ΕΚΤΟΣ ΕΔΡΑΣ

14 Τάκης Φύσσας


Δε πάμε για τουρισμό στη Πορτογαλία.

Γιάννης Γκούμας


Πρώτος σταθμός Βερολίνο με προορισμό Πράγα. Αυτό πρόβλεπε το πρόγραμμα που είχε χαράξει, όπως πάντα άλλωστε, η γυναίκα μου, αφού εγώ είχα άλλα ζόρια στη γκλάβα μου. Μ’ απασχολούσε το που θα ’βλεπα τον ημιτελικό και κατά πόσον οι προφητείες του ξάδερφου του Klaus θα ’βγαιναν αληθινές. Η γερμανική πρωτεύουσα είναι εδώ και 15 χρόνια έν’ ατέλειωτο γιαπί. Βρίσκεται σε συνεχή εξέλιξη και κάθε τόσο αλλάζει μορφές και χρώματα σαν να την έχει κάτω απ’ την επίδρασή του το θαυματουργό ραβδάκι κάποιου αόρατου μάγου. Απ’ τη μέρα της ενοποίησης των δύο Γερμανιών έχει σχεδόν διπλασιαστεί κι αποτελεί όχι μόνο κέντρο αποφάσεων αλλά και φορέα συγχρόνων τάσεων και κουλτούρας. Φτάνοντας, η Κirsten μας υποδέχτηκε στον κήπο της με καφέ, γλυκό και, προς μεγάλη μου έκπληξη, τα συγχαρητήριά της για τη νίκη μας επί της Γαλλίας! Ομολογώ ότι το γεγονός με ξάφνιασε, αφού ξέρω πολύ καλά ότι δεν τρέφει κι ιδιαίτερη συμπάθεια για τέτοιου είδους «ανδροκρατούμενες» αθλητικές εκδηλώσεις, αλλά όπως φαίνεται οι καιροί αλλάζουν. Μόλις μάλιστα έμαθα ότι είχε παρακολουθήσει όλο το ματς μαζί με τις κόρες της, άρχισα να πιστεύω ότι οι ενδοιασμοί μου για το αν θα μου επιτρεπόταν να παρακολουθήσω έστω και τα δέκα τελευταία λεπτά του τρίτου ημιτελικού ανάμεσα στην Ολλανδία και τη Σουηδία είχαν αποδειχθεί τελείως αβάσιμοι. Προσπάθησα να ερμηνεύσω αυτή την περιεργη μεταμόρφωση, αλλά μη έχοντας καλύτερη εξήγηση τ’ απέδωσα στις μαγικές ιδιότητες της πόλης. Σε τελική ανάλυση είχα βρει πως θα πέρναγα τη βραδιά μου, όπως άλλωστε κι ο Markus που ήταν καλεσμένος σε πάρτυ. Το μόνο που απέμενε ήταν να δείξω «καλή διαγωγή» μέχρι ν’ αρχίσει το ματς, ώστε να μην έχουμε κανένα απρόοπτο.

Μετά από ατέλειωτες παρτίδες Doppelkopf[1] κι ένα σχετικά ήρεμο γεύμα ήρθε η ώρα που όλοι(!) περιμέναμε. Στριμωχτήκαμε λοιπόν όπως όπως για την παρακολούθηση του αγώνα συν γυναιξί και τέκνοις. Εθελοντικά παραιτήθηκα από μια θέση στον καναπέ και ξάπλωσα στο πάτωμα για να ’χω το κεφαλάκι μου ήσυχο και προ πάντων τ’ οπτικό μου πεδίο ελεύθερο. Τα πάντα ήταν στην εντέλεια εκτός από μια μικρολεπτομέρεια που ενώ για τους περισσότερους δεν υφίσταται καν, εμένα μου δημιουργούσε πονοκέφαλο. Δεν είχ’ αποφασίσει ποια ομάδα θα υποστήριζα κι έτσι η έναρξη με βρήκε τελείως απροετοίμαστο. Θεωρητικά θα ’πρεπε να ’μαι με τους «οράνιε» λόγω παράδοσης αλλά έλα που δε μου πήγαινε να προδώσω τη «φιλία» μου με τον Ζλάταν. Βλέποντας τον Ίσακσσον ν’ αποκρούει ένα φαρμακερό σουτ του Ρόμπεν στο «Γ», βρήκα επιτέλους τη λύση. Θα παρέμενα πιστός στην παράδοση, με την προϋπόθεση ότι ο Ιμπραχίμοβιτς θ’ αναδεικνυόταν σε καλύτερο παίκτη του αγώνα. Στο μεταξύ ώσπου ν’ απαντήσω στις στις «απλές» ερωτήσεις όπως:
«Τι είναι το όφσαϊντ;»
«Γιατί η μπάλλα είναι ασημένια κι έχει μαύρους σταυρούς;»
«Πότε θα δούμε επιτέλους ένα γκολ;»
με στωική ηρεμία, είχαμε μπει ήδη στο δεύτερο ημίχρονο. Οι Ολλανδοί, διατηρώντας ελαφρά υπεροχή, είχαν 3-4 καλές περιπτώσεις που θα μπορούσαν να ’χουν σκοράρει, στην καλύτερη απ’ τις οποίες ο Φαν Νίστελροϋ παρά το «καλόπιασμα» της μπάλλας με το στήθος και το γρήγορο πλασέ, δεν κατόρθωσε τελικά να τη δαμάσει να μπει στην Σουηδική εστία. Απ’ την άλλη ο Λιούμπερχ έχασε την ισορροπία του και τη μεγάλη ευκαιρία να γλιτώσει φιλάθλους και παίχτες απ’ την επικείμενη παράταση, που παρέτεινε και την δική μου υποχρέωση, σαν έμπειρου γνώστη του θέματος, να συνεχίσω τις επεξηγήσεις στους τους νεώτερους -και πρεσβύτερους, εκκολαπτόμενους φίλους του ποδοσφαίρου:
«Πόση ώρα διαρκεί η παράταση;»
«Υπάρχει και χάλκινο γκολ;»
«Τι είναι η διαδικασία των πέναλτυ;»
Ευτυχώς το ενδιαφέρον του παιχνιδιού είχ’ ανέβει αισθητά και μόνο οι ικανότητες των πορτιέρο, η τύχη κι η αδυναμία της μπάλλας για τ’ αλουμίνιο μας στερούσε τη χαρά του γκολ. Καθώς το έξτρα τριαντακοντάλεπτο πλησίαζε στο τέλος του, τα βλεφαρα των παιδιών είχαν βαρύνει σε τέτοιο βαθμό, που συναγωνίζονταν τα χασμουρητά των μεγάλων. Έτσι μ’ άφησαν μόνο να φαω τα νύχια μου μπρος στο δραματικό φινάλε, αφου πρώτα τους υποσχέθηκα ότι θα τους έλεγα τ’ αποτέλεσμα τ’ άλλο πρωί.

Η εικόνα του ξεκαθαρίσματος απ’ τα έντεκα μέτρα ήταν μια απλή συνέχεια των 120 λεπτών αγώνα που είχαν προηγηθεί. Έτσι το σκορ ήταν 2-2, την στιγμή που ο ψηλός Σουηδός με το νούμερο δέκα και την κορδέλλα στα μαλλιά πήρε φόρα για να εκτελέσει το καθήκον του προς την χώρα του, ενάντια σ’ εκείνη τού εργοδότη του, τον Άγιαξ. Ίσως αυτό ν’ απασχολούσε το μυαλό του «δικού» μου, που μ’ ένα άθλιο σουτ μ’ απογοήτευσε πετώντας την Ροτέιρο -ως άλλος Μπέκαμ, στα ύψη. Η «έλφταλ» πήρε κεφάλι κι είχε φτάσει δυο ανάσες απ’ τον διπλό στόχο της. Ν’ απαλλαγεί πλέον απ’ τη ψύχωση των ‘92, ‘96, ‘98 και 2000 και να φτάσει στο ημιτέλικό. Ο Κοκύ ξεκίνησε για να χτυπήσει το τέταρτο πέναλτυ αλλά κατέληξε να χτυπάει το κεφάλι του έχοντας σημαδέψει το δοκάρι -τ’ είχες Φιλίπ, τ’ είχα πάντα, πράγμα που ισορρόπησε πάλι την πλάστιγγα. Μεσολάβησαν δύο επιτυχημένες εκτελέσεις ακόμη, πριν ο γενειοφόρος Μέλλμπερχ βρει τον «μάστορά» του στον δίμετρο γίγαντα Έντβιν Φαν ντερ Σαρ. Έτσι όλη η ευθύνη έπεσε στον εικοσάχρονο αριστεροπόδαρο της Τσέλση, Άριεν Ρόμπεν να λύσει τα «μάγια» της κακής παράδοσης των συμπατριωτών του, που τους ήθελε ν’ αποκλείονται στα επανορθωτικά κτυπήματα. Όπερ κι έπραξε με μια ψυχραιμία που θύμιζε βετεράνο, δίνοντας το σύνθημα της έναρξης ενός τρελλού γλεντιού με πορτοκαλί χροιά. Το πρώτο ζευγάρι που θα διεκδικούσε μια θέση στον τελικό, είχε φέρει αντιμέτωπες την οικοδέσποινα με την την χώρα των ανεμόμυλων. Παρ’ ότι το φαβορί μου είχε περάσει, ο θλιμμένη όψη του άτυχου Ζλάταν δε μ’ άφησε να φχαριστηθώ τον ύπνο μου.

Την Κυριακή αφου έδωσα πρώτα αναφορά για το πως είχε τελειώσει το ματς, πήρα το τραίνο και πήγα να επισκεφτώ το κέντρο του Βερολίνου. Θαύμασα τη «Στήλη της Νίκης», πέρασα κάτω απ’ τη «Πύλη του Βρανδεμβούργου» με το χρυσό άρμα στην κορυφή, χάζεψα τον απέραντο Ζωολογικό Κήπο με τα σοβιετικά πάντσερ έξω απ’ το μνημείο των πεσόντων και κατέληξα στην «Πλατεία του Alex» όπου, -άμα σε θέλ’ η μπάλλα, λάμβανε χώρα ένα τουρνουά μπήτς-βόλλεϋ. Δε λεω, καλά τ’ αξιοθέατα αλλά κάπως κουραστικά βρε παιδί μου, άσε που δεν παρουσιάζουν το ενδιαφέρον ενός παιχνιδιού και μάλιστα με (μεγάλη) μπάλλα. Παρακολούθησα λοιπόν το δεύτερο σετ του τελικού και πήρα το δρόμο του γυρισμού. Καθ’ οδόν είχα είκοσι ολόκληρα λεπτά στη διάθεσή μου για ν’ αποφασίσω με ποιον θα ήμουνα το βράδυ, ώστε να μη κάνω βεβιασμένες επιλογές την τελευταία στιγμή. Ας μη ξεχνάμε ότι ο νικητής της συνάντησης Τσεχία-Δανία θα ήταν ο αντίπαλός μας στον ημιτελικό της Τετάρτης. Υπέρ της πρώτης συνηγορούσε μόνο το γεγονός ότι σε περίπτωση νίκης της δεν θα ’χα πρόβλημα να βρω τηλεόραση για να δω το παιχνίδι αφού θα θα βρισκόμουν σ’ αυτή χώρα, ενώ αλλιώς ποιος θα ασχολιόταν μ’ ένα ματς Ελλάδας-Δανίας; Απ’ την άλλη πάλι δεν έβλεπα πώς θα μπορούσαμε να νικήσουμε αυτή την υπερομάδα, που μ’ εννιά αναπληρωματικούς είχε ταπεινώσει ολόκληρη Γερμανία. Οι Δανοί ήταν καθαρά το πιο εύκολο εμπόδιο στον δρόμο μας για τον τελικό και σ’ αυτούς θα συγκέντρωνα όλη μου την συμπάθεια εκείνο το βράδυ. Τ’ απόγευμα βγήκαμε μια βόλτα για τα δοκιμάσει η κόρη μου το καινούργιο της -από δεύτερο χέρι, καναρινί ποδήλατο, δώρο στα γενέθλιά της. Εκεί μου εκμυστηρεύτηκε ο Μarkus, ότι το μικρόβιο του Euro είχε, προς μεγάλη του απογοήτευση, εισχωρήσει ακόμη και στο πάρτυ, μ’ αποτέλεσμα να του χαλάσει τη διασκέδαση. Τον καταλάβαινα απόλυτα παρ’ ότι δεν είχα καθόλου κατανόηση για την περίπτωσή του. Ας είχε παει σινεμά!


Λίγες ώρες αργότερα η «εξέδρα» ξαναμαζεύτηκε, αλλ’ αυτή τη φορά μ’ αρκετές διαρροές, που για μένα σήμαινε ότι θα ’χα την ησυχία μου, υποθέτω λόγω του περιορισμένου αριθμού γκολ στο ματς της προηγουμένης. Η «ομάδα μου» άρχισε δυναμικά και για 45 λεπτά κρατούσε τα γκέμια του παιχνιδιού στα χέρια της, που τέλειωσε με δύο καλές αλλά ανεκμετάλλευτες ευκαιρίες του Πάολσεν. Το τι θα πει αποτελεσματικότητα μας έδειξαν στην επανάληψη οι Τσέχοι, οι οποίοι μ’ ένα εκρηκτικό τεταρτάκι καθάρισαν τον αγώνα, επιβάλλοντας τον δικό τους ρυθμό, με μια κυκλοφορία της μπάλλας που περιόρισε τους αντιπάλους τους σ’ απλούς θεατές. Το 1-0 πέτυχε ο πανύψηλος Γιαν Κόλλερ με μια εντυπωσιακή (ε τι άλλο θα μπορούσε να είναι;) κεφαλιά σε κόρνερ του Πομπόρσκυ. Μα δεν ήταν τόσο το γκολ αλλά ο τρόπος που το πανηγύρισε, που μ’ έκανε να σκεφτώ ότι αυτοί που βλεπουν μια στενή σχέση ανάμεσα στο ποδόσφαιρο και το σεξ δεν έχουν και πολύ άδικο. Εσείς δηλαδή τι θα σκεφτόσασταν αν βλέπατε ένα ντερέκι μέχρι κει πάνω να ωρύεται γονατιστό με το παλούκι απ’ το σημαιάκι του κόρνερ όρθιο ανάμεσα στα μπούτια; Δεν πέρασε πολλή ώρα κι η μπάλλα έχοντας αλλάξει πόδια πάνω από δέκα φορές δίχως να την ακουμπήσει ούτε ένας Δανός, έφτασε στον ολομόναχο Μίλαν Μπάρος μέσα στην περιοχή από «τρύπα» πάλι του επιτελικού Κάρελ. Ο «ινδιάνος» με το παχύ «s» στο τέλος του ονόματός του, την άφησε να κυλήσει μέχρι την δεξιά γωνία της μικρής περιοχής και μ’ ένα «μαγικό» σήκωμα την πέρασε πάνω απ’ το κεφάλι του Σέρενσεν γράφοντας το 2-0. Δύο λεπτά αργότερα, πάσσα του Νέντβιεντ, μπάσιμο του ίδιου παίχτη που μόλις είχε «προσγειωθεί» απ’ το «χαμηλό του πέταγμα», δύνατό αριστερό σουτ κι αυλαία! Και φυσικά τσέχικο ντελίριο στις κερκίδες. Μου είναι αδύνατο να καταλάβω πώς μια τέτοιος παιχτάρα με 5 γκολ σε 4 αγώνες(!), δεν ήταν πρώτη επιλογή στο συλλογό του, την Λίβερπουλ. Άλλη μια περίπτωση Χαριστέα υποθέτω. Όσο για τους βόρειους γείτονές μας, στενοχωρήθηκα μεν, αλλά ήταν άξιοι της αστοχίας τους, αφού μια σοφή ρήση λέει, ότι στο ποδόσφαιρο μετράει το τέρμα κι όχι το θέαμα.

Να λοιπόν που ο «ξάδερφος» είχε τελικά δίκιο και θα παίζαμε με την Τσεχία για μια θέση στον τελικό. Βέβαια με μια μικρή διαφορούλα. Στο πρόβλημα του ποιος θα φύλαγε τον «ξανθό» όχι μόνο δεν είχε βρεθεί λύση, αλλά είχε προστεθεί άλλο ένα. Το ποιος θα ’παιζε «βεντούζα» πάνω στο «μελαχροινό»...



[1] Κάτι σαν πρέφα για τέσσερις.

Δεν υπάρχουν σχόλια: