Η ΓΕΡΜΑΝΙΚΗ ΣΧΟΛΗ

5 Τραϊανός Δέλλας

Το ποδόσφαιρο είναι έν’ απλό παιχνίδι, όπου 22 παίχτες
αγωνίζονται και στοτέλος κερδίζει η Γερμανια.

Gary Lineker

Οι σχέση μου με τη Γερμανία είναι τόσο πολύπλοκη και μπερδεμένη που η ανάλυσή της κάλλιστα θα μπορούσε ν’ αποτελέσει θέμα διδακτορικής διατριβής. Σαν γνήσιο προϊόν της ελληνικής εκπαίδευσης και παιδέιας, μεγάλωσα με μια έντονη αντιπάθεια προς αυτή τη χώρα και τον λαό της. Στα τελευταία είκοσι χρόνια που ζω κι εργάζομαι σε τούτο τον τόπο, δεν έφτασα ακριβώς στο σημείο να τον αγαπήσω, αλλά έχω προχωρήσει στην αναθεώρηση των περισσοτέρων απ’ τις προκαταλήψεις που είχαν δημιουργήσει την αρνητική μου εικόνα γι’ αυτόν. Ενδεικτικά αναφέρω μερικά γεγονότα που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στις σχέσεις των δύο χωρών:

1832: Ο Βαυαρός πρίγκηπας Όττο, ο 1ος ελληνιστί Όθων, φον Βίττελσμπαχ
διορίζεται ως πρώτος βασιληάς των Ελλήνων.

1941: Η Ελλάδα καταλαμβάνεται από Ναζιστικά στρατεύματα.

1960: Έλληνες μετανάστες συντελούν στην ανοικοδόμηση της Ο.Δ.
Γερμανίας.

2001: Ο Όττο, ο 2ος, Ρέεχαγκελ αναλαμβάνει την τεχνική ηγεσία της ελληνικής
εθνικής ομάδας ποδοσφαίρου.

Μια ματιά αρκεί, για ν’ αντιληφθεί κανείς ότι στις περισσότερες συναντήσεις μας οι Γερμανοί είχαν το πάνω χέρι, είτε το θέλαμε είτε όχι. Κι επειδή αυτό το χέρι μόνο με χάδια δε μας γέμισε, είναι πολύ φυσικό να μη το βλέπουμε με καλό μάτι. Αλλά ας μη σκαλίζουμε παλιές πληγές γιατί αλλού είναι το θέμα μας. Η πρώτη μου σοβαρή επαφή με την, τότε διαιρεμένη, κεντροευρωπαϊκή Δημοκρατία ήταν στα τέλη της δεκαετίας του ’70, όταν γνώρισα, όλως περιέργως όχι δια της παραδοσιακής μεθόδου του καμακίου, δυό νεαρές γερμανίδες ενώ έκανα διακοπές στην Πελοπόννησο. Έκτοτε το ενδιαφέρον μου για τη χώρα τους πήρε διαστάσεις πάθους αφού μέσω μιας σειράς διακρατικών επαφών σε πολιτιστικο-αισθηματικό επίπεδο όχι μόνο φρόντισα να μάθω τη γλώσσα της, αλλά να εγκατασταθώ μόνιμα σ’ αυτή. Απ’ τα πρώτα πράγματα που διαπίστωσα, ήταν ότι οι ιθαγενείς εκτός απ’ τη ροπή στη μπύρα και τα λουκάνικα, για να μη ξεχνάμε και τα κλισέ, τρέφουν μια ιδιαίτερη αγάπη προς το ευγενές άθλημα της ποδοσφαίρισης. Και με το δίκιο τους βέβαια αφού οι επιδόσεις τόσο των συλλόγων όσο και του εθνικού τους συγκροτήματος στον διεθνή χώρο έχουν να επιδείξουν, σ’ αντίθεση μ’ εμάς, πλείστες επιτυχίες. Όταν μιλάμε για 3 Παγκόσμια Κύπελλα, σε 7 συμμετοχές σε τελικό, κι άλλα τόσα Πανευρωπαϊκά, σε 5 τελικούς, αντιλαμβανόμαστε ότι πρόκειται για μια ποδοσφαιρική υπερδύναμη με τεράστια ακτινοβολία κι αναγνώριση ανά την υφήλιο. Το γεγονός δεν είναι τυχαίο, αφού τα πάντα σ’ αυτή τη χώρα ακουμπάνε σε μια πλατειά υποδομή κι είναι απόρροια μακρόχρονης δουλειάς, τέλειας οργάνωσης και προσεγμένου σχεδιασμού, βασισμένου στα πιο πρόσφατα αποτελέσματα της επιστημονικής έρευνας. Μ’ άλλα λόγια βρίσκονται και λειτουργούν σ’ ένα κόσμο που απέχει παρασάγγας απ’ τα ελληνικά δεδομένα. Όταν λοιπόν οι «Τεύτονες» προγραμματίζουν την πορεία της εθνικής τους στην τελική φάση κάποιου μεγάλου τουρνουά, βάζουν για στόχο τους τουλάχιστον μια θέση στους ημιτελικούς, που σημαίνει ότι οι απαιτήσεις τους είναι ανάλογες με την προετοιμασία τους. Όπως καταλαβαίνετε ομάδα, τεχνικό προσωπικό και παράγοντες βρίσκονται κάτω από μια τεράστια πίεση τόσο του κόσμου, όσο και των ΜΜΕ, που δεν τους παίρνει να μην αποδώσουν τ’ αναμενόμενα, γιατί τους περιμένουν οι δημοσιογράφοι για να τους «σουβλίσουν» με τις πικρόχολες πένες τους. Αυτή τη φορά όμως τα πράγματα ήταν κάπως συγκρατημένα, λόγω των μετρίων εμφανίσεων στα προκρίματικά, αλλά και σε διάφορα φιλικά μ’ αντιπάλους αξίας. Σε συνδυασμό μάλιστα με την κλήρωσή τους στον «όμιλο του θανάτου» μ’ άλλους δυο ισχυρούς διεκδικητές της πρόκρισης, οι γνώμες ήταν διχασμένες και δεν ήταν λίγοι εκείνοι που τους έβλεπαν να πακετάρουν πρόωρα τις βαλίτσες τους. Έτσι, με το άγχος της αποτυχίας να αιωρείται πάνω απ’ τα κεφάλια τους, θα τα ’παιζαν όλα για όλα στο ματς με τους γείτονες απ’ τις Κάτω Χώρες.

Τα παιχνίδια ανάμεσα στη Γερμανία και την Ολλανδία έχουν κλασσικό χαρακτήρα κι όχι μόνο εμπεριέχουν στοιχεία θρίλλερ, αλλά διέπονται κι από το έντονα τεταμένο κλίμα μεταξύ των οπαδών των δύο αυτών συνορευόντων κρατών. Σκεφτείτε μόνο ότι οι Γερμανοί το 2002 ένοιωσαν περισσότερη ικανοποίηση για το γεγονός του αποκλεισμού των «πορτοκαλί» απ’ τα προκριματικά, παρά για τη δεύτερη θέση που τελείως αναπάντεχα κατέκτησαν οι ίδιοι! Το στυλ παιχνιδιού των Ολλανδών με καλύπτει απόλυτα. Τους διακρίνει δύναμη, αθλητικότητα, γρήγορο τέμπο, κινητικότητα, άρτια τεχνική κατάρτηση, ομαδικότητα, επιθετικό πνεύμα -δυστυχώς η καλή άμυνα ποτέ δεν συγκαταλεγόταν στα πλεόνεκτήματά τους, ό,τι δηλαδή αρκεί για σε σκλαβώσει για πάντα και να σε κάνει οπαδό τους. Εγώ έτσι την πάτησα όταν τους πρωτόδα στην τρυφερή ηλικία των 16. Ακόμη και σήμερα δε μπορώ να διανοηθώ πως στον τελικό του ’74 η ομαδάρα των «καλλιτεχνών» του είδους Κράουφ, Νέεσκενς και Ρένσενμπρινκ, για ν’ αναφέρω απλώς μερικούς, κατάφερε να χάσει απ’ τις «μαστοράντζες» Φογκτς, Χένες και Μύλλερ. Εκείνη η ήττα μου ’χει αφήσει αγιάτρευτα σημάδια, κι όπως είναι φύσικό δεν έκανε καθόλου καλό στα φιλογερμανικά μου αισθήματα. Από τότε τ’ αποτελέσματα είναι μοιρασμένα, με τα «λάχανα» να επικρατούν κατά κανόνα στα Παγκόσμια και τις «τουλίπες» να ’χουν το πάνω χέρι στα Ευρωπαϊκά. Σαν απεριτίφ απόλαυσα το τελευταίο μισάωρο του Τσεχία-Λετονία, όπου παραλίγο να γίνει το μπαμ απ’ τους nobody της Βαλτικής. Τελικά οι «λευκοί ιππότες της αυλής του Καρόλου», Μπρύκνερ, με δύο γκολ των Μπάρος, Χάιντς στο τελευταίο τέταρτο, λύγισαν τους «βυσσινί» και δικαίωσαν τη φήμη τους ως τρανταχτό φαβορί τουλάχιστον για τον δεύτερο γύρο. Μετά το τέλος του αγώνα είχα την ευκαιρία να θαυμάσω το 1-0 των Λετονών, ένα απ’ τα ωραιότερα σ’ εξέλιξη τέρματα της διοργάνωσης. Έχω την εντύπωση ότι τις καλύτερες φάσεις αυτού του ΕΚ τις βλέπω με διαφορά φάσης. Σε μια εκπληκτική αντεπίθεση απ’ τ’ αριστερά, η κούρσα 50 μέτρων του αέρινου Προχορένκοφς κατέληξε με συρτή σέντρα ακριβείας προ της εστίας τού εκδράμοντα Πετρ Τσεχ στο δεξί του Βερπακόφσκις, που απλώς ήταν εκεί που έπρεπε.

Όταν το ματς σ’ ενδιαφέρει προσωπικά είν’ αλλιώς, το ζεις, το διασκεδάζεις! Μαύρη διασκέδαση δηλαδή, έτσι, το καρδιοχτύπι μου άρχισε ταυτόχρονα με το σφύριγμα της έναρξης και όλα έδειχναν ότι μάλλον πηγαίναμε για στηθάγχη αφού τα «πάντσερ», έχοντας πλήρη πρωτοβουλία κινήσεων, επέβαλαν το ρυθμό τους κι είχαν ευκαιρίες. Και σα να μην έφταναν όλ’ αυτά, προηγήθηκαν μάλιστα στο σκορ με τυχερό γκολ από μακρινό φάουλ του Τόρστεν Φρινκς στο ημίωρο. Ο ανθρωπος για σέντρα πήγαινε, άλλο αν η μπάλλα ξεγλυστρώντας από ’να κύμα κεφαλιών, ποδιών, χεριών και σωμάτων που μάταια προσπαθούσε να πιάσει επαφή μαζί της, προτίμησε ν’ αγκυροβολήσει άσπηλη στην αντίπερα όχθη του τέρματος των Ολλανδών. Παρά την άνοδο τής «έλφταλ» στο δεύτερο μέρος και κάποια «αχ» από μέρους μου, τίποτα δεν άλλαξε μέχρι το 80΄ κάνοντας τα νεύρα μου να μοιάζουν με παρακουρδισμένη χορδή κιθάρας. Αφού είδα και απόειδα με τα τηλεπαθητικά κόλπα να μη φέρνουν αποτέλεσμα, το ’ριξα κι εγώ στον ωχαδερφισμό μετά ύβρεων:
«Δε πάνα γαμ...» δεν είχα προφθάσει να ολοκληρώσω τη φράση μου, όταν με μια καταπληκτική ενέργεια ο Φαν Νίστελροϋ ήρθε σαν απο μηχανής θεός να με λυτρώσει απ’ τα δεινά μου. Με τις γροθιές σφιγμένες και το χαμόγελο μέχρι τ’ αφτιά, γιόρτασα το τελικό 1-1 σα νίκη. Αποφεύγοντας τα μπλα μπλα των εξπέρ, σχημάτισα τον αριθμό του Klaus στο τηλέφωνο -αυτός πια κι αν δεν είναι βαμμένος πορτοκαλί, για να μοιραστώ τη χαρά μου μαζί του. Μ’ έκπληξη διαπίστωσα ότι είχε μόλις πληροφορηθεί μεν τ’ αποτέλεσμα, αλλά δεν είχε δει τον αγώνα!
«Καλά άλλο πράμα η ισοφάριση του δικού μας, ε! Είδες τι έκανε;»
«Μόλις τώρα μπήκα μέσα. Δεν έχω δει τίποτα, ποιος τό ’βαλε;»
«Ε ποιος άλλος; Ο Ρυυτ φυσικά!
«Δηλαδή, δηλαδή; Για λέγε...»
Άλλο που δεν ήθελα. Άρπαξα την πάσσα που μου πέταξε και παίρνοντας φόρα ξεχύθηκα σ’ ένα ασύστολλο φραστικό ντριμπλάρισμα άνευ προηγουμένου:
«Η μπάλλα βρίσκεται στα πόδια του Ερνστ, κάπου στ’ αριστερό σημαιάκι του κόρνερ των Γερμανών. Έτσι να κάνει την στέλνει στα ύψη κι η φάση τελειώνει εκεί. Περίπτωση απ’ αυτές που γυρίζεις προς το κέντρο για να δεις την συνέχεια της φάσης. Ξαφνικά πριν πάρει πρέφα πως του συνέβη, πέφτει απάνω του πρεσσάροντάς τον ο Φαν Ντερ Μέυντεν, του κλέβει το τόπι και κάνει φαρμακερή σέντρα στη γωνία της μικρής περιοχής στο πρώτο δοκάρι. Εκεί καραδοκεί ο δικός μας με την πλάτη γυρισμένη προς το τέρμα. Από πισω του έχει τον Βερνς που τον μαρκάρει στενά πιάνοντάς τον αγκαλιά. Και τι κάνει λες ο αθεόφοβος; Ξαπλώνει προς τα πίσω πάνω στον αντίπαλό του, παρασύροντας τον σε πτώση σαν σε χορευτική φιγούρα τανγκό και με το δεξί βρίσκει τη μπάλλα βολλέ, γυρίζοντας την αστραπιαία προς την εστία. Ουτ’ ο Κάαν την είδε, ούτε κανένας άλλος κατάλαβε τι έγινε. Και πολύ γκολάρα σου λέω!»

Έχοντας δει όλες τις ομάδες να παίζουν -την Ιταλία δεν χρειαζόταν να την δω αφού τόσα χρόνια την τρώω στη μάπα δίχως να μπορώ να καταλήξω σε κάποιο συμπέρασμα, θεώρησα καλό να κάνω ένα μικρό ρεζουμέ του τουρνουά μέχρι στιγμής. Στην ουσία έψαχνα ν’ απασχολήσω το μυαλό πριν απ’ τη επόμενη κρίσιμη συνάντησή μας με τους Ισπανούς. Αν εξαιρούσουμε την Βουλγαρία, όλα τ’ άλλα αποτελέσματα ήταν κατ’ ευχήν. Θα μπορούσα μάλιστα να ’χω βγάλει και κάποια χρήματα αν είχα ποντάρει με τις επιλογές μου στο παιχνίδι των προγνωστικών της εταιρείας μου, που συνηθίζουν εδώ κάθε δύο χρόνια. Αλλά μια και δεν είμαι τζογαδόρος, προτίμησα την κρυφή ηθική ικανοποίηση του ότι είχα πιάσει τρία σωστά σκορ, απ’ το υλικό κέρδος. Το μόνο που με είχε ξενίσει λιγάκι ήταν η ανησυχητική άνοδος της Αγγλίας, που ευτυχώς είχε παταχθεί εν τη γενέσει της, και βέβαια η λάθος πρόβλεψη μου για μας, που φιγουράραμε άνετοι στην πρώτη θέση του ομίλου μας.

Δεν υπάρχουν σχόλια: