις»: «Νααα ρε ξεφτίλες! Τι καθόμαστε κι ασχολούμαστε μαζί σας;» Αυτοί δεν είναι φίλαθλοι, είναι απλοί θεατές, άσχετοι, ψιλοσυμπαθούντες έως αδιάφοροι, άχρωμοι κι άοσμοι κάτοικοι αυτής της χώρας. Εδώ είναι ικανοί να σιγοψήνονται αμέριμνοι σεκαποια παραλία, την ώρα που οι 11 «ημίθεοι» ποτίζουν μ’ αίμα κι ιδρώτα τη φανέλλαστα πλαίσια των προκριματικών του Πανευρωπαϊκού, χωρίς να ’χουν ίχνος τύψεων συνείδησης ούτε καν απ’ το περίφημο, δήθεν, ελληνικό φιλότιμο!


Αλλά ας αφήσουμε τις υπερβολές. Ποιος είναι τόσο μαζοχιστής και προτιμάει να θυσιάσει το Σαββατόκυριακό του, να στερηθεί το μπάνιο του, να χαραμίσει τις διακοπές του για χάρη μιας εβδομηντάχρονης-και ντίβας, για την ακρίβεια 75, που το μόνο που ’χε καταφέρει να επιδείξει μέχρι τούδε, ήταν ένας βαθμός κι ενα γκολ σε δυό μεγάλες ποδοσφαιρικές διοργανώσεις; Συμπέρασμα: χωρίς διακρίσεις αποκλείεται να τραβήξεις κόσμο και δίχως την συμπαράσταση της εξέδρας πώς να σηκώσεις τρόπαια... Φαύλος κύκλος δηλαδή, γρίφος πολύπλοκος, τηv λύση του οποίου καλούμασταν να γυρέψουμε εκ νέου, εκείνο το επεισοδιακό, «ολυμπιακό» καλοκαίρι στο Euro 2004. Θα μου πείτε: «Δε βαριέσαι καημένε, πώς να πας μπροστά άμα δε σε θέλ’ η μπάλλα; Μια ζωή όλο με τους άλλους φλέρταρε» και δεν θα ’χετε καθόλου άδικο. Βλέπεις εκείνοι ξέρουν πώς να της φερθούν γι’ αυτό άλλωστε και τους κάνει τα χατίρια. Ωραία, κι αν υποθέταμε ότι αυτή τη φορά, οδηγημένη από κάποια περίεργη διάθεση, μας ήθελε. Έτσι, μόνο και μόνο για να τη σπάσει στο κατεστημένο. Ας πούμε γι’ αστείο ότι παρασυρμένοι απ’ τα φτερά της εντελώς απρόσμενης πρόκρισής μας, κάναμε μια καλή πορεία στη Πορτογαλία. Φανταστείτε πως καταφέρναμε λέει να περάσουμε στα προημιτελικά κι από ’κει, γιατί όχι, με λίγη τύχη στους τέσσερις. Άντε να ’βαζ’ ο Δίας λίγο το «ποδαράκι» του και να μπαίναμε στον τελικό. Φυσικά όταν φτάσει κανείς μέχρι εκεί, όλα μπορούν να συμβούν. Είναι κουφό, αλλά το διανοείστε να ’σκαγε η μεγάλη έκπληξη και να βγαίναμε... Πρωταθλητές Ευρώπης; Μάλιστα, Πρωταθλητές Ευρώπης! Ακούγιεται μαγικό. Και μόνο τ’ άγγιγμα των δυo αυτών λέξεων με τα χείλη μού προκαλεί ρίγος. Συμπαθάτε με, ως γνήσιος Έλληνας το παραξήλωσα πάλι, αλλά όπως λέει κι η παροιμία: «O πεινασμένος... κυπέλλια ονειρεύεται»!

Δεν υπάρχουν σχόλια: