Η ΕΚΠΛΗΡΩΣΗ ΤΟΥ ΧΡΕΟΥΣ

8 Στέλιος Γιαννακόπουλoς


Το βασικό συναίσθημα που νοιώθει κάθε ποδοσφαιρόφιλος
ανεξάρτητ' απ’ το σκορ, είναι πικρή απογοήτευση.

Nick Hornby


Αν εξαιρέσει κανείς την εποχή που έκανα τα πρώτα μου ποδoσφαιρικά βήματα, οι σχέσεις μου με το εθνικό μας συγκρότημα ήταν πάντα από τυπικές έως αδιάφορες. Έπρεπε να περάσουν 35 ολόκληρα χρόνια από τότε που ανακάλυψα το έμφυτο ενδιαφέρον μου για την ομάδα της γενέτειράς μου, ώσπου να εκδηλώσω την επιθυμία να πάω στο γήπεδο να τη δω να παίζει από κοντά. Κάπου εκεί στην αλλαγή του αιώνα κι έχοντας πατήσει τα 45, έπαθα αυτό που λένε mid(football)life-crisis κι άρχισα να πραγματοποιώ με γερμανική ακρίβεια ένα ένα τα νεανικά μου όνειρα, από φόβο μη μείνουν ανεκπλήρωτοι πόθοι. Η ευκαιρία δεν άργησε να δοθεί, μια κι η κληρωτίδα μου χαμογέλασε, αφού φρόντισε να μας βγάλει στον ίδιο προκριματικό όμιλο με την Γερμανία για το ΠΚ της Κορέας-Ιαπωνίας. Όταν μάλιστα έμαθα ότι κατά διαβολική σύμπτωση ο αγώνας θα διεξαγόταν στο Αμβούργο, σαν επίσημα εγκαίνια της μετατροπής του παλιού Volksparkstadion σύμφωνα με τη νέα μόδα σε γηπεδική αρένα, κινητοποιήθηκα έγκαιρα δια την εύρεση εισιτηρίων. Η χαρά μου ήταν πενταπλή αφού μ’ ένα «σμπάρο» θα έγβαζα τα εξής απωθημένα:
Να δω ένα επίσημο (όχι φιλικό) παιχνίδι της Εθνικής.
Να πάω σ’ ένα «εκτός» ελληνικής ομάδας. Εδώ βέβαια τα πράγματα είναι λίγο ασαφή, αφού το «εκτός» στην περίπτωσή μου αφορά αποκλειστικά και μόνο στον τόπο καταγωγής, ενώ ουσιαστικά πρόκειται για «εντός» ως προς τον τόπο παραμονής μου.
Να καθίσω στις θέσεις ενός γηπέδου μοντέρνων προδιαγραφών.
Nα παρευρεθώ σε ματς ομάδας της πατρίδας μου εναντίον μιας αντίστοιχης της χώρας που με φιλοξενεί, δι’ ευνοήτους λόγους.
Και τέλος να μασκαρευτώ(!!!) όπως όλοι οι οπαδοί, τουτέστι να πάρω καθαρά θέση ως προς το ποιον υποστηρίζω, πράξη λίαν τολμηρή αφού στη μπάλλα και στην πολιτική είναι συνυφασμένη με ποικίλα ρίσκα.

Ξεκίνησα δυο ώρες πριν απ’ την έναρξη, όχι τόσο για να ’μαι στην ώρα μου στο σάλπισμα της πατρίδας, αλλά για να χορτάσω κάθε στιγμή του τελετουργικού της πορείας προς την εκπλήρωση, με τους γιους μου έναν εκ δεξιών κι έναν εξ ευωνύμων. Την κόρη μου, που έχει στην κυριολεξία γαλουχηθεί μέσα στο Millerntor, δεν θεώρησα σκόπιμο να την ταλαιπωρήσω. Ήταν θυμάμαι μόλις 7 βδομάδων βρέφος, όταν είχαμε πάει οικογενειακώς να δούμε το St.Pauli να παίζει. Τα εισιτήρια ήταν δώρο για τα γενέθλια του «μεγάλου» που μόλις είχ’ αρχίσει να κλωτσάει, ή καλύτερα να χουφτώνει, στα τσικό του τοπικού συλλόγου. Η «δεσποινίς» τόσο την έιχε καταβρεί με το γηπεδικό σαματά, που μετά το θήλασμα τράβηξε ένα μακάριο ύπνο στην αγκαλιά της μάνας της, αδιαφορώντας για τ’ αγκομαχητά της εξέδρας. Έκτοτε πέρασε τα επόμενα τρία χρόνια της ζωής της ενθαρρύνοντας με την παρουσία της τους αγώνες των μεγαλύτερων αδερφών της στα διάφορα τερραίν της περιοχής. Στη νύξη τη γυναίκας μου, πως θα ’θελε να δει από περιέργεια το καινούργιο γήπεδο, έκανα απλά τον κουφό. Ψιλόβρεχε και μέσα απ’ το επίτηδες ανοιχτό φερμουάρ του μπλε μπουφάν μου φάνταζε η γνωστή, απ’ το ματς με την Πορτογαλία, λευκή φανελίτσα της Εθνικής στίβου, ενώ τ’ αγόρια φορούσαν κανονικά, αν και ιδιοκατασκεύαστα, μπλουζάκια με τα χρώματά μας και το εθνόσημο στο στήθος. Τώρα θα μου πείτε βέβαια πόσο Έλληνας μπορεί να αισθάνεται το παιδί ενός μετανάστη που η μάνα του μιλάει Γερμανικά, πάει σε γερμανικό σχολείο και γενικά δυσκολεύεται να εκφραστεί άνετα στη γλώσσα του πατέρα του; Θα μπορούσα να σας απαντήσω ότι είναι απλά θέμα ανατροφής, αν δεν ήμουν απόλυτα πεπεισμένος ότι πρόκειται για ερώτημα από λίαν πολύπλοκο έως εντελώς αναπάντητο που μόνο ο χρόνος ίσως κάποτε μπορέσει να ξεδιαλύνει. Η ουσία πάντως είναι, ότι από ποδοσφαιρικής άποψης, ο μεν «μικρός» δεν είχε εκδηλώσει ως τότε δείγματα πατριωτισμού, ο δε «μεγάλος» είχε περάσει την παιδική ασθένεια της καψούρας για τους παίχτες με τον μαύρο αετό στη φανέλλα απ’ το ΠΚ του ‘98, όταν η ομάδα του είχε, προς μεγάλη του απογοήτευση μετά δακρύων, αποχαιρετήσει το τουρνουά με μια ξεγυρισμένη τριάρα απ’ την Κροατία! Απλά, είτε από πνεύμα αντιλογίας προς το πολύ ρεύμα, είτε για λόγους χαβαλέ προτίμησαν το γαλάζιο από το μαύρο για την αμφίεσή τους στο βραδινό πάρτυ. Δυστυχώς στ’ όλο κόλπο υπήρχε μια σημαντική παράλειψη, αφού οι προσπάθειές μου προς εύρεση ελληνικής σημαίας είχαν παραμείνει άκαρπες. Εδώ οφείλω να ομολογήσω ότι παρά τον ποδοσφαιρικό μου πάθος, αντιστέκομαι σθεναρά στις προκλήσεις των «σειρήνων» με τα τραπεζάκια εξ’ απ’ το γήπεδο, σκεφτόμενος όπως πάντα το πορτοφόλι μου. Στην στάση του ηλεκτρικού συναντήθηκα με τον Klaus, τον γιο του κι άλλους τρεις φίλους ιθαγενείς, δίχως όμως ιδιαίτερα διακριτικά, κι έτσι το μπουλούκι μας έφτασε ν’ απαριθμεί τους οχτώ καλύπτοντας όλες τις εθνικές αποχρώσεις.

Ένας ασπρόμαυρο ποτάμι από αλλόφυλα, δεν θα ’λεγα ακριβώς εχθρικά, αλλά σίγουρα ειρωνικά βλέμματα μας οδήγησε χωρίς να το καταλάβουμε στην θύρα εισόδου και το απρόβλεπτο στριμωξίδι παρέτεινε ακόμη πιο πολύ την αγωνία μου. Από μικρό παιδί νοιώθω πάντα το ίδιο γαργάλημα στο στομάχι, κάτι σαν στο πρώτο ραντεβού, όταν ανεβαίνω τα σκαλάκια που πίσω τους κρύβεται ο αγωνιστικός χώρος. Η θέα του πράσινου «χαλιού» απ’ τον διάδρομο, μετρίασε λίγο την ταραχή μου και ο σφιγμός μου επανήλθε στο φυσιολογικό του. Με μια φευγαλέα ματιά στο απόκομμα του εισιτηρίου μου, έδωσα το σύνθημα στο ασκέρι να συνεχίσει την ανάβαση μπαίνοντας επικεφαλής. Μια άγρια χαρά με κυρίεψε στην αίσθηση ότι θα ήμουν ο πρώτος που θ’ άγγιζε με το βλέμμα του το εσωτερικό της αρένας. Για μια στιγμή έμεινα με το στόμα ανοιχτό απ’ αυτό που αντίκριζα. Ένοιωσα τις εντυπώσεις να με χτυπούν απανωτά σαν κύματα. Η πανδαισία των χρωμάτων, η δύναμη του ήχου, το βάθος της πανοραμικότητας, συνέθεταν μια φανταστική ατμόσφαιρα που κυρίεψε αμαχητί κάθε μου αίσθηση για κάμποσα δευτερόλεπτα. Η πρώτη μου διαπίστωση μετά απ’ αυτό το απρόσμενο σοκ, ήταν ότι οι θέσεις μας βρίσκονταν στο πέταλο, δηλαδή αυτό που κάποτε είχε ημικυκλικό σχήμα, κυρίως λόγω ύπαρξης διαδρομών στίβου, πίσω απ’ το τέρμα μας, μια και το παλληκάρι με τα μαύρα που έκανε προθέρμανση ακριβώς από κάτω ήτανε πολύ μελαχροινό για να είναι ο Κάαν. Κάθισα στ’ αριστερά του φίλου μου στην ίδια σειρά με τους υπόλοιπους ενήλικες έχοντας τα παιδιά μπροστά για καλύτερο έλεγχο και δεν θεώρησα απαραίτητο να τιμήσω καμία απ’ τις δυο ομάδες με την ορθοστασία μου -fair play κατά την ανάκρουση των σχετικών ταρατατζούμ. Ο αγώνας άρχισε και προς μεγάλη μου έκπληξη έβλεπα ότι τόσο στις εξέδρες, όσο και στο χόρτο δεν υστερούσαμε ούτε σε παλμό, ούτε σε αγωνιστηκότητα. Μ’ άλλα λόγια, παίζαμε τους Γερμανούς στα ίσια κι αυτό μέσα στην έδρα τους! Με τους Γεωργάτο, Γεωργιάδη να κυριαρχούν στα πλάγια και τον Βασίλη Τσάρτα (πριν ακόμη πάρει το καλλιτεχνικό: Τσιάρτας[1]) να μοιράζει μπαλλιά και συχώριο, τα «πάντσερ» κώλωσαν και η αντίδρασή τους αντικατοπτρίστηκε στον κόσμο τους. Δεν υπάρχει πιο γλυκός ήχος απ’ το άκουσμα της αγανακτισμένης μουρμούρας στις γραμμές των οπαδών της γηπεδούχου, καθώς βλέπουν ότι η ομάδα τους δεν τραβάει κι αυτό απέναντι σε δευτεροκλασσάτους όπως εμείς. Ακούστηκαν τα πρώτα σφυρίγματα. Όμως το σκηνικό ήταν πάρα πολύ όμορφο για να ’ναι αληθινό. Σ’ ένα μακρινό πλάγιο άουτ του Μπάλλακ απ’ τα δεξιά η μπάλλα έφτασε στον αμαρκάριστο Ντάισλερ απ’ την άλλη πλευρά, που μ’ ένα ξερό σουτ απ’ το ύψος της μικρής περιοχής έκανε τους γείτονές μας να πεταχτούν επάνω σα να τους είχε τσιμπήσει σφήγκα. Υποθέτω ότι ήμασταν οι μόνοι σε ακτίνα 50 μέτρων που συνέχισαν να κάθονται ξεροκαταπίνοντας με μια γεύση ναυτίας. Η ατμόσφαιρα άλλαξε μονομιάς και οι μέχρι τότε σχεδόν φλεγματικοί Αμβουργέζοι έκαναν αισθητή την παρουσία τους. Όμως η Εθνική μας πείσμωσε κι άρχισε ν’ αντιδράει. Το «δεκάρι» μας απογοητευμένο απ’ την ανικανότητα των κυνηγών να σκοράρουν, αποφάσισε να δοκιμάσει το πόδι του από απόσταση 25 μέτρων, αναγκάζοντας τον ξανθομάλλη τερματοφύλακα στην απέναντι εστία να τεντωθεί με υπερένταση στην πορεία της μπάλλας. Σειρά μας να τιναχτούμε σαν ελατήρια απ’ τα καθίσματά μας με τα χέρια υψωμένα, που δυστυχώς λύγισαν αμέσως στους αγκώνες και αλλάζοντας κατεύθυνση κατέληξαν στο κεφάλι.


«Ντο μπούστη τι έπιασε!» ξέφυγε εν χορώ απ’ τα χείλη μας -χαρακτηρισμός που αργότερα αναιρέθηκε κατόπιν σπουδής του βίντεο που απέδειξε ότι επρόκειτο για δοκάρι, ενώ ένα «ααχ» έκανε το γύρο των γαλάζιων κερκίδων. Μέχρι εκείνη τη στιγμή το ματς είχε τόσο πολύ απορροφήσει το ενδιαφέρον μου, που είχα τελείως ξεχάσει την ύπαρξη των μικρών. Τότε ανάμεσα στο ξύπνημα της ελληνικής εξέδρας, ξεχώρισα ένα ζευγάρι γνώριμες λεπτές φωνούλες να ζητωκραυγάζουν ρυθμικά στη διαπασών:
«Ελ-λάς, Ελ-λάς», ενώ συνέλαβα τον εαυτό μου να κάνει το ίδιο. Κι αν δεν το ’κανα, το σκέφτηκα τόσο έντονα που ήταν σα να το ‘χα κάνει... Δεν υπάρχει καλύτερη μουσική στ’ αφτιά ξενιτεμένου απ’ το ν’ ακούει τ’ όνομα της πατρίδας του απ’ το στόμα των παιδιών του, έστω κι υπό ειδικές συνθήκες. Από ένστικτο έψαξα για χαρτομάντιλο κι ας ήξερα πολύ καλά ότι αποτελεί είδος πολυτελείας στις τσέπες μου.

Ώσπου να σχολιάσουμε τα γεγονότα του πρώτου, άρχισε το δεύτερο ημίχρονο και κάτω στην εστία μπροστά μας στήθηκε σα μπάστακας ένας τύπος δίχως λαιμό, με ώμους που έτειναν στο άπειρο και μαλλί πιο ανοιχτό απ’ το χρώμα της φανέλλας του. Η ιδέα και μόνο να δούμε τον καλύτερο τερματοφύλακα του κόσμου να τρώει ένα γκολάκι μπροστά στα μάτια μας, ζέστανε την ατμόσφαιρα και αναπτέρωσε τις ελπίδες μας για την ισοφάριση που δυστυχώς δεν έμελλε να ’ρθει. Αντίθετα μια άτυχη κόντρα του Ουζουνίδη σε μια τελείως ακίνδυνη ενέργεια του Σολλ, ξεγέλασε τον Ελευθερόπουλο ανεβάζοντας τον δείκτη του σκορ στο 2-0, θάβοντάς μας ακόμη πιο βαθιά στις καρέκλες μας. Το αίσθημα ευφορίας που επικρατούσε μέχρι εκείνη την ώρα, άρχισε να παραχωρεί σιγά σιγά την θέση του σε μια παλίρροια μελαγχολίας καθώς μπαίναμε στο τελευταίο τέταρτο. Ξαφνικά, εκεί που είχαμε σχεδόν αποδεχτεί τη μοίρα μας, ο νεοεισαχθείς Λάκης μ’ ένα κεραυνό απ’ τ’ αριστερά ανάγκασε τον Γερμανό τόρβαρτ να επιστρατεύσει όλες του τις ικανότητες πριν διώξει με τ’ ακροδάκτύλα σε κόρνερ. Καθώς τους πιέζαμε ο πυρετός μας ανέβαινε με κάθε δευτερόλεπτο που περνούσε. Θέλαμε ακόμη πέντε λεπτά όταν ο Τσάρτας έβγαλε μόνο του τον Λυμπερόπουλο που αποφεύγοντας εύκολα τον Κάαν ετοιμάστηκε να κάνει αυτό εδώ και χρόνια ονειρευόμασταν. Να παραβιάσει τη γερμανική εστία. Είχαμε ήδη εγκαταλείψει τις θέσεις μας και μια έντονη έκκριση αδρεναλίνης έρεε στις φλέβες μας, όταν για κακή μας τύχη ένα πόδι αμυντικού παρεμβλήθηκε για να μας στερήσει την τελευταία στιγμή την άφιξη στον κοσμό του τέλειου εκστασιασμού! Η επακολουθήσασα ανώμαλη προσγείωση στην σκρηρή πλαστική πραγματικότητα του καθίσματος ηταν πιο επώδυνη, κι όχι μόνο σωματικά, απ’ ότι μπορούσαμε να φανταστούμε. Μια σειρά από κοσμητικά επίθετα, τα περισσότερα διεθνώς γνωστά, στόλισαν τον εμβρόντητο διεθνή μας φορ, σε μια ύστατη προσπάθεια ν’ απαλλαγούμε απ’ το φορτίο της λύσσας που έσφιγγε σαν τανάλια τα μηνίγγια μας. Μάταια αναζήτησα νοσταλγικά τ’ ακροβατικό γκολ του Γιώργου Δεληκάρη στο 2-2 του Πειραιά ή την ισοφάριση στο Ντύσσελντορφ απέναντι στην Παγκόσμια Πρωταθλήτρια του 74! «Περασμένα μεγαλεία και διηγώντας τα να κλαις...», τελικά μια απ’ τα ίδια. Το σφύριγμα της λήξης μας βρήκε και τους δυο μας απόλυτα σύμφωνους, τόσο στον βαθμό απογοήτευσης, όσο και στο συμπέρασμα ότι το παιχνίδι είχε χαθεί τζάμπα, αφού λίγο πριν το τέλος είχαμε χάσει μια ακόμη κλασσική ευκαιρία για να σκοράρουμε. Καθώς ετοιμαζόμασταν για την κατάβαση κι ενώ βρισκόμουν ακόμη στην διαδικασία της ανασυγκρότησης, κοιτώντας τους παίχτες ν’ αλλάζουν τις μουσκεμένες απ’ τον ιδρώτα και τη βροχή φανέλλες τους διαπίστωσα ότι εγώ όχι μόνο δεν είχ’ αρπάξει ούτε σταγόνα, αλλά είχα όλη την ώρα την εντύπωση ότι είμαι σε κλειστή σάλα. Ανασηκώνοντας λίγο το βλέμμα στάθηκα για λίγο στο τεράστιο τεντωμένο σεντόνι με το τετράγωνο κενό στη μέση κομμένο στα μέτρα του αγωνιστικού χώρου, κουνώντας καταφάτικα το κεφάλι. Έριξα μια τελευταία αποχαιρετηστήρια ματιά στην «οικοδέσποινα» της βραδιάς γοητευμένος πραγματικά απ’ τα θέλγητρά της. ‘Ενας πορτοκαλής ήλιος συνέχισε να πυρπολεί τις θολές σκέψεις μου και κλείνοντας ενστικτοδώς τα μάτια έκανα νοερά μια σύντομη ανασκόπηση των γεγονότων. Δε λέω, η ήττα μας -η πρώτη απ’ τη Γερμανία σ’ επίσημο αγώνα, έτσουζε, αλλά τον πόνο μου μετρίαζε το υπέροχο αίσθημα της τρίωρης «διανυχτέρευσής» μου στη φιλόξενη αγκαλιά μιας εξαίσιας «καλλονής».
«Κρίμα που ’ναι έδρα του κωλο-HSV[2]» πέταξα βιαστικά στον Klaus πριν μας καταπιεί το σκοτάδι της νύχτας.

Μερικές βδομάδες αργότερα πήρα την ρεβάνς μου και με το παραπάνω μάλιστα, γιορτάζοντας την νίκη του Παναθηναϊκού -η χλωροφύλλη νερό δε γίνεται, επί της μισητής ομάδας των σαλονιών του Αμβούργου μ’ 1-0.
«Ένα και να καίει», όπως είχε παρατηρήσει κι ο Mιχάλης απ’ το «πράσινο μπουκάλι» στην έξοδο όπου τον συνάντησα τυχαία. Η ικανοποίηση ήταν βέβαια τεράστια, αλλά, άλλο πράμα η Εθνική κι άλλο η «πολυεθνική» των Βαρδινογιάννηδων! Ας όψεται η απόφαση Μποσμάν...



[1] Μανία κι’ αυτή με τα ονόματα βρε παιδί μου. Άλλοι κάνουν αμάν να κάνουν όνομα κι’ αυτός που το ’χει τ’ αλλάζει!

[2] Hamburger Sportverein (Αμβούργιος Aθλητικός Σύλλογος), κοινώς Αμβούργο. Η άλλη (πιο γνωστή διεθνώς) απ’ τις δυο ομάδες της πόλης-κρατιδίου μετά το Ζάνκτ Πάολι.

Δεν υπάρχουν σχόλια: