Κωλοεκατομμυριούχοι!
Πανό των φιλάθλων της
Borussia Dortmund
Πανό των φιλάθλων της
Borussia Dortmund
Πέμπτη είναι η μέρα του βόλλεϋ. Πριν αρχίσω προπονώ την γυμνασιακή ομάδα των γιων μου, έπαιζα ο ίδιος σε μια μεικτή. Γενικά η πετοσφαίριση είναι το οικογενειακό μας σπορ, αφού όλα τα μέλη της φαμίλιας έχουν λίγο-πολύ ασχοληθεί με το γυάλισμα του παρκέ, ενώ μερικά συνεχίζουν ακόμη την παράδοση. Μαζί μαλιστα με τη γιαγιά, την πρώτη διδάξασα, συμπληρώνουμε κανονική εξάδα. Προσωπικά, το σήκωμα της μπάλλας στον φιλέ μου στάθηκε σαν ένας καλός σύντροφος και κράτησε το ηθικό μου ψηλά στα δύσκολα χρόνια που οι σχέσεις μου με τον χορτοτάπητα είχαν βουτήξει πολύ χαμηλά. Για να μη τα πολυλογώ πριν τις εφτάμιση δεν είμαι ποτέ σπίτι. Όσπου να κάνω ένα ντουζάκι και να φάω κάτι είχε πάει οχτώ και δέκα, κι ενώ ετοιμαζόμουν να «την κάνω» ευσχήμως, ο «μικρός» με συνέλαβε τη στιγμή ακριβώς που έκλεινα την πόρτα και με ρώτησε που πήγαινα και τι ώρα θα επέστρεφα. Πήρα ανάποδες κι ετοιμάστηκα να του τα ψάλλω.
«Ακούς εκεί ο τσόγλανος να μου κάνει έλεγχο του τι θα κάνω και που θα πάω! Ακόμα δε βγήκε απ’ τ’ αβγό και...» Κάτω από κανονικές συνθήκες θα τον είχα βάλει στη θέση του για την αυθάδειά του και θα τον είχα στείλει στη μάνα του, αλλά τo τελευταίo μ’ ένανε ν’ αναλογιστώ ότι πήγαινα ντουγρού γι’ «αυτογκόλ» και ξαναμπήκα σαν βρεμμένη κόττα. Μέσα στην όλη φούρια, όχι μόνο είχα ξεχάσει ν’ ανακοινώσω την βραδινή μου έξοδο στο έτερο ήμισυ, καθώς οι αιτήσεις για νυχτερινή «άδεια» οφείλουν να κατατίθενται στην αρχή του μήνα, αλλά θυμήθηκα κι ότι τις Πέμπτες κατά κανόνα «ήμουνα μέσα»... Σαν αστραπή άλλαξα σελίδα και τον αιφνιδίασα ρωτώντας τον αν είχε τίποτα μαθήματα για την Παρασκευή και χρειαζόταν τη βοήθειά μου. Η αντεπίθεσή μου τον βρήκε απροετοίμαστο καθώς δεν το περίμενε και κατεβάζοντας το βλέμμα μου εξομολογήθηκε για το τεστ των Γαλλικών που είχε για την επομένη. Μ’ αδερφέ μου συστήματα κι αυτά! Ακούς εκεί πρόχειρο διαγώνισμα την τελευταία μέρα του σχολικού έτους, αντί να τα πάνε μια εκδρομούλα τα παιδιά. Κοίταξα το ρολόι της κουζίνας σουφρώνοντας τα φρύδια και μουρμουρίζοντας κάτι για την τύχη μου, του είπα να βιαστεί γιατί είχα ένα σημαντικό ραντεβού και δεν είχα πολύ χρόνο στη διάθεσή μου. Έχοντας εκτελέσει το καθήκον μου σαν συνειδητός οικογενειάρχης, αισθάνθηκα ότι είχα προσφέρει αρκετά για να εξαγοράσω την ελευθερία μου και ξεπόρτισα, απαγορεύοντας στο «μικρό» να δει παραπάνω απ’ το πρώτο ημίχρονο. Εννέα παρά είκοσι, την ώρα δηλαδή που έπρεπε να κάθομαι δίπλα στον Klaus, εγώ ξεκλείδωνα το ποδήλατο έχοντας ξεφύγει με «ντρίμπλα» απ’ την επιτήρηση της γυναίκας μου.
Χρησιμοποίησα το δεκάλεπτο της διαδρομής για να μπω νοερά στο πνεύμα του αγώνα. Ταξείδεψα 38 χρόνια πίσω στο αείμνηστο Wembley, με τον Εουσέμπιο να πετάει τον Μπανκς απ’ την άλλη γωνία στο πέναλτυ που δεν στάθηκε αρκετό ν’ αποτρέψει την είσοδο των Άγγλων στον τελικό. Μετά έκανα «κλικ» στο Euro 2000 για ν’ απολαύσω το εξαίσιο τρίτο γκολ του Νούνο Γκόμες στο αξέχαστο 3-2, όπου η χρυσή γενιά των Πορτογάλων «μονομάχων» είχε ανατρέψει ένα 0-2, γκρεμίζοντας τους «λέοντες» στον λάκκο τους. Ετοιμαζόμουν να βάλω σ’ ενέργεια το replay, όταν περνώντας απ’ έξω από μια μπυραρία με γιγαντοοθόνη, το μάτι μου πήρε κάτι που παραλίγο να με κάνει να γίνω χαλκομανία στο ποτρμπαγκάζ του μπροστινού μου. Δεν είχαν παιχτεί καν δέκα λεπτά αγώνα και η λάθος ομάδα προηγείτο κιόλας μ’ 1-0!
«Που να πάρει ο διάολος, πότε πρόλαβαν οι κερατάδες;» μούγκρισα βάζοντας πέμπτη ταχύτητα.
«Ο Μάικλ Όουεν στο 3΄» μου εξήγησε ο Klaus την ώρα που λαχανιασμένος επιχειρούσα να κάτσω δίπλα του. Συνέχισε εξηγώντας μου ότι ήταν μια φάση σαν την ευκαιρία που είχε χάσει ο Νικολαΐδης με τη Ρωσία και συμπλήρωσε:
«Μόνο που ο Όουεν δεν είναι Ντέμης!» Δεν κατάλαβα που το πήγαινε κι ήμουνα έτοιμος να πέσω απάνω του να τον κατασπαράξω, αλλά μ’ έκοψε μια κεφαλιά του Κέμπμπελ μόλις άουτ.
«Εμ βέβαια, σας τσούζει βλέπεις το hat-trick που σας πέταξε στο φιλικό με την ΑΕΚ πριν τρία χρόνια. Τότε που παίζατε ακόμη στην Bundesliga πριν σας πάρει ο κατήφορος και δε λέτε να σταματήσετε... Aκούς εκεί που θα μου πει εμένα για το Ντέμη!» Ήμουν φουντωμένος κι είχα διάθεση για καυγά, αλλά την τελευταία στιγμή κρατήθηκα, αναλογιζόμενος την απελπιστική του κατάσταση. Μεθάυριο εγώ θα ’φευγα για διακοπές στη Τσεχία ενώ εκείνος ήταν καταδικασμένος να φυλάει «γερμανικά νούμερα» στο κρεββάτι της πεθεράς του, έχοντας τον μολυβένιο ουρανό του Αμβούργου για παρηγοριά. Φρίκαρα και μόνο με την ιδέα ότι θα μπορούσα να είμ’ εγώ στη θέση του, ενώ είχα ήδη πάρει την απόφαση να μη μαλώσω μαζί του.
«Ακούς εκεί ο τσόγλανος να μου κάνει έλεγχο του τι θα κάνω και που θα πάω! Ακόμα δε βγήκε απ’ τ’ αβγό και...» Κάτω από κανονικές συνθήκες θα τον είχα βάλει στη θέση του για την αυθάδειά του και θα τον είχα στείλει στη μάνα του, αλλά τo τελευταίo μ’ ένανε ν’ αναλογιστώ ότι πήγαινα ντουγρού γι’ «αυτογκόλ» και ξαναμπήκα σαν βρεμμένη κόττα. Μέσα στην όλη φούρια, όχι μόνο είχα ξεχάσει ν’ ανακοινώσω την βραδινή μου έξοδο στο έτερο ήμισυ, καθώς οι αιτήσεις για νυχτερινή «άδεια» οφείλουν να κατατίθενται στην αρχή του μήνα, αλλά θυμήθηκα κι ότι τις Πέμπτες κατά κανόνα «ήμουνα μέσα»... Σαν αστραπή άλλαξα σελίδα και τον αιφνιδίασα ρωτώντας τον αν είχε τίποτα μαθήματα για την Παρασκευή και χρειαζόταν τη βοήθειά μου. Η αντεπίθεσή μου τον βρήκε απροετοίμαστο καθώς δεν το περίμενε και κατεβάζοντας το βλέμμα μου εξομολογήθηκε για το τεστ των Γαλλικών που είχε για την επομένη. Μ’ αδερφέ μου συστήματα κι αυτά! Ακούς εκεί πρόχειρο διαγώνισμα την τελευταία μέρα του σχολικού έτους, αντί να τα πάνε μια εκδρομούλα τα παιδιά. Κοίταξα το ρολόι της κουζίνας σουφρώνοντας τα φρύδια και μουρμουρίζοντας κάτι για την τύχη μου, του είπα να βιαστεί γιατί είχα ένα σημαντικό ραντεβού και δεν είχα πολύ χρόνο στη διάθεσή μου. Έχοντας εκτελέσει το καθήκον μου σαν συνειδητός οικογενειάρχης, αισθάνθηκα ότι είχα προσφέρει αρκετά για να εξαγοράσω την ελευθερία μου και ξεπόρτισα, απαγορεύοντας στο «μικρό» να δει παραπάνω απ’ το πρώτο ημίχρονο. Εννέα παρά είκοσι, την ώρα δηλαδή που έπρεπε να κάθομαι δίπλα στον Klaus, εγώ ξεκλείδωνα το ποδήλατο έχοντας ξεφύγει με «ντρίμπλα» απ’ την επιτήρηση της γυναίκας μου.
Χρησιμοποίησα το δεκάλεπτο της διαδρομής για να μπω νοερά στο πνεύμα του αγώνα. Ταξείδεψα 38 χρόνια πίσω στο αείμνηστο Wembley, με τον Εουσέμπιο να πετάει τον Μπανκς απ’ την άλλη γωνία στο πέναλτυ που δεν στάθηκε αρκετό ν’ αποτρέψει την είσοδο των Άγγλων στον τελικό. Μετά έκανα «κλικ» στο Euro 2000 για ν’ απολαύσω το εξαίσιο τρίτο γκολ του Νούνο Γκόμες στο αξέχαστο 3-2, όπου η χρυσή γενιά των Πορτογάλων «μονομάχων» είχε ανατρέψει ένα 0-2, γκρεμίζοντας τους «λέοντες» στον λάκκο τους. Ετοιμαζόμουν να βάλω σ’ ενέργεια το replay, όταν περνώντας απ’ έξω από μια μπυραρία με γιγαντοοθόνη, το μάτι μου πήρε κάτι που παραλίγο να με κάνει να γίνω χαλκομανία στο ποτρμπαγκάζ του μπροστινού μου. Δεν είχαν παιχτεί καν δέκα λεπτά αγώνα και η λάθος ομάδα προηγείτο κιόλας μ’ 1-0!
«Που να πάρει ο διάολος, πότε πρόλαβαν οι κερατάδες;» μούγκρισα βάζοντας πέμπτη ταχύτητα.
«Ο Μάικλ Όουεν στο 3΄» μου εξήγησε ο Klaus την ώρα που λαχανιασμένος επιχειρούσα να κάτσω δίπλα του. Συνέχισε εξηγώντας μου ότι ήταν μια φάση σαν την ευκαιρία που είχε χάσει ο Νικολαΐδης με τη Ρωσία και συμπλήρωσε:
«Μόνο που ο Όουεν δεν είναι Ντέμης!» Δεν κατάλαβα που το πήγαινε κι ήμουνα έτοιμος να πέσω απάνω του να τον κατασπαράξω, αλλά μ’ έκοψε μια κεφαλιά του Κέμπμπελ μόλις άουτ.
«Εμ βέβαια, σας τσούζει βλέπεις το hat-trick που σας πέταξε στο φιλικό με την ΑΕΚ πριν τρία χρόνια. Τότε που παίζατε ακόμη στην Bundesliga πριν σας πάρει ο κατήφορος και δε λέτε να σταματήσετε... Aκούς εκεί που θα μου πει εμένα για το Ντέμη!» Ήμουν φουντωμένος κι είχα διάθεση για καυγά, αλλά την τελευταία στιγμή κρατήθηκα, αναλογιζόμενος την απελπιστική του κατάσταση. Μεθάυριο εγώ θα ’φευγα για διακοπές στη Τσεχία ενώ εκείνος ήταν καταδικασμένος να φυλάει «γερμανικά νούμερα» στο κρεββάτι της πεθεράς του, έχοντας τον μολυβένιο ουρανό του Αμβούργου για παρηγοριά. Φρίκαρα και μόνο με την ιδέα ότι θα μπορούσα να είμ’ εγώ στη θέση του, ενώ είχα ήδη πάρει την απόφαση να μη μαλώσω μαζί του.
Καθώς το παιχνίδι συνεχιζόταν, είχα όλο και περισσότερο την εντύπωση ότι οι γηπεδούχοι δεν επρόκειτο να ισοφαρίσουν παρά την υπεροχή τους, πράγμα που με χάλαγε άσχημα. Αντίθετα οι Eγγλέζοι με το αγαπημένο τους kick (Τζέιμς) and rush (Όουεν) δικαιολογούσαν απόλυτα τους φόβους μου για τη κατάκτηση του τροπαίου, γεγονός που είχε αρχίσει να μου γίνεται εφιάλτης. Πλησιάζαμε το ημίωρο και σε μια μάλλον ακίνδυνη διεκδίκηση της μπάλλας ο Ζόρζε Ανντράντε πάτησε άθελά του τον αντίπαλο σέντερ-φορ, ξέρετε ποιον εννοώ, στον αχίλλειο τένοντα και του ’δωσε το παπούτσι στο χέρι, αναγκάζοντάς τον λίγο αργότερα να παραχωρήσει κουτσαίνοντας την θέση του στον Βασσέλ. Ο τραυματισμός του Βρετανού κανονιέρη επηρέασε την ομάδα του Έρικσσον, μ’ αποτέλεσμα να χάσει τα νερά της απ’ το αναπάντεχο γι’ αυτήν, όχι βέβαια και για μένα, σοκ. Το παιχνίδι είχε εξελιχθεί σε μονόλογο με τους μεν να θέλουν αλλά να μη μπορούν και τους δε να μπορούν αλλα να μη θέλουν. Μ’ αυτό το σκηνικό φτάσαμε στο ημίχρονο που περίμενα πως και πως για να καταλάβω επιτέλους τι εννοούσε ο δικός μου με τις σαρκαστικές συγκρίσεις του, που οφείλω να ομολογήσω ότι αντικατόπτριζαν απόλυτα την πραγματικότητα. Το ελεύθερο του Άγγλου γκολκήπερ πήρε το «σκαλπ» του Κοστίνια πριν βρει το έδαφος λίγο έξω απ’ την περιοχή του Ρικάρντο, ακολουθούμενο απ’ τον άσπρο σίφουνα με το δέκα στην φανέλλα. Στην αρχή φάνηκε να έχει την μπάλλα στην πλάτη, αλλά προτού αντληφθεί κανείς τι τρέχει, την άφησε να κάνει άλλο ένα γκελ, κι εκτελώντας μια πλήρη περιστροφή γύρω απ’ τον άξονά του, την πέρασε αστραπιαία με το δεξί πάνω απ’ τον εξερχόμενο Πορτογάλο πορτέρο. Ξεροκατάπια με δυσκολία κι αισθάνθηκα άσχημα για τον τελείως άδικο παρ’ ολίγο τσακωμό με το φίλο μου, δίχως όμως να παραδεχθώ το σφάλμα μου δίνοντάς του το δικαίωμα να σηκώσει θριαμβευτικά το φρύδι.
Κανονικά θα περίμενε κανείς βεντέττες όπως ο Λουίς Φίγκο κι ο Νέιβιντ Μπέκαμ να πάρουν το παιχνίδι απάνω τους και να το σπρώξουν ο καθένας στη κατεύθυνση που απαιτούσαν οι συνθήκες για την πρόκριση της ομάδας του, όμως δυστυχώς με διέψευσαν αμφότεροι. Ο μεν πρώτος δια του φιλότιμου αλλά φλύαρου «φλερτ» του με τη μπάλλα, ο δε δεύτερος δια της ασκόπου περιφοράς του στο τερραίν. Κι ενώ όλα έδειχναν ότι εκείνη τη νύχτα θα με κυνηγούσε το φάντασμα του Όουεν -ή ίσως του Ντέμη, ο Σκολάρι μ’ ένα ρεσιτάλ από τολμηρές αλλαγές έσωσε το παιχνίδι και γλίτωσε την καρέκλα του από βέβαιο ξεχαρβάλωμα. Και φυσικά όταν αντικαθιστάς ένα ζευγάρι πόδια αξίας 50 εκατομμυρίων Eυρώ με μια ρεζέρβα ονόματι Ποστίγκα, τη στιγμή μάλιστα που ο αρχηγός λίγο έλειψε να ισοφαρίσει μ’ ένα μακρινό σουτ, ή έχεις βαρεθεί το πόστο σου και διψάς για κάνα μπάνιο, ή είσαι μέγας τζογαδόρος και προβοκάρεις την τύχη σου μέχρι να σου κάτσει. Έτσι η αποχώρηση του Πορτογάλου αρχηγού ένα τέταρτο πριν απ’ το τέλος του αγώνα κουνώντας πέρα δώθε το κεφάλι -με τον διαγραφόμενο κίνδυνο να είναι η τελευταία του εμφάνιση στο τουρνουά, δικαιολογημένα προκάλεσε την δυσαρέσκεια, τόσο του κοινού, όσο και του μελαχρινού play maker. Δύστυχώς τα πάντα στη σύγχρονη ζωή κρίνονται, κατά τους παντογνώστες δημοσιογράφους, απ’ το πιο πρόσφατο αποτέλεσμα κι όχι απ’ τις επιτυχίες του παρελθόντος, κι ο Βραζιλιάνος κόουτς φαίνεται πως είχε (κουρ)άγιο. Η σέντρα του επίσης αλλαγή Σιμάον στο 83΄ απ’ τ’ αριστερά άλλαξε πορεία στο κεφάλι του Ποστίγα πριν προσγειωθεί στο «καλάθι» του Τζέιμς. Το πανδαιμόνιο που επακολούθησε μπρος, αφού παραδοσιακά οι Γερμανοί δεν φημίζονται για την συμπάθειά τους προς τους Άγγλους, και πίσω απ’ την οθόνη είναι υπεράνω κάθε περιγραφής και δεν κάνω καν τον κόπο να το μεταφέρω στο χαρτί αφήνοντας τη φαντασία του αναγνώστη να οργιάσει. Ο μόνος που έμενε αμέτοχος, χαμένος στις σκέψεις του ήταν ο Klaus. Κι ενώ οι πανηγυρισμοί δεν είχαν ακόμη κοπάσει κι όλοι είχαν πλέον συμφιλιωθεί με την ιδέα της παράτασης, ένα λεπτό πριν απ’ το τέλος η Ροτέιρο βρέθηκε προς γενική έκπληξη στο τέρμα των γηπεδούχων. Ευτυχώς ο Ελβετός διαιτητής Μάιερ, αντίθετα απ’ τον συνάδελφό του Ντηνστ το ’66, δεν άφησε το σοκ ούτε καν να εκδηλωθεί, αφού ακύρωσε το γκολ έχοντας ιδίαν αντίληψη κι όχι κάποιο Μπαχράμωφ για επόπτη, ερμηνεύοντας πολύ σωστά την «λαβή» του Τέρρυ στον Πορτογάλο τερματοφύλακα ως Υππόν[1] κι επαναφέροντας την καρδιά μου στη θέση της.
Το πρώτο δεκαπεντάλεπτο της συνέχειας κύλησε δίχως ιδιαίτερες συνκινήσεις κι έδωσε την εντύπωση ότι πηγαίναμε για ξενύχτι. Εγώ βέβαια άλλο που δε ήθελα, αρκεί στο τέλος να επικρατούσε η ομάδα μου, που σήμερα έπαιζε στα γκρανά. Με την αλλαγή των τερμάτων άλλαξε και και το σκηνικό που στριμώχθηκε στα καρρέ των «σταυροφόρων» απ’ το Νησί. Μια κεφαλιά εξ επαφής που σταμάτησε κάποιο πόδι πάνω στη γραμμή άφησε ελεύθερο το «κουρδιστήρι» μου κάνοντάς με να χοροπηδήσω με λαχτάρα. Βρισκόμουνα στην διαδικασία του επαναθρονισμού, όταν ο Ρούι Κόστα, ο τελευταίος «ρήγας» του Βραζιλιάνου προπονητή, μάζεψε την μπάλλα κάπου στη σέντρα, την πήγε περίπατο μέχρι την αντίπαλη περιοχή, απέφυγε το «κεφαλοκλείδωμα» του μικρού Νέβιλ και μ’ ένα δεξί που θύμιζε μπαζούκας ανατίναξε το τέρμα των «ιπποτών» της Βασίλισσας. Με πήρε κάμποσα δευτερόλεπτα για να συνειδητοποιήσω αυτό που έβλεπα, ενώ μια γλυκιά εσωτερική χαρά έπαιρνε αργά αργά στα χέρια της τα ηνία του κορμιού μου. Μέχρι κι ο Klaus βγήκε απ’ το καβούκι της σιωπής του μουρμουρίζοντας με δέος:
«Τον βούλωσε!» Δέκα λεπτούλια με χώριζαν απ’ την απόλυτη ηδονή πριν τερματήσω ένδοξα μια έτσι κι αλλιώς δύσκολη μέρα. Όμως δεν είχα υπολογίσει την ξεροκεφαλιά -κατ’ άλλους πείσμα, των Βρετανών, που σε μια ύστατη προσπάθεια να μείνουν στο ματς βγήκαν όλοι μπροστά. Δεν ξέρω αν η μπάλλα είναι σαδίστρια, αυτό όμως που είναι σίγουρο, είναι ότι βρίσκει τις πιο απίθανες στιγμές για να κάνει τα καμώματά της λες και παίρνει μίζα απ’ τα διανυκτερεύοντα φαρμακεία! Το καλοτραβηγμένο κόρνερ του μεγάλου Νέβιλ σημάδεψε τον Τέρρυ ακριβώς στο κεφάλι, που με τη σειρά του βρήκε τον Λέμπαρντ να κόβει με την πλάτη του την θέα του Ρικάρντο. Εν ριπή οφθαλμού κοντρόλαρε με τ’ αριστερό και ενώ η σφαίρα αισθανόταν τις κορυφές του γκαζόν να την χαϊδεύουν, εκτελώντας επιτόπιο γύρισμα την έστειλε μ’ ένα άπιαστο δεξί βολέ να κάνει κούνια στο πλεκτό των Πορτογάλων, πετώντας στην σχεδόν «βουλιαγμένη» ομάδα του το «σωσίβιο» των πέναλτυ.
«Scheiße! ήταν η αντίδρασή μου, «εκεί που τους είχαμε στο χέρι...»
Η διαδικασία απ’ τα έντεκα μέτρα δεν είναι γι’ αδύνατα νεύρα και προϋποθέτει γερή καρδιά και μεγάλο κώλο. Χαρακτηριστικά θυμάμαι τον πατέρα μου το ’76, δυο χρόνια μετά το έμφραγμα, που ενώ είχε παρακολουθήσει μ’ ενδιαφέρον και τα 120 λεπτά του τελικού στο Βελιγράδι, προφασίστηκε ότι νύσταζε για ν’ αποφύγει τις «δολοφονικές» συνέπειες των πέναλτυ και πήγε για ύπνο. Περιττό ν’ αναφέρω ότι η κούρασή του εξαφανίστηκε ευθύς μετά το πέρας της φθοροποιού μονομαχίας, κι έσπευσε μάλιστα να θαυμάσει το «μεγαλούργημα» του Άντον Πανένκα σ’ αργή κίνηση, παρακινούμενος απ’ τα επινίκια ξεφωνητά μου. Ανάλογες επιπτώσεις έχουν και στους πρωταγωνιστές της διαδικασίας μ’ αποτέλεσμα να επηρεάζονται σε τέτοιο βαθμό που να τους δημιουργούνται συμπλέγματα σε ομαδικό (Ολλανδία) αλλά και σε ατομικό (Κοκύ) επίπεδο. Σαν απαιτητικός φίλαθλος δεν έχω καθόλου κατανόηση γι’ αυτό, αφού αποτελεί μέρος της δουλειάς τους, για την οποία αμείβονται και με το παραπάνω. Έτσι όταν ο παιχταράς Μπέκαμ έστησε την ασημένια θεά στο λευκό σημείο, που έμοιαζε μάλλον με κρατήρα ηφαιστείου, για να κάνει την αρχή, άρχισα κι εγώ τα τηλεπαθητικά κόλπα για να του αποσπάσω την προσοχή. Ποιος ξέρει τι ν’ απασχολούσε το μυαλό του Εγγλέζου ποπ-σταρ εκείνη την ώρα, το δικό μου πάντως βρισκόταν σε πλήρη εγρήγορση. Αν το ’βαζε, όχι μόνο θα ’δινε ένα ψυχολογικό προβάδισμα στην ομάδα του, αλλά θ’ ανέβαζε και την διαρκώς φθίνουσα γκλαμουριά του στο χρηματιστήριο των οπαδών του. Ήταν η ευκαιρία που ζητούσε για να εξιλεωθεί για το Βατερλώ του με την Γαλλία. Αρκεί να νικούσε αυτόν τον «κλόουν» με τη σταχτιά στολή που χόρευε απέναντί του. Με το περιβραχιόνιο του αρχηγού στο αριστερό κι εκείνο του πένθους για τον αποβιώσαντα συμπατριώτη του φίλαθλο στο άλλο χέρι να τον σφίγγουν αβάσταχτα, πήρε λίγα μέτρα φόρα πριν ξεκινήσει. Ο φακός ζούμαρε στη βάση του απαίσια ξυρισμένου κεφαλιού του αποκαλύπτοντας ένα φρικτό τατουάζ απ’ «άλλες» εποχές. Καθώς η εικόνα γύρισε διέκρινα τη μπλαζέ ματιά του με την αμυδρά υπεροπτική έκφραση, να με διαπερνά καρφωμένη κάπου στο άπειρο. Τον μίσησα με πάθος κι ευχήθηκα να το χάσει δαγκώνοντας με μανία τα χείλη μου. Το πόδι του επιταχύνθηκε πάνω στην ήρεμη σφαίρα σαν καταπέλτης έτοιμος να την εκσφενδινίσει στον ουρανό των διχτυών της αριστερής γωνίας του Ρικάρντο, που είχε κάνει λάθος επιλογή. Οι αιχμές των σπινθηροβόλων ματιών του είχαν αρχίσει να μπίγονται κιόλας στα νεφρά μου προκαλώντας μου κολικό, όταν με μια έξαφνη αλλαγή σκηνής σαν σε ταινία του Harry Potter, η σχάρα του παπουτσιού του γλίστρησε στο φρεσκομπαλωμένο γρασίδι κάνοντας το καλύτερο δώρο στούς Πορτογάλους που στέκονταν όπθιοι ψηλά στην εξέδρα. Κι όποιος επιμένει ότι οι σύγχρονες μέθοδοι επιδιόρθωσης του γκαζόν μπορούν να τα βάλουν με τη φύση εθελοτυφλεί! Κατά περίεργο τρόπο το συγκεκριμένο τελετουργικό προβλέπει μεγαλύτερους πανηγυρισμούς όταν η μπάλλα δεν βρίσκει τον στόχο της σε αντίθεση μ’ ότι συμβαίνει στον κανονικό αγώνα. Η απόγνωση στη φάτσα του νεολαιΐστικου ειδώλου καταστάλαξε σα μπάλσαμο στα φλέγοντα σωθικά μου. Η γκάφα της Τουρκίας είχε βρει τον «σωσία» της καθώς το ρεκόρ του φλεγματικού πολυταλέντου ενέβαινε στα τρία στα τρία χαμένα πέναλτυ.
Πριν βιαστείτε να με κατηγορήσετε για παθολογική εμπάθεια εναντίον ενός σταρ του τύπου Μπέκαμ, σκεφτείτε λιγο τα πιο κάτω. Αδιαφιλονίκητα το παιδί έχει τάλαντο και είναι «αυτοκράτορας» της στημένης φάσης -μ’ εξαίρεση βέβαια τα πέναλτυ, όμως κάπου εδώ σταματάνε και τα πλεονεκτήματά του. Θυμίζει μέτριο δεκαθλητή μ’ επίδοση 6 μέρτα στο επι κοντώ! Δε λεω, έχει φωτογένεια, κάνει κουρέματα που γίνονται μόδα, φροντίζει το image του σα να ’ταν γένους θηλυκού, μα πάνω απ’ όλα ξέρει να εκμεταλλεύεται με τον καλύτερο τρόπο την πέρασή του στους αφελείς teenager για να πουλήσει αυτός και η metrosex ομήγυρή του. Πολύ καλά ολ’ αυτά αλλά μπορείτε να μου πείτε τι σχέση έχουν με το άθλημα της ποδοσφαίρισης; Ευτυχώς που υπάρχουν και τύποι που κερδίζουν τίμια το ψωμί τους, σαν τον Στηβ Τζερράρντ -που διαπρέπει και σαν δεξί μπακ άμα χρειαστεί, τον Φράνκυ Λέμπαρντ ή έστω την «αγάπη» μου τον Γουαίυν για να μιλάνε κι οι Άγγλοι για παιχταράδες, όχι όμως και το Μπέκαμ! Aλήθεια ξέρετε ποια είναι η αγαπημένη μου φωτογραφία απ’ το Euro; Αυτή με το «τείχος» των 6 «Μπέκαμ» που επιδίδονται απερίσπαστοι, στο «πότισμα» του τοίχου του WC. Όταν βλέπω υπέρβαρα παιδάκια με το ακριβοπληρωμένο μπλουζάκι του εν λόγω κυρίου να ’ρχονται στη προπόνηση και να προσπαθούν να τον κοπιάρουν παίζοντας στατική μπάλλα, φροντίζω να τα κάνω να ιδρώσουν για να αισθανθούν την διαφορά. Γιατί ποδόσφαιρο σημαίνει τρεχάλα, κυνηγητό, αγώνας, πάθος και προ πάντων αγάπη για το ίδιο το σπορ κι όχι για τις καιροσκόπους σειρήνες που παραμονεύουν σε κάθε γωνιά για να επωφεληθούν οι ίδιες. Το να έχει κανείς πρότυπα δεν είναι κακό. Αντίθετα βοηθάει στον καθορισμό στόχων, αρκεί οι τελευταίοι να είναι αυτοί που πρέπει, και βέβαια οι σταρ να συμβάλουν απ’ τη μεριά τους φωτίζοντας στη σωστή κατεύθυνση. Κάπου εδώ θα περίμενα την ερώτηση:
«Και τον Τσιάρτα που τον βάζεις;» Πρώτον κανένας δεν σύγκρινε τον Βασίλη με τον Πελέ αλλά ούτε κι εκείνος το παίζει Έλβις! Και δεύτερον, είδατε ποτέ κανα χοντρούλη να φοράει τη φανέλλα του;
Ξέρω, είχαμε μείνει στην αγωνία των πέναλτυ κι εγώ παρασύρθηκα πάλι σε σοβαροφανείς (αμπελο)φιλοσοφικές σκέψεις πάνω στο πόνο μου. Συγχωρείστε με για την αδυναμία μου...
Η «ρουλέττα» συνεχίστηκε με τους Πορτογάλους να ρισκάρουν κυνηγώντας διστακτικά τις γωνίες και τους αντιπάλους τους να προτιμούν τη σιγουριά του μέσου της εστίας. Όλα πήγαιναν ρολόι καθώς οι «δικοί» μου διατηρούσαν σταθερά το αβαντάζ που τους είχε χαρίσει ο Μπέκαμ, όταν στο τρίτο ο Ρούι Κόστα είχε το θράσος να τον μιμηθεί, αναγκάζοντάς με να καταφύγω σε γκρινιάρικους διαλόγους με τον εαυτό μου. Μια στραβοκλωτσιά και τα όνειρα ενός ολόλκηρου λαού θα γίνονταν σκόνη, ενώ τα δικά μου θα παραχωρούσαν τη θέση τους στους έμμονους εφιάλτες μου. Τέρρυ: γκόλ, Ρονάλντο 3-3. Χάργκρηβς: μέσα, Μανίς ισοφάριση. Κόουλ: 5-4, Ποστίγκα...
«Καλά θα μας κουφάνει ο πού...» κατάπια τα λόγια μου όπως ακριβώς ο Τζέιμς το αναίσχιντο «σκαφτό» σουτάκι αλά Πανένκα του Πορτογάλου, στο σημείο που βρισκόταν ένα δευτερόλεπτο πριν. Έπιασα το σφυγμό μου σταματώντας το μέτρημα στο 100 μετά από 40 δευτερόλεπτα. Καμιά φορά κάτι ασήμαντες λεπτομέρειες κρίνουν τα σημαντικά πράγματα της ζωής και φαίνεται ότι σ’ αυτό πόνταρε ο Ρικάρντο όταν έβγαλε και πέταξε τα γάντια του. Στην εποχή της απόλυτης κυριαρχίας του συνθετικού, με μια ενέργεια που θύμιζε τις ηρωικές εποχές που η επαφή του τερματοφύλακα με την μπάλλα έφερε κι απ’ τις δυό πλευρές την σφραγίδα «γνήσιο δέρμα», πετάχτηκε στη γωνία του κι έδιωξε τη μπάλλα έξω απ’ το αριστερό κάθετο δοκάρι του. Και σα να μην έφτανε μόνον αυτό, σε μια έξαρση ντοπέ αυτοπεποίθησης και υπερφίαλου εγωισμού, έστησε το τόπι για να χτυπήσει το επόμενο. Σκέφτηκα να κλείσω τα μάτια και ν’ αφήσω την εξέδρα ν’ αποφασίσει δια βοής, αλλά ο «γκρίζος γάτος» με πρόλαβε ενεργώντας σβέλτα και ψύχραιμα. Είδα, τελείως ακούσια, μια ασημένια κουκίδα να φεύγει σύρριζα απ’ τ’ αριστερό γκολπόστ της αγγλικής εστίας, να εξαφανίζεται εκτός εικόνας... και να φρενάρει απότομα στο μαύρο «τούλι»! Αν αναζητήσατε ποτέ το άκρον άωτο της ευτυχίας, δε θα μπορούσε να ’ναι τίποτ’ άλλο απ’ αυτό που ένοιωθα εκείνη τη στιγμή. Είχα φτάσει στο ζενίθ των προσδοκιών μου. Με τους Αγγλοσάξονες εκτός τουρνουά κι εμάς να διεκδικούμε μια θέση στους τέσσερις, το Euro μπορούσε να τελειώσει εκείνη τη ζεστή νύχτα του Ιούνη. Ήμουν ο πιο ευτυχισμένος ποδοσφαιρομανής του κόσμου! Παρ’ όλη τη χαρά μου, θεώρησα σκόπιμο να μην εξωτερικεύσω τα αισθήματά μου συμμεριζόμενος τον γολγοθά του κολλητού μου. Πριν αποχαιρετιστούμε μού εμπιστεύτηκε χαμηλόφωνα:
«Παω γιατί πρέπει να συμπαρασταθώ στο γιο μου. Καλές διακοπές...».
«Εκεί πάνω αριστερά στη γωνία!» τον διέκοψα μη πιστεύοντας στα μάτια μου, εννοώντας το μαύρο πανό με την επιγραφή FC St. Pauli κάτω απ’ τη λευκή νεκροκρφαλή, τη οποία είχε συλλάβει ο φακός σ’ ενα χτένισμα της εξέδρας που θύμιζε αφηνιασμένο άλογο. Το προσωπό του φωτίστηκε μονομιάς.
«Τι τα θες, είμαστε στην καρδιά όλου του κόσμου!» αποκρίθηκε δίνοντάς μου την ηθική ικανοποίηση ότι τον είχα σίγουρα ξαναφτιάξει έστω και για λίγα λεπτά. Μπορούσα να φύγω ήσυχος.
Στην επιστροφή φρόντισα να περάσω απ’ την μούλτι-κούλτι περιοχή Schanzenviertel για να πάρω μια γεύση απ’ τη fiesta latina που ήταν στο φόρτε της. Ανάμεσα από πρασινοκόκκινες και κιτρινιπράσινες σημαίες κατάφερα να βρω επί τέλους το δρόμο για το κρεββάτι μου. Τ’ άλλο πρωί έκανα δυο σημαντικές διαπιστώσεις: πρώτον είχα κοιμηθεί υπέροχα έχοντας απαλλαγεί απ’ τον αγγλικό εφιάλτη και δεύτερον απ’ την ερώτηση του «μικρού» που δε μου ’κανε, κατάλαβα ότι είχε δει το ματς μέχρι τέλους.
Κανονικά θα περίμενε κανείς βεντέττες όπως ο Λουίς Φίγκο κι ο Νέιβιντ Μπέκαμ να πάρουν το παιχνίδι απάνω τους και να το σπρώξουν ο καθένας στη κατεύθυνση που απαιτούσαν οι συνθήκες για την πρόκριση της ομάδας του, όμως δυστυχώς με διέψευσαν αμφότεροι. Ο μεν πρώτος δια του φιλότιμου αλλά φλύαρου «φλερτ» του με τη μπάλλα, ο δε δεύτερος δια της ασκόπου περιφοράς του στο τερραίν. Κι ενώ όλα έδειχναν ότι εκείνη τη νύχτα θα με κυνηγούσε το φάντασμα του Όουεν -ή ίσως του Ντέμη, ο Σκολάρι μ’ ένα ρεσιτάλ από τολμηρές αλλαγές έσωσε το παιχνίδι και γλίτωσε την καρέκλα του από βέβαιο ξεχαρβάλωμα. Και φυσικά όταν αντικαθιστάς ένα ζευγάρι πόδια αξίας 50 εκατομμυρίων Eυρώ με μια ρεζέρβα ονόματι Ποστίγκα, τη στιγμή μάλιστα που ο αρχηγός λίγο έλειψε να ισοφαρίσει μ’ ένα μακρινό σουτ, ή έχεις βαρεθεί το πόστο σου και διψάς για κάνα μπάνιο, ή είσαι μέγας τζογαδόρος και προβοκάρεις την τύχη σου μέχρι να σου κάτσει. Έτσι η αποχώρηση του Πορτογάλου αρχηγού ένα τέταρτο πριν απ’ το τέλος του αγώνα κουνώντας πέρα δώθε το κεφάλι -με τον διαγραφόμενο κίνδυνο να είναι η τελευταία του εμφάνιση στο τουρνουά, δικαιολογημένα προκάλεσε την δυσαρέσκεια, τόσο του κοινού, όσο και του μελαχρινού play maker. Δύστυχώς τα πάντα στη σύγχρονη ζωή κρίνονται, κατά τους παντογνώστες δημοσιογράφους, απ’ το πιο πρόσφατο αποτέλεσμα κι όχι απ’ τις επιτυχίες του παρελθόντος, κι ο Βραζιλιάνος κόουτς φαίνεται πως είχε (κουρ)άγιο. Η σέντρα του επίσης αλλαγή Σιμάον στο 83΄ απ’ τ’ αριστερά άλλαξε πορεία στο κεφάλι του Ποστίγα πριν προσγειωθεί στο «καλάθι» του Τζέιμς. Το πανδαιμόνιο που επακολούθησε μπρος, αφού παραδοσιακά οι Γερμανοί δεν φημίζονται για την συμπάθειά τους προς τους Άγγλους, και πίσω απ’ την οθόνη είναι υπεράνω κάθε περιγραφής και δεν κάνω καν τον κόπο να το μεταφέρω στο χαρτί αφήνοντας τη φαντασία του αναγνώστη να οργιάσει. Ο μόνος που έμενε αμέτοχος, χαμένος στις σκέψεις του ήταν ο Klaus. Κι ενώ οι πανηγυρισμοί δεν είχαν ακόμη κοπάσει κι όλοι είχαν πλέον συμφιλιωθεί με την ιδέα της παράτασης, ένα λεπτό πριν απ’ το τέλος η Ροτέιρο βρέθηκε προς γενική έκπληξη στο τέρμα των γηπεδούχων. Ευτυχώς ο Ελβετός διαιτητής Μάιερ, αντίθετα απ’ τον συνάδελφό του Ντηνστ το ’66, δεν άφησε το σοκ ούτε καν να εκδηλωθεί, αφού ακύρωσε το γκολ έχοντας ιδίαν αντίληψη κι όχι κάποιο Μπαχράμωφ για επόπτη, ερμηνεύοντας πολύ σωστά την «λαβή» του Τέρρυ στον Πορτογάλο τερματοφύλακα ως Υππόν[1] κι επαναφέροντας την καρδιά μου στη θέση της.
Το πρώτο δεκαπεντάλεπτο της συνέχειας κύλησε δίχως ιδιαίτερες συνκινήσεις κι έδωσε την εντύπωση ότι πηγαίναμε για ξενύχτι. Εγώ βέβαια άλλο που δε ήθελα, αρκεί στο τέλος να επικρατούσε η ομάδα μου, που σήμερα έπαιζε στα γκρανά. Με την αλλαγή των τερμάτων άλλαξε και και το σκηνικό που στριμώχθηκε στα καρρέ των «σταυροφόρων» απ’ το Νησί. Μια κεφαλιά εξ επαφής που σταμάτησε κάποιο πόδι πάνω στη γραμμή άφησε ελεύθερο το «κουρδιστήρι» μου κάνοντάς με να χοροπηδήσω με λαχτάρα. Βρισκόμουνα στην διαδικασία του επαναθρονισμού, όταν ο Ρούι Κόστα, ο τελευταίος «ρήγας» του Βραζιλιάνου προπονητή, μάζεψε την μπάλλα κάπου στη σέντρα, την πήγε περίπατο μέχρι την αντίπαλη περιοχή, απέφυγε το «κεφαλοκλείδωμα» του μικρού Νέβιλ και μ’ ένα δεξί που θύμιζε μπαζούκας ανατίναξε το τέρμα των «ιπποτών» της Βασίλισσας. Με πήρε κάμποσα δευτερόλεπτα για να συνειδητοποιήσω αυτό που έβλεπα, ενώ μια γλυκιά εσωτερική χαρά έπαιρνε αργά αργά στα χέρια της τα ηνία του κορμιού μου. Μέχρι κι ο Klaus βγήκε απ’ το καβούκι της σιωπής του μουρμουρίζοντας με δέος:
«Τον βούλωσε!» Δέκα λεπτούλια με χώριζαν απ’ την απόλυτη ηδονή πριν τερματήσω ένδοξα μια έτσι κι αλλιώς δύσκολη μέρα. Όμως δεν είχα υπολογίσει την ξεροκεφαλιά -κατ’ άλλους πείσμα, των Βρετανών, που σε μια ύστατη προσπάθεια να μείνουν στο ματς βγήκαν όλοι μπροστά. Δεν ξέρω αν η μπάλλα είναι σαδίστρια, αυτό όμως που είναι σίγουρο, είναι ότι βρίσκει τις πιο απίθανες στιγμές για να κάνει τα καμώματά της λες και παίρνει μίζα απ’ τα διανυκτερεύοντα φαρμακεία! Το καλοτραβηγμένο κόρνερ του μεγάλου Νέβιλ σημάδεψε τον Τέρρυ ακριβώς στο κεφάλι, που με τη σειρά του βρήκε τον Λέμπαρντ να κόβει με την πλάτη του την θέα του Ρικάρντο. Εν ριπή οφθαλμού κοντρόλαρε με τ’ αριστερό και ενώ η σφαίρα αισθανόταν τις κορυφές του γκαζόν να την χαϊδεύουν, εκτελώντας επιτόπιο γύρισμα την έστειλε μ’ ένα άπιαστο δεξί βολέ να κάνει κούνια στο πλεκτό των Πορτογάλων, πετώντας στην σχεδόν «βουλιαγμένη» ομάδα του το «σωσίβιο» των πέναλτυ.
«Scheiße! ήταν η αντίδρασή μου, «εκεί που τους είχαμε στο χέρι...»
Η διαδικασία απ’ τα έντεκα μέτρα δεν είναι γι’ αδύνατα νεύρα και προϋποθέτει γερή καρδιά και μεγάλο κώλο. Χαρακτηριστικά θυμάμαι τον πατέρα μου το ’76, δυο χρόνια μετά το έμφραγμα, που ενώ είχε παρακολουθήσει μ’ ενδιαφέρον και τα 120 λεπτά του τελικού στο Βελιγράδι, προφασίστηκε ότι νύσταζε για ν’ αποφύγει τις «δολοφονικές» συνέπειες των πέναλτυ και πήγε για ύπνο. Περιττό ν’ αναφέρω ότι η κούρασή του εξαφανίστηκε ευθύς μετά το πέρας της φθοροποιού μονομαχίας, κι έσπευσε μάλιστα να θαυμάσει το «μεγαλούργημα» του Άντον Πανένκα σ’ αργή κίνηση, παρακινούμενος απ’ τα επινίκια ξεφωνητά μου. Ανάλογες επιπτώσεις έχουν και στους πρωταγωνιστές της διαδικασίας μ’ αποτέλεσμα να επηρεάζονται σε τέτοιο βαθμό που να τους δημιουργούνται συμπλέγματα σε ομαδικό (Ολλανδία) αλλά και σε ατομικό (Κοκύ) επίπεδο. Σαν απαιτητικός φίλαθλος δεν έχω καθόλου κατανόηση γι’ αυτό, αφού αποτελεί μέρος της δουλειάς τους, για την οποία αμείβονται και με το παραπάνω. Έτσι όταν ο παιχταράς Μπέκαμ έστησε την ασημένια θεά στο λευκό σημείο, που έμοιαζε μάλλον με κρατήρα ηφαιστείου, για να κάνει την αρχή, άρχισα κι εγώ τα τηλεπαθητικά κόλπα για να του αποσπάσω την προσοχή. Ποιος ξέρει τι ν’ απασχολούσε το μυαλό του Εγγλέζου ποπ-σταρ εκείνη την ώρα, το δικό μου πάντως βρισκόταν σε πλήρη εγρήγορση. Αν το ’βαζε, όχι μόνο θα ’δινε ένα ψυχολογικό προβάδισμα στην ομάδα του, αλλά θ’ ανέβαζε και την διαρκώς φθίνουσα γκλαμουριά του στο χρηματιστήριο των οπαδών του. Ήταν η ευκαιρία που ζητούσε για να εξιλεωθεί για το Βατερλώ του με την Γαλλία. Αρκεί να νικούσε αυτόν τον «κλόουν» με τη σταχτιά στολή που χόρευε απέναντί του. Με το περιβραχιόνιο του αρχηγού στο αριστερό κι εκείνο του πένθους για τον αποβιώσαντα συμπατριώτη του φίλαθλο στο άλλο χέρι να τον σφίγγουν αβάσταχτα, πήρε λίγα μέτρα φόρα πριν ξεκινήσει. Ο φακός ζούμαρε στη βάση του απαίσια ξυρισμένου κεφαλιού του αποκαλύπτοντας ένα φρικτό τατουάζ απ’ «άλλες» εποχές. Καθώς η εικόνα γύρισε διέκρινα τη μπλαζέ ματιά του με την αμυδρά υπεροπτική έκφραση, να με διαπερνά καρφωμένη κάπου στο άπειρο. Τον μίσησα με πάθος κι ευχήθηκα να το χάσει δαγκώνοντας με μανία τα χείλη μου. Το πόδι του επιταχύνθηκε πάνω στην ήρεμη σφαίρα σαν καταπέλτης έτοιμος να την εκσφενδινίσει στον ουρανό των διχτυών της αριστερής γωνίας του Ρικάρντο, που είχε κάνει λάθος επιλογή. Οι αιχμές των σπινθηροβόλων ματιών του είχαν αρχίσει να μπίγονται κιόλας στα νεφρά μου προκαλώντας μου κολικό, όταν με μια έξαφνη αλλαγή σκηνής σαν σε ταινία του Harry Potter, η σχάρα του παπουτσιού του γλίστρησε στο φρεσκομπαλωμένο γρασίδι κάνοντας το καλύτερο δώρο στούς Πορτογάλους που στέκονταν όπθιοι ψηλά στην εξέδρα. Κι όποιος επιμένει ότι οι σύγχρονες μέθοδοι επιδιόρθωσης του γκαζόν μπορούν να τα βάλουν με τη φύση εθελοτυφλεί! Κατά περίεργο τρόπο το συγκεκριμένο τελετουργικό προβλέπει μεγαλύτερους πανηγυρισμούς όταν η μπάλλα δεν βρίσκει τον στόχο της σε αντίθεση μ’ ότι συμβαίνει στον κανονικό αγώνα. Η απόγνωση στη φάτσα του νεολαιΐστικου ειδώλου καταστάλαξε σα μπάλσαμο στα φλέγοντα σωθικά μου. Η γκάφα της Τουρκίας είχε βρει τον «σωσία» της καθώς το ρεκόρ του φλεγματικού πολυταλέντου ενέβαινε στα τρία στα τρία χαμένα πέναλτυ.
Πριν βιαστείτε να με κατηγορήσετε για παθολογική εμπάθεια εναντίον ενός σταρ του τύπου Μπέκαμ, σκεφτείτε λιγο τα πιο κάτω. Αδιαφιλονίκητα το παιδί έχει τάλαντο και είναι «αυτοκράτορας» της στημένης φάσης -μ’ εξαίρεση βέβαια τα πέναλτυ, όμως κάπου εδώ σταματάνε και τα πλεονεκτήματά του. Θυμίζει μέτριο δεκαθλητή μ’ επίδοση 6 μέρτα στο επι κοντώ! Δε λεω, έχει φωτογένεια, κάνει κουρέματα που γίνονται μόδα, φροντίζει το image του σα να ’ταν γένους θηλυκού, μα πάνω απ’ όλα ξέρει να εκμεταλλεύεται με τον καλύτερο τρόπο την πέρασή του στους αφελείς teenager για να πουλήσει αυτός και η metrosex ομήγυρή του. Πολύ καλά ολ’ αυτά αλλά μπορείτε να μου πείτε τι σχέση έχουν με το άθλημα της ποδοσφαίρισης; Ευτυχώς που υπάρχουν και τύποι που κερδίζουν τίμια το ψωμί τους, σαν τον Στηβ Τζερράρντ -που διαπρέπει και σαν δεξί μπακ άμα χρειαστεί, τον Φράνκυ Λέμπαρντ ή έστω την «αγάπη» μου τον Γουαίυν για να μιλάνε κι οι Άγγλοι για παιχταράδες, όχι όμως και το Μπέκαμ! Aλήθεια ξέρετε ποια είναι η αγαπημένη μου φωτογραφία απ’ το Euro; Αυτή με το «τείχος» των 6 «Μπέκαμ» που επιδίδονται απερίσπαστοι, στο «πότισμα» του τοίχου του WC. Όταν βλέπω υπέρβαρα παιδάκια με το ακριβοπληρωμένο μπλουζάκι του εν λόγω κυρίου να ’ρχονται στη προπόνηση και να προσπαθούν να τον κοπιάρουν παίζοντας στατική μπάλλα, φροντίζω να τα κάνω να ιδρώσουν για να αισθανθούν την διαφορά. Γιατί ποδόσφαιρο σημαίνει τρεχάλα, κυνηγητό, αγώνας, πάθος και προ πάντων αγάπη για το ίδιο το σπορ κι όχι για τις καιροσκόπους σειρήνες που παραμονεύουν σε κάθε γωνιά για να επωφεληθούν οι ίδιες. Το να έχει κανείς πρότυπα δεν είναι κακό. Αντίθετα βοηθάει στον καθορισμό στόχων, αρκεί οι τελευταίοι να είναι αυτοί που πρέπει, και βέβαια οι σταρ να συμβάλουν απ’ τη μεριά τους φωτίζοντας στη σωστή κατεύθυνση. Κάπου εδώ θα περίμενα την ερώτηση:
«Και τον Τσιάρτα που τον βάζεις;» Πρώτον κανένας δεν σύγκρινε τον Βασίλη με τον Πελέ αλλά ούτε κι εκείνος το παίζει Έλβις! Και δεύτερον, είδατε ποτέ κανα χοντρούλη να φοράει τη φανέλλα του;
Ξέρω, είχαμε μείνει στην αγωνία των πέναλτυ κι εγώ παρασύρθηκα πάλι σε σοβαροφανείς (αμπελο)φιλοσοφικές σκέψεις πάνω στο πόνο μου. Συγχωρείστε με για την αδυναμία μου...
Η «ρουλέττα» συνεχίστηκε με τους Πορτογάλους να ρισκάρουν κυνηγώντας διστακτικά τις γωνίες και τους αντιπάλους τους να προτιμούν τη σιγουριά του μέσου της εστίας. Όλα πήγαιναν ρολόι καθώς οι «δικοί» μου διατηρούσαν σταθερά το αβαντάζ που τους είχε χαρίσει ο Μπέκαμ, όταν στο τρίτο ο Ρούι Κόστα είχε το θράσος να τον μιμηθεί, αναγκάζοντάς με να καταφύγω σε γκρινιάρικους διαλόγους με τον εαυτό μου. Μια στραβοκλωτσιά και τα όνειρα ενός ολόλκηρου λαού θα γίνονταν σκόνη, ενώ τα δικά μου θα παραχωρούσαν τη θέση τους στους έμμονους εφιάλτες μου. Τέρρυ: γκόλ, Ρονάλντο 3-3. Χάργκρηβς: μέσα, Μανίς ισοφάριση. Κόουλ: 5-4, Ποστίγκα...
«Καλά θα μας κουφάνει ο πού...» κατάπια τα λόγια μου όπως ακριβώς ο Τζέιμς το αναίσχιντο «σκαφτό» σουτάκι αλά Πανένκα του Πορτογάλου, στο σημείο που βρισκόταν ένα δευτερόλεπτο πριν. Έπιασα το σφυγμό μου σταματώντας το μέτρημα στο 100 μετά από 40 δευτερόλεπτα. Καμιά φορά κάτι ασήμαντες λεπτομέρειες κρίνουν τα σημαντικά πράγματα της ζωής και φαίνεται ότι σ’ αυτό πόνταρε ο Ρικάρντο όταν έβγαλε και πέταξε τα γάντια του. Στην εποχή της απόλυτης κυριαρχίας του συνθετικού, με μια ενέργεια που θύμιζε τις ηρωικές εποχές που η επαφή του τερματοφύλακα με την μπάλλα έφερε κι απ’ τις δυό πλευρές την σφραγίδα «γνήσιο δέρμα», πετάχτηκε στη γωνία του κι έδιωξε τη μπάλλα έξω απ’ το αριστερό κάθετο δοκάρι του. Και σα να μην έφτανε μόνον αυτό, σε μια έξαρση ντοπέ αυτοπεποίθησης και υπερφίαλου εγωισμού, έστησε το τόπι για να χτυπήσει το επόμενο. Σκέφτηκα να κλείσω τα μάτια και ν’ αφήσω την εξέδρα ν’ αποφασίσει δια βοής, αλλά ο «γκρίζος γάτος» με πρόλαβε ενεργώντας σβέλτα και ψύχραιμα. Είδα, τελείως ακούσια, μια ασημένια κουκίδα να φεύγει σύρριζα απ’ τ’ αριστερό γκολπόστ της αγγλικής εστίας, να εξαφανίζεται εκτός εικόνας... και να φρενάρει απότομα στο μαύρο «τούλι»! Αν αναζητήσατε ποτέ το άκρον άωτο της ευτυχίας, δε θα μπορούσε να ’ναι τίποτ’ άλλο απ’ αυτό που ένοιωθα εκείνη τη στιγμή. Είχα φτάσει στο ζενίθ των προσδοκιών μου. Με τους Αγγλοσάξονες εκτός τουρνουά κι εμάς να διεκδικούμε μια θέση στους τέσσερις, το Euro μπορούσε να τελειώσει εκείνη τη ζεστή νύχτα του Ιούνη. Ήμουν ο πιο ευτυχισμένος ποδοσφαιρομανής του κόσμου! Παρ’ όλη τη χαρά μου, θεώρησα σκόπιμο να μην εξωτερικεύσω τα αισθήματά μου συμμεριζόμενος τον γολγοθά του κολλητού μου. Πριν αποχαιρετιστούμε μού εμπιστεύτηκε χαμηλόφωνα:
«Παω γιατί πρέπει να συμπαρασταθώ στο γιο μου. Καλές διακοπές...».
«Εκεί πάνω αριστερά στη γωνία!» τον διέκοψα μη πιστεύοντας στα μάτια μου, εννοώντας το μαύρο πανό με την επιγραφή FC St. Pauli κάτω απ’ τη λευκή νεκροκρφαλή, τη οποία είχε συλλάβει ο φακός σ’ ενα χτένισμα της εξέδρας που θύμιζε αφηνιασμένο άλογο. Το προσωπό του φωτίστηκε μονομιάς.
«Τι τα θες, είμαστε στην καρδιά όλου του κόσμου!» αποκρίθηκε δίνοντάς μου την ηθική ικανοποίηση ότι τον είχα σίγουρα ξαναφτιάξει έστω και για λίγα λεπτά. Μπορούσα να φύγω ήσυχος.
Στην επιστροφή φρόντισα να περάσω απ’ την μούλτι-κούλτι περιοχή Schanzenviertel για να πάρω μια γεύση απ’ τη fiesta latina που ήταν στο φόρτε της. Ανάμεσα από πρασινοκόκκινες και κιτρινιπράσινες σημαίες κατάφερα να βρω επί τέλους το δρόμο για το κρεββάτι μου. Τ’ άλλο πρωί έκανα δυο σημαντικές διαπιστώσεις: πρώτον είχα κοιμηθεί υπέροχα έχοντας απαλλαγεί απ’ τον αγγλικό εφιάλτη και δεύτερον απ’ την ερώτηση του «μικρού» που δε μου ’κανε, κατάλαβα ότι είχε δει το ματς μέχρι τέλους.
[1] Πτώση στο judo.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου