ΜΟΝΤΕΡΝΟΙ ΚΑΙΡΟΙ

3 Στέλιος Βενετίδης


Το ποδόσφαιρο έχ’ αλλάξει κι οι αποστάσεις
ανάμεσα στις ομάδες μίκρυναν σημαντικά.

Νίκος Αναστόπουλος


Κάποτε η τελική φάση του Πανευρωπαϊκού Κυπέλλου ή Κυπέλλου Εθνών, όπως συνήθιζαν να το λένε, διαρκούσε μία, άντε δυο βδομάδες. Oι αγώνες παίζονταν παράλληλα κι η τηλεόραση έδειχνε ένα ματς την ημέρα, το πολύ κάποιες φάσεις απ’ τα υπόλοιπα, κι αυτό ήταν’ όλο. Σήμερα το πράγμα έχει τόσο παραγίνει, που ’χει καταντήσει σήριαλ! Καταρχήν ο αριθμός των ομάδων που προκρίνεται στα τελικά διπλασιάζεται κάθε οχτώ χρόνια. Αν συνεχίσουμε στον ίδιο ρυθμό θα καταργηθεί η προκριματική φάση και θα μπαίνουμε απευθείας στα τελικά. Ευτυχώς που οι πολιτικοί φροντίζουν να δημιουργούνται όλο και περισσότερες νέες χώρες ώστε να μη μείνουμε ποτέ από προκριματικά. Όπως και να ’χει η εξέλιξη, τ’ αποτέλεσμα είναι τέσσερις βδομάδες γεμάτες μπάλλα με δύο τηλεοπτικές αναμεταδόσεις ημερησίως, που σημαίνει πλήρη κυριαρχία του βασιληά ποδοσφαίρου στη μικρή οθόνη. Και φυσικά καταλαβαίνω όλους εκείνους που λόγω αυτής της μονοτονίας, και τούτο κάθε δύο χρόνια αν υπολογίσει κανείς και το Παγκόσμιο Κύπελλο -τα Χριστούγεννά μας, μισούν το ποδόσφαιρο κι ό,τι συνδέεται μ’ αυτό. Παρ’ όλ’ αυτά εγώ επιμένω ότι πρόκειται για μια μικρή μειοψηφία «ψευτοκουλτουριάριδων» κι υποστηρίζω πως οι περισσότεροι το βρίσκουν αντίθετα πολύ ενδιαφέρον. Γιατί, για πέστε μου, ποιo reality show συνδυάζει άριστα, θέαμα, αγωνία, δύναμη, τέχνη, αίσθημα, ερωτισμό και ταυτόχρονα αβέβαιη έκβαση;

Έτσι, την άλλη μέρα στήθηκα μπροστά στο χαζοκούτι από νωρίς, για να ηρεμήσω λίγο απ’ την εξουθενωτική έξαψη της προηγουμένης βλέποντας το Ελβετία-Κροατία, ένα ματσάκι που και να σε πάρει ο ύπνος για κάνα δεκάλεπτο δεν χάνεις και τίποτα. Απλώς το χρησιμοποιούσα σα γέφυρα μέχρι να ’ρθει η ώρα για την βραδινή τιτανομαχία που υπόσχονταν τα δυο μεγαθήρια Γαλλία κι Αγγλία. Ευτυχώς, η ιώβια υπομονή μου, αποζημιώθηκε από μία και μόνο φάση, ιδιοφυή σε σύλληψη και μοναδική σ’ εκτέλεση, με πρωταγωνιστή τον τερματοφύλακα Ελβετό Γιέρκ Στηλ. Σε μια μακρινή μπαλλιά από τέρμα σε τέρμα κι ενώ ο ίδιος βρισκόταν εκτός περιοχής, είδε έκπληκτος τη μπάλλα να περνάει πάνω απ’ το κεφάλι του και να κυλάει περιπαιχτικά προς την άδεια εστία. Μ’ ένα γρήγορο σπάσιμο μέσης και ύστερα από φανταστικό για τα χρονάκια του σπριντ-τσουλήθρα, την προσπέρασε και βουτώντας απ’ την αντίθετη κατεύθυνση αφού της έκοψε πρώτα τη φόρα με τα χέρια, την σταμάτησε με το μέτωπο λίγα εκατοστά πριν περάσει τη γραμμή, στερώντας έτσι στον Κροάτη οπισθοφύλακά Ραπάιτς το γκόλ της διοργάνωσης! Ευτυχώς που υπάρχουν ακόμη ποδοσφαιριστές που παρά τον σκληρό συναγωνισμό που επικρατεί, δεν έχουν χάσει το χιούμορ τους. Οποιοδήποτε άλλο σκορ απ’ το τελικό 0-0 θα ’ταν άδικο και για τις δύο ομάδες.

Τα ματς της Γηραιάς Αλβιόνος, όπως άλλωστε κι εκείνα της Μπάυερν Μονάχου, έχουν για μένα ξεχωριστό ενδιαφέρον και τα παρακολουθώ μ’ ιδιαίτερη ευχαρίστηση για ένα και μόνο λόγο. Την καταβρίσκω να τις βλέπω να χάνουν! Δεν θυμάμαι πότε ακριβώς εκδηλώθηκε αυτό το βίτσιο μου, αλλά η σχέση μου με τους Βρετανούς γενικά, έφτασε στην άλλη άκρη του εκκρεμούς μετά το πέρας της πενταετούς παραμονής μου στη χώρα τους για σπουδές. Το παράδοξο είναι ότι κάποτε τους είχα ερωτευθεί απ’ την κορφή ως τα νύχια εξ αιτίας, σωστα το μαντέψατε, της στρογγυλής «Κίρκης» των γηπέδων. Ξεκινώντας απ’ τον αλησμόνητο διπλό τελικό του κυπέλλου του ‘70 ανάμεσα στην Ληντς και την Τσέλση και λίγο αργότερα τα παιχνίδια της εθνικής τους στο Μουντιάλ του Μεξικού που με σφράγισαν για μια ολόκληρη δεκαετία, είχα εξιδανικεύσει τα πάντα γύρω απ’ αυτή την χώρα και τους κατοίκους της. Να φανταστείτε ότι το ‘75, πολύ πριν απ’ τη σημερινή φρενίτιδα των ρέπλικα, εγώ κυκλοφορούσα με φανελλίτσα και κασκώλ της Ληντς ξεσηκωμένα απ’ τον ίδιο και κεντημένα απ’ τη μάνα μου. Με τον καιρό διαπίστωσα πως οι φλεγματικοί κάτοικοι των Νησιών, δείχνουν μια αδικαιολόγητη υπεροψία σε κάθε τους σύγκριση με ο,τιδήποτε προέρχεται απ’ την ηπειρωτική Ευρώπη μη εξαιρουμένου και του ποδοσφαίρου. Όταν μάλιστα αναφέρονται σε ποδοσφαιρικά αναπτυσσόμενες χώρες όπως η Ελλάδα, που την ξέρουν μόνο απ’ τις διακοπές, μιλούν με μια δόση ειρωνείας που ενίοτε αγγίζει τα όρια του σαρκασμού. Αν δε με πιστεύετε παρακολουθείστε την αναμετάδοση ενός διεθνή αγώνα μιας ομάδας τους και θα καταλάβετε τι εννοώ. Σε κάθε μεγάλη διοργάνωση, αν καταφέρουν να προκριθούν, μια ιστορία που μου ’χει στοιχίσει πολύ δάκρυ ιδίως την δεκαετία του ‘70, χτυπάνε την πρώτη θέση, we’ll go all the way, ανεξάρτητα απ’ τη δυναμικότητα των αντιπάλων τους. Περιττό να πω βέβαια ότι αν εξαιρέσει κανείς το World Cup του ‘66 στη χώρα τους, η μόνη πρωτιά που κατάφεραν μέχρι σήμερα είναι στη επεισόδιακή συμπεριφορά των οπαδών τους, ενώ κατά τ’ άλλα επιστρέφουν μια ζωή στον τόπο τους μ’ άδεια χέρια. Χώρια εκέιν’ η μανία τους ν’ αδειάζουν εκ παραδόσεως και κατά απίστευτο τρόπο στις εκδρομές κάθε ποσότητα μπύρας που τους διατίθεται μέχρι τελευταίας σταγόνας...

Το να βάζει κανείς ψηλούς στόχους είναι σπουδαίο κίνητρο και συντελεί τα μέγιστα στη εξέλιξη, πάντα όμως με την προϋπόθεση ότι δεν υπερεκτιμάει τις δυνατότητές του. Όταν η πράξη αποδεικνύει σε μόνιμη βάση τ’ αντίθετο, τότε, ή πρόκειται για υπερβολική αισιοδοξία, κύριο ελληνικό προτέρημα, ή απλώς για κλασσική περίπτωση έλλειψης του «γνώθι σαυτόν». Για να μη παρεξηγηθούμε, θα ’ταν τελείως αφελές αν επιχειρούσα να κρίνω ένα λαό βασιζόμενος σε μια και μόνη εκδήλωσή του. Ούτε τα πέντε χρονάκια που τον έζησα από κοντά μου δίνουν ένα τέτοιο δικαίωμα. Παράλληλα το βρίσκω πολύ παιδαριώδες να βάζει κανείς 50 εκατομμύρια κόσμου σ’ ένα συρτάρι κολλώντας απ’ έξω τ’ όνομα της χώρας του για ετικέττα. Νομίζω πως τέτοιου είδους γενικεύσεις κι υπεραπλοποιήσεις είναι ιδιαίτερα επικίνδυνες. Κι όμως καμιά φορά σκέφτομαι ότι οι Εγγλέζοι είναι όπως η γλώσσα τους. Στην αρχή τη μαθαίνεις εύκολα, αλλά όσο καλύτερα τη γνωρίζεις, τόσο περισσότερο καταλαβαίνεις πόσο λίγο τη ξέρεις.

Μερικούς αγώνες αξίζει να τους δεις μόνο για ένα συγκλονιστικό δίλεπτο, κατά την διάρκεια του οποίου η κυρά-τύχη με τα ξεδιάντροπα τερτίπια της φέρνει τα πάνω κάτω. Έτσι το βράδυ της Κυριακής έγινα μάρτυρας ενός των δραματικότερων φινάλε στα χρονικά του Πανευρωπαϊκου. Φυσικά είχα ποντάρει όλες μου τις ελπίδες στους «μπλε» του βιρτουόζου χορευτή Ζινεντίν Ζιντάν λογαριάζοντας χωρίς τον ξενοδόχο. Μια Αγγλία προσαρμοσμένη στο σουηδικό μοντέλο του Σβεν-Γέραν Έρικσσον, όντας σαφώς καλύτερη, προηγήθηκε στα τέλη του ημιχρόνου με μια ωραιότατη, όσο κι αν με πονάει που το λέω, κεφαλιά του Φράνκ Λέμπαρντ. Το γκολ του νεαρού χαφ μ’ έφερε 28 χόνια πίσω όταν ο συνονόματος πατέρας του, παλιά δόξα της Γουέστ Χαμ και της Εθνικής, εγκατέλειπε το γήπεδο με σκυφτό κεφάλι μετά τελικό του Κυπέλλου Κυπελούχων υποταγμένος με 4-2 στην αωτερότητα της κραταιάς Άνντερλεχτ. Το γεγονός μ’ έκανε να μελαγχολήσω διπλά, αφού την εποχή εκείνη τα φιλοαγγλικά μου αισθήματα ήταν στο φόρτε τους. Και σα να μην έφτανε αυτό, η ομάδα του ετοιμαζόταν να διπλασιάσει τα τερματά της αλά ελληνικά, με πέναλτυ που κέρδισε με μια θεαματικότατη βουτιά το ανατέλλον αστέρι της Γουαίυν Ρούνυ στο 50΄ σπρώχνοντάς με στα πρόθυρα νευρικού κλονισμού! Τότε ακριβώς σήμανε, για καλή μου τύχη, η ώρα των Γάλλων σταρ. Ο Φαμπιάν Μπαρτέζ ψώνισε τον πρώην συμπαίχτη του Ντέιβιντ Μπέκαμ, λόγω τιμής ποτέ δεν κατάλαβα το ντόρο που γίνεται γι’ αυτό το παλληκάρι, και με μια καταπληκτική εκτίναξη έσωσε το βράδυ μου γλιτώνοντάς με από σίγουρο κατρακύλισμα στα «Τάρταρα» της κατάθλιψης.

Καθώς το ρολόι έδειχνε το πρώτο λεπτό των καθυστερήσεων κι ο μέχρι τότε χλωμός Ζιζού έπαιρνε φόρα για να χτυπήσει ένα φάουλ δεξιά λίγο έξω απ’ την περιοχή του Ντέιβιντ Τζέιμς δικαιολογώντας έτσι την παρουσία του στο τερραίν, αποφάσισα επι τέλους ν’ αναλάβω ενεργά τις ευθύνες μου.
«Δεν μπορεί ένα τσούρμο αλμπάνηδων, πωρωμένων εκατομμυριούχων να μου χαλάει στα καλά του καθουμένου τη διάθεση» σκέφτηκα και κάρφωσα τ’ οργισμένο βλέμμα μου στην αριστερή γωνία του αγγλικού τέρματος, προσπαθώντας ν’ αυτοσυγκεντρωθώ όσο περισσότερο γινόταν επικαλούμενος ταυτόχρονα ό,τι ανώτερες δυνάμεις μού περνούσαν απ’ το νου. Και το κόλπο έπιασε! Σύμπτωση ή παραψυχολογικό φαινόμενο; δεν γνωρίζω. Η ουσία είναι, ότι η μπάλλα σαγηνευμένη απ’ το θεϊκό χάδι του δεξιού ποδιού του φρανσέζου μεσοεπιθετικού, πέρασε πάν’ απ’ το λευκό αμυντικό τείχος και διαγράφοντας μια τέλεια καμπύλη, σπαρτάρησε στη μαύρη απόχη σαν ξεγελασμένη πέστροφα. Τίποτα δε με κρατούσε πια στην πολυθρόνα μου και με τα χέρια υψωμένα ρούφηξα λαίμαργα την ανατομία του θαύματος απ’ όλες τις οπτικές γωνίες, πριν εγκαταλείψω το δωμάτιο για να δώσω διέξοδο στην πίεση στο υπογάστριο που μ’ απασχολούσε μεν απ’ ώρα, αλλά η αγωνία του ματς δε μου ’χε επιτρέψει ν’ ασχοληθώ μαζί της. Ως δια μαγείας η κατάθλιψη είχε μετατραπεί αυτόματα σε ψυχική έπαρση. «Τουλάχιστον δεν κέρδισαν!» τον χαβά μου εγώ, κι είχα σχεδόν ανακουφιστεί, όταν οι φωνές της γυναίκας μου από μέσα:
«Elfmeter!»[1] μ’ ανάγκασαν να ξαναπεταχτώ σφαίρα στο σαλόνι αφήνοντας ημιτελές το σωματικό μου έργο. Πρόλαβα να δω το τόπι να σφηνώνεται κυριολεκτικά στη δεξιά γωνία του γκαντέμη Τζέιμς και να μένει προκλητικά μετέωρο πριν υπακούσει οριστικά στο νόμο της βαρύτητας. Όταν λίγο αργότερα είδα σ’ επανάληψη την αψυχολόγητη «ασσίστ» προς τα πίσω του τραγικού ήρωα Στηβ Τζερράρντ και το εξ ίσου αδέξιο κλάδεμα του Άγγλου γκολκήπερ στον επελαύνοντα Τηρρύ Ανρύ, άρχισα να ’χω τύψεις συνείδησης για την δική μου «ασσίστ» στο 1-1.

Το πρωί της επομένης με βρήκε να σφυρίζω κεφάτα τη «Μασσαλιώτιδα» -δεν έχει ξαναγίνει δευτεριάτικα, στο δρόμο για το γραφείο. Το Euro είχε ξεκινήσει με τις καλύτερες προϋποθέσεις για ’μένα κι όποιος, συνάδελφος ή μη, είχε διαφορετική γνώμη ας τολμούσε να μου το πει!


[1] Πέναλτυ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: