ΚΛΕΙΝΟΝΤΑΣ ΕΝΑ ΚΥΚΛΟ

18 Γιάννης Γκούμας


Δεν ήξερα πώς, αλλά ήξερα ότι σήμερα θα το σηκώσουμε.

Άγγελος Χαριστέας


Πριν αρχίσω ν’ απασχολώ το μυαλό μου με τα φλέγοντα θέματα της ζωης όπως: ποιος θα ’πιανε τον Φίγκο ή ποιος θα ’παιζε στην θέση του τιμωρημένου Καραγκούνη, αν ο Όττο θα το ρίσκαρε να ρίξει στον αγώνα και τρίτο επιθετικό ή θα επέμενε στο αγαπημένο του 4-4½-1½ κι ένα σωρό άλλα παρόμοια ερωτήματα, έκανα μια μικρή αναδρομή στα συμβάντα της περασμένης νύχτας για να σιγουρευτώ ότι δεν μου ’χε διαφύγει τίποτα. Αν δε μ’ απατούσε η φαντασία μου, είχαμε νικήσει την Τσεχία 1-0 με silver goal του Δέλλα, εξασφαλίζοντας μια θέση στον τελικό της Κυριακής στη Λισσαβώνα. Αυτό σήμαινε ότι η «επιχείρηση Πράγα» είχε χάσει από χέρι παίρνοντας αναβολή επ’ αόριστον, μια και το τοπικό ενδιαφέρον για παρακολούθηση του αγώνα στην κεντρική πλατεία είχε πια εκλείψει. Ήταν φανερό λοιπόν ότι ο επόμενος σταθμός μας θα έπρεπε να πληροί μία και μόνη προϋπόθεση. Να ’χει οπωσδήποτε τηλεόραση!
«Κοίτα να δεις ότι ο ξάδερφος του Klaus είχε τελικά δίκιο στις προβλέψεις του» πέρασε απ’ το μυαλό μου και μ’ έκανε να σκεφτώ τον φίλο μου που πολύ θα ήθελα να του μιλήσω εκείνη την ώρα.
«Άραγε να το ’δε μόνος του ή με παρέα;» αναρωτήθηκα καθώς μέσα μου καιγόμουνα περισσότερο για να μάθω ποια ήταν τα προγνωστικά του ξαδέρφου, που ως άλλη Πυθία, είχε παραλείψει ν’ αποφανθεί σαφώς για την έκβαση του τελικού. Η μυρωδιά του φρέσκου καφέ μ’ επανέφερε στην πραγματικότητα υπενθυμίζοντάς μου ότι έπρεπε να φάω κάτι επειγόντως, γιατί το στομάχι μου διαμρτυρόταν απ’ ώρα. Αμέσως μετά είχα σκοπό να ρίξω μια ματιά στον τοπικό τύπο για να πάρω μια ιδέα του μεγέθους της τραγωδίας των ντόπιων. Απ’ την άλλη ήθελα να σιγουρευτώ απόλυτα για τ’ ότι δεν επρόκειτο για όνειρο, αλλά για ένα ονειρικό γεγονός που κατά τ’ άλλα ήταν πέρα για πέρα αληθινό. Κι η ευκαιρία δεν άργησε να παρουσιαστεί. Καθώς η υπόλοιπη οικογένεια θαύμαζε την επιβλήτική μεγαλοπρέπεια του καθεδρικού ναού της Αγίας Βαρβάρας στην Κούντα Χόρα, εγώ ξεγλίστρησα αθόρυβα και τρυπώνοντας σ’ ένα περίπτερο χάζεψα με περιέργεια τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων.

KONEC! ČESKO-ŘECKO 0:1

Τέλος! Ήταν ο τίτλος της Sport με μια στάμπα: ŠOK πάνω στ’ όνομα του φύλλου. Ενώ η LIDOVÉ NOVINY είχε φωτογραφία τον αποχωρούντα Νέντβιεντ να κραυγάζει σπαρακτικά απ’ τους πόνους απέναντι στον έκπληκτο γενειοφόρο, άρτι συλληφθέντα Ιρακινό πρώην δικτάτορα, που τον κοιτούσε μ’ ένα περίλυπο ύφος σαν να συμμεριζόταν απόλυτα την οδύνη του. Ξεφυλλίζοντας τις εσωτερικές σελίδες το μάτι μου έπεσε πάνω σε μια είδηση που -με τη βοήθεια του λεξικού, μ’ έκανε να χαμογελάσω ειρωνικά. Ο πρώην προπονητής της Μπάυερν Ότμαρ Χίτσφελτ είχε αρνηθεί ν’ αναλάβει την εθνική Γερμανίας!

Σύμφωνα με την απόφαση της βραδινής οικογενειακής σύσκεψης, επόμενος σταθμός μας θα ήταν το θέρετρο Ντόκσυ, κοντα στη πόλη Τσέσκα Λίπα. Η εκλογή της τοποθεσίας βασιζόταν στη συμβουλή ενός Τσέχου παραθεριστή που μας είχε πιάσει κουβέντα με σκοπό να μας πουλήσει φτηνά παντελόνια που τύχαινε να ’χει μαζί του! Τελικά διαπιστώσαμε ότι το γούστο του για τους τόπους παραθερισμού ήταν πολύ καλύτερο από ’κείνο για τα ρούχα, αφού η υπόδειξή του αποδείχτηκε πρώτης τάξεως. Το κέντρο κατασκήνωσης βρισκόταν μέσα σ’ ένα υπέροχο πευκόδασος στις όχθες μια γραφικότατης λίμνης, που εκτός της φυσικής ομορφιάς, πρόσφερε και μια πληθώρα από ατραξιόν για μικρούς και μεγάλους. Προπάντων δε, περιλάμβανε και δυο παράγκες με τηλεόραση όπου θα μπορούσε κανείς με λίγη τύχη να δει ποδόσφαιρο, μια κι η εικόνα δεν διακρινόταν ιδιαίτερα για την ευκρίνεια, την σταθερότητα ή την μοναδικότητά της. Βέβαια μπρος στην γενική ικανοποίηση ήμουν διατεθειμένος να κάνω κάποιους συμβιβασμούς, αφού δεν είχα όρεξη να προσθέσω κι άλλες σκοτούρες απ’ αυτές που είχα ήδη στο κεφάλι μου. Έτσι δεν χώραγε καμιά αμφιβολία ότι αυτή θα ήταν η δική μου Λισσαβώνα. Και μόνον η νοερή αναφορά στη λέξη «τελικός» μ’ έβγαζε απ’ τα νερά μου. Η ιδέα πως η Ελλάδα σε λιγότερο από 48 ώρες θα διεκδικούσε το σημαντικότερο ευρώπαϊκό τρόπαιο στο ποδόσφαιρο, μου φαινόταν σαν κάτι το τελείως εξωπραγματικό και με γέμιζε άγχος. Απ’ τη μια δεν έβλεπα την ώρα να στρωθώ μπροστά στο θαμπόγυαλο για να δω του ήρωες του αντιπροσωπευτικού μας συγκροτήματος να γράφουν άλλο ένα έπος στα γήπεδα της Πορτογαλίας. Απ’ την άλλη παρακαλούσα αυτή η αναμέτρηση να μην έρθει ποτέ, ξέροντας πολύ καλά ότι δεν θ’ άντεχα με τίποτα να δω τον Φίγκο να σηκώνει το κύπελλο τη στιγμή που οι δικοί μας θα κείτονταν κατηφείς στο χορτάρι. Αυτές κι άλλες παρόμοιες σκέψεις γυρόφερναν στο μυαλό μου την ώρα που στήναμε βιαστικά τη σκηνή μας, για να προλάβουμε το μπουρίνι που απ’ το πρωί απειλόυσε να μας κάνει παπί. Δεν είχαμε καλά καλά καρφώσει το τελευταίο πασαλάκι κι οι καταρράκτες τ’ ουρανού άρχισαν να κατεβάζουν ό,τι μας είχαν υποσχεθεί λίγο νωρίτερα. Το επόμενο μισάωρο τη βγάλαμε κοιτώντας απ’ τα παράθυρα τ’ αυτοκινήτου την καλοκαιρινή μπόρα να αιφνιδιάζει τους εκδρομείς, δημιουργώντας κωμικοτραγικές σκηνές πανικού. Δυο ωρίτσες αργότερα έχοντας τελειώσει τις βραδινές μου υποχρεώσεις, άφησα τα παιδιά να ξεδώσουν στο τραμπολίνο και τη σύζυγο να ηρεμήσει μελετώντας, κι έκανα μια αναγνωριστική βόλτα για να προετοιμάσω το έδαφος για τη μεγάλη νύχτα της Κυριακής. Μετά από μια γρήγορη σύγκριση κατέληξα στο συμπέρασμα ότι η δεύτερη συσκευή, σε σχέση με την απόσταση της απ’ τη βάση μας, ήταν εκείνη που θα μου πρόσφερε τις τηλεοπτικές της υπηρεσίες, αφού είχε σαφώς καλύτερη λήψη απ’ την πρώτη.

Τ’ άλλο πρωί καθώς περίμενα στην ουρά για να ψωνίσω ψωμάκια για το πρόγευμα, έριξα μια ματιά στις επικεφαλίδες των εφημερίδων που ήταν κρεμασμένες στη βιτρίνα του ψιλικατζίδικου. Καθώς ο ξένος τύπος φτάνει με μια μέρα καθυστέρηση, διάβασα μ’ έκπληξη στη μοναδική γερμανόφωνη φυλλάδα της προηγουμένης, που την βρίσκεις ακόμη και στην Αλάσκα, ότι η Γερμανική Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία είχε κάνει πρόταση στον Ρέεχαγκελ ν’ αναλάβει την Εθνική τους! Παρ’ ότι ήμουν νηστικός αισθάνθηκα έντονη τάση για εμετό.
«Κοίτα να δεις τι ξευτιλισμένοι είναι!» μονολόγησα. Δύο πρωταθλήματα, δύο κύπελλα κι ένα Κυπελλούχων με την Βρέμη. Ένα κύπελλο με την Φορτούνα Ντύσσελντορφ κι ένα κύπελλο UEFA με τη Μπάυερν, άλλο αν χρεώθηκε τυπικά στον πρόεδρό της, που είχε φροντίσει έγκαιρα να το παίξει «Μεσσίας» μετά την πρόωρη απομάκρυνση του Όττο απ’ τον πάγκο της ομάδας. Ούτε καν η ανεπανάληπτη για τα γερμανικά χρονικά διπλή πρωτιά, όταν ανέβασε την περιορισμένων δυνατοτήτων επαρχιακή Κάιζερσλάουτερν μέσα σε δύο σαιζόν απ’ την δεύτερη Κατηγορία στην κορυφή της Bundesliga, ήταν λόγος αρκετός για να τους πείσουν. Έπρεπε να πάρει τη «ψωροκώσταινα» απ’ το χεράκι και να την οδηγήσει στο ψηλότερο βάθρο της Ευρώπης για να τους κινήσει επί τέλους το ενδιαφέρον.
«Εμ βέβαια, τώρα που σφήνωσε τ’ αβγό στον κώλο, αφού προηγμένως σας έκλασαν όλες οι «αυθεντίες», θυμηθήκατε ότι ο Όττο είναι δικό σας παιδί και του στρώνετε το κόκκινο χαλί για να επιστρέψει. Μέχρι εκεί φτάνει το χάλι σας!» Αφήνιασα απ’ την αηδία. Βλέπεις ο «τύπος» απ’ το Έσσεν ουδέποτε τα ’χε καλά με τους ημετέρους του «Κάιζερ» και τους έμπαινε λέγοντάς τους σταράτα κι απροκάλυπτα τη γνώμη του. Όσο για τα παντοδύναμα ΜΜΕ, ποτέ δεν ήταν ο «αγαπημένος» τους συνομιλητής μια κι είχε σηκώσει δικό του μπαϊράκι. Παρ’ όλ’ αυτά τον είχαν χρησιμοποιήσει ουκ ολίγες φορές σαν πόλο ισορροπίας απέναντι στην κραταιά Βαυαρία για να τραβούν το ενδιαφέρον του κόσμου σ’ ένα ουσιαστικά ανιαρό πρωτάθλημα. Σκεφτείτε μόνο πως στην καθιερωμένη ερώτηση στην αρχή κάθε σαιζόν: «Ποιος θα πάρει τον τίτλο», 16 στους 18 προπονητές απαντούν στερεότυπα: «Η Μπάυερν!» ’Εφυγα φουρκισμένος ζητώντας παρηγοριά στον πρωινό καφέ και την συνηθισμένη «οικογενειακή γαλήνη» που επικρατεί γύρ’ απ’ το τραπέζι.
«Χρονιάρες μέρες, εεε... παραμονές τελικού!» ήθελα να πω, έχοντας συγχυστεί μέχρι εκεί που δεν πάει άλλο. Ποιος ξέρει που θα ξέσπαγε όλη εκείνη η καταιγίδα που αιωρείτο επικίνδυνα πάνω απ’ το κεφάλι μου!
«Αναίσχυντοι, τιποτένιοι! Κι εγώ που νόμιζα πως υπάρχουν και χώρες που πιστεύουν στην αξιοκρατία...» συνέχισα να εξίσταμαι τη ώρα που η γυναίκα μου μας ανακοίνωνε το ημερήσιο πρόγραμμα.


Οι λυχνίες του ραδιοφώνου ήταν το μόνο ζεστό σημείο της κάμαρης εκείνο το τσουχτερό απόγευμα του Δεκέμβρη. Με το εξουθενωτικό εξάωρο νωπό ακόμη στα κόκκαλα μου, ανυπομονούσα ν’ ακούσω τη περιγραφή του αγώνα μας, πριν στρωθώ και πάλι στο διάβασμα. Καθώς η φωνή του σπήκερ μετέδιδε τις συνθέσεις των ομάδων έτριψα δυνατά τα χέρια μου για να ζεσταθούν, τη στιγμή που η μάνα μου έριχνε τ’ αναμμένο μπαμπάκι με το οινόπνευμα στο στρογγυλό άνοιγμα. Ο Κώστας είχε κιόλας κουρνιάσει στον προνομιούχο «θρόνο» του και με τις παλάμες κάτω απ’ τις μασχάλες, έγερνε ήδη τ’ αφτί του προς τη μεριά του δέκτη περιμένοντας τη σόμπα να πάρει μπρός. Οι Πορτογάλοι, μ’ όλους τους σταρ που είχαν καταλάβει την τρίτη θέση στο ΠΚ του ‘66, κατέβαιναν με τον αέρα του 3-0 εναντίον της Ρουμανίας, ενώ εμείς είχαμε, όπως πάντα, κάνει κακή εκκίνηση χάνοντας στην Ελβετία μ’ 1-0. Όλα έδειχναν πως πολύ δύσκολα θα γλιτώναμε τη συντριβή, καθώς λίγο πριν το πρώτο εικοσάλεπτο ο Οικονομόπουλος έβγαζε για πρώτη φορά την μπάλλα απ’ τα δίχτυα του, κάνοντας την παγωμένη τραπεζαρία να κρυώσει ακόμη περισσότερο.
«Καλά πάμε...» έκανε ο θειός μου σφίγγοντας τα χείλη και κολλώντας τα χέρια του στη μαντεμένια θερμάστρα, που μόλις είχ’ αρχίσει να ζεσταίνεται. Κατέβασα από ντροπή τη ματιά στο χαλί ανακαθίζοντας πάνω στο πόδι μου.
«Τουλάχιστον να μη γίνουμε ρεζίλι!» σκέφτηκα λυπημένα, ενώ ο εκφωνητής του κάκου προσπαθούσε να τονώσει το ηθικό μας. Ξαφνικά, λες και μια σπίθα απ’ τη φουντωμένη φωτιά είχε πηδήξει μέχρι το κατάμεστο Καραϊσκάκη, η κραυγή «γκοοολ» γέμισε το δωμάτιο. Την ισοφάριση του Παπαϊάωννου ακολούθησε λίγο αργότερα το 2-1 απ’ τον Δέδε που έκανε τούτη τη φορά τους δυο μας να πηδήξουμε ως το ταβάνι. Η ατμόσφαιρα θύμιζε μονομιάς ηφαίστειο, καθώς μετά το 3-1 ακούστηκε απ’ το ράδιο:
«Ο Σιδέρης στέλνει για τέταρτη φορά την μπάλλα στα δίχτυα του Αμέρικο!» πριν ο Εουσέμπιο κλείσει τον χορό των τερμάτων. Είναι απίστευτο πόσο πιο εύκολα λύνονται οι ασκήσεις γεωμετρίας ή με τι όρεξη βγαίνει η μετάφραση των αρχαίων, ύστερα από ένα θαυματουργό 4-2 εναντίον μιας παγκόσμιας δύναμης... Ένα αποτέλεσμα που έιχε κάτι απ’ τον Μαη του ‘68! Πιστεύω ότι τελικά η πρόκριση χάθηκε στ’ Οπόρτο πέντε μήνες αργότερα, όπου το άνετο 2-0 έγινε 2-2 στο τελευταίο δεκάλεπτο. Άλλοι πάλι τ’ αποδίδουν στην τολμηρή απόφαση του Νταν Γεωργιάδη ν’ αφήσει το Δομάζο εκτός δεκαεξάδας στην εντός έδρας ισοπαλία μας με τους Ρουμάνους, εξαιτίας ενός γελοίου καβγά γύρω από μια φανέλλα. Τι τα θέτε, παίζαμε μπάλλα κείνα τα χρόνια! Κι όχι μόνο...

Το τσούξιμο της σαπουνάδας στα μάτια με ξύπνησε απ’ το νοσταλγικό μου ρετρό, καθώς προσπαθούσα σα τυφλοπόντικας να βάλω ένα κέρμα στον αυτόματο για να συνεχίσει να βγαίνει ζεστό νερό απ’ το ντουζ. Είχε ξημερώσει η μέρα του μεγάλου τελικού, του δεύτερου στη ζωή μου και στην ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου σ’ επίπεδο ανδρών μετά τ’ αραχνοσκονισμένο Wembley, κι είχα πει να πλυθώ και να στολιστώ κατά την παράδοσιν των αρχαίων ημών προγόνων πριν απ’ το βραδινό «ή ταν, ή επί τας». Σίγουρα είχα ένα μικρό τρακ αν κρίνει κανείς απ’ το γεγονός ότι έχυσα τρεις φορές τον καφέ μου, μάζεψα επανειλημμένα από κάτω το μαχαίρι μου, για να κάτσω τελικά πάνω στη φέτα με τη μαρμελάδα που είχ’ αφήσει στην καρέκλα μου. Κατά τ’ αλλά παρέμενα γενικά πολύ cool, κατα την έκφρασιν των νέων ημών απογόνων, κι απίστευτα ρεαλιστής. Στο κάτω κάτω δεν θα σήμαινε κι η συντέλεια του κόσμου, αφού το πολύ πολύ να βγαίναμε δεύτεροι μετά τους Πορτογάλους που μου ήταν χίλιες φορές προτιμότεροι απ’ τους Ιταλοαγγλοσάξονες. Πριν προχωρήσω όμως, θα ’θελα να σας πω δυο λόγια για το μηχανισμό της αυτοάμυνας που στην περίπτωσή μου λειτουργεί τελείως παράξενα. Όταν βρίσκομαι εν αναμονή γεγονότων που εμπεριέχουν το ενδεχόμενο της αποτυχίας, προετοιμάζω από νωρίς τον εαυτό μου για την χειρότερη δυνατή έκβαση, ώστε αν τελικά συμβεί κάτι τέτοιο να μη μου ’ρθει νταμπλάς και μ’ αποτελειώσει. Έτσι παρ’ όλο που κατά βάθος τρέφω πάντα κάποιες ελπίδες, φροντίζω να οπλίζομαι με μια τόσο υπερβολική δόση απαισιοδοξίας, που πέφτω σε κατάθλιψη πριν ακόμη έρθει το κακό. Αποτέλεσμα αυτής της τακτικής μου, είναι να βρίσκομαι συχνά σε μια τόσο άσχημη ψυχολογική κατασταση, που να μη είμαι σε θέση να χαρώ την επιτυχία όπως θα ’θελα. Και για να γίνω πιο συγκεκριμένος, όσον αφορά στο ποδόσφαιρο, η συναισθηματική μου μιζέρια αρχίζει πριν απ’ τον αγώνα και συνεχίζεται μετά την λήξη του ανεξάρτητα απ’ το αποτέλεσμα. Μ’ άλλα λόγια, η διαφορά στον τρόπο που αντιδρώ, είτε κερδίσει η ομάδα μου είτε όχι, είναι σε τελευταία ανάλυση αμελητέα! Θα μου πείτε γιατί σας τα λεω όλ’ αυτά. Είναι για ν’ αντιληφθείτε σε τι κατάσταση βρισκόμουν λίγες ώρες πριν το παιχνίδι της χρονιάς ή καλύτερα του αιώνα. Ευτυχώς το πρόγραμμα δεν πρόβλεπε πολύ τρέξιμο και στο μεγαλύτερο διάστημα της ημέρας τη βγάλαμε αραχτοί στην αμμουδιά βλέποντας τα παιδιά να πλατσουρίζουν στα νερά της λίμνης, που για μένα ήταν πολύ κρύα και πολύ θολά για να με προσελκύσουν. Κάτω απ’ τους ροκ ήχους ενός τετραμελούς συγκροτήματος που έδινε live open air συναυλία σ’ ένα παραλίμνιο μπαρ, επιδοθήκαμε στο μπητς-βόλλεϋ σαν ένα είδος προθέρμανσης για το επικείμενο φινάλε. Οι τσέχικη λαϊκή μουσική έχοντας κέλτικες ρίζες, παρουσιάζει πολλά κοινα στοιχεία με την ιρλανδέζικη που ειδικά εμένα με ξεσηκώνει. Έτσι είχα όλο το χρόνο να ηρεμήσω, φτιάχνοντας ταυτόχρονα κεφάλι για το βράδυ. Εκείνο το πολύ όμορφο απογευματάκι έδινε αργά αργά τη θέση του στο σούρουπο έχοντας κυλήσει τόσο αρμονικά, που μ’ ανησυχούσε αφάνταστα ως προς το τι επιπτώσεις θα ’χε στην έκβαση του αγώνα. Και μόνο η επιθυμία μου να νικήσουμε για δεύτερη φορά τους οικοδεσπότες μπρος σ’ ένα κοινό μάλιστα που λαχταράει μια ζωή όσο τίποτα αυτή τη διάκριση, εκτός του ότι μαρτυρούσε κακούς τρόπους, ήταν και βλασφημία προς τους θεούς.
«Αυτά δε γίνονται ούτε στο σινεμά.» σκέφτηκα, «Τουλάχιστον να πουλήσουμε ακριβά το τομάρι μας!» Κάτι μου ’λεγε πως θα ’χαμε κακά ξεμπερδέματα και γι’ άλλη μια φορά το ένστικτό μου δε με γελούσε. Το πράμα άρχισε να στραβώνει καθώς επιστρέφοντας, κάποιος είχε τη φαεινή ιδέα να προτείνει να φάμε λουκάνικα στο γκριλλ...
«Πολύ ωραία ιδέα...» συμφώνησα κι ήμουν έτοιμος να συμπληρώσω: «...αλλά όχι σήμερα!», μα πριν προφτάσω να αποτελειώσω την ένστασή μου, τρία βροντερά «ναι» μου ’κοψαν αυτοστιγμής τον βήχα. Ήταν ήδη περασμένες οκτώ κι ώσπου να μαζέψουμε ξύλα, ν’ ανάψουμε φωτιά, να στρώσουμε τραπέζι και να μαζευτούμε είχε πάει κιόλας και μισή. Κρύος ιδρώτας με περιέλουσε καθώς τα λεπτά περνούσαν κι η φωτιά δεν έλεγε να «πείσει» τ’ αναθεματισμένα «φαλλικά εδέσματα» να ψηθούν!

Δεν υπάρχουν σχόλια: