Ο ΨΙΘΥΡΙΣΤΗΣ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΗΑ

21 Κώστας Κατσουράνης


...ο πανταχού παρών και τα πάντα πληρών...

Εωθινή προσευχή


Όταν ξαναγυρνά κανείς στο «έπος της Πορτογαλίας» είναι αδύνατο να μη σκοντάψει σ’ ένα όνομα. Ένα όνομα χαραγμένο μ’ ανεξίτηλα γράμματα στην καρδιά κάθε Έλληνα. Όττο Ρέεχαγκελ λέγεται ο «βασιληάς», όπως συνηθίζουν ν’ αποκαλούν το Γερμανό προπονητή στην πατρίδα του, σ’ αντιδιαστολή με τον «αυτοκράτορα» Φραντς Μπέκενμπαουερ, τον παντοδύναμο παράγοντα που αποτελεί την προσωποποίηση του γερμανικού ποδοσφαίρου. Αν το εξετάσουμε όμως καλύτερα, θα διαπιστώσουμε ότι κάτι λείπει απ’ τ’ όλο θέμα. Κάτι που μας κάνει να θέσουμε το ερώτημα:
«Μα καλά, πώς κατάφερε ο αυστηρά γερμανόφωνος Όθωνας όχι μόνο να μεταδώσει την αθλητική του φιλοσοφία στους Έλληνες παίχτες, αλλά και να τους οδήγησει μέχρι την κατάκτηση του τίτλου δίχως να ξέρει γρι ελληνικά;» Η απάντηση είναι απλή:
«Μέσω του μεταφραστή του», που μας φέρνει αμέσως αντιμέτωπους μ’ ένα δεύτερο όνομα: Γιάννης Τοπαλίδης, βοηθός προπονητή και διερμηνέας -επί τέλους κι ένας μη γαλντοαίματος.

Δεν είναι κι εύκολη υπόθεση να παίζεις τον ρόλο της σκιάς κάποιου, ενώ είν’ ακόμη δυσκολότερο, να είσαι ταυτόχρονα κι η φωνή του. Σκέψου να πρέπει να τον ακολουθείς παντού μήπως και χρειαστεί να ζητήσει κάτι. Είναι σκέτη τρέλλα! Όμως ο κυρ Γιάννης τα κατάφερε και στα δυο περίφημα. Ήταν το ιδανικό ταίρι του Όττο, ο «δίδυμος εαυτός» του θα ’λεγα. Τους βλέπω στο βίντεο του μυαλού μου καθισμένους στον πάγκο με τα κεφάλια ακουμπισμένα σαν ερωτευμένο ζευγαράκι, ν’ αγκομαχούν ο ένας (Γιάννης) πίσω απ’ τον άλλο (Όττο) στον ανήφορο της αγωνίας σαν ποδηλατες σκαρφαλωμένοι στο «τάνντεμ» της Εθνικής και τέλος να πανηγυρίζουν δίπλα δίπλα σαν τέλεια εναρμονισμένο «μπλοκ» που βλέπει μ’ απέραντη αγαλλίαση την μπάλλα να σκάει πίσω στο παρκέ του αντιπάλου. Ένα περίεργο ντουέτο στα χνάρια του «ο Χοντρός κι ο Λιγνός» των παιδικών μου χρόνων ή του «Εκείνος κι Εκείνος» αργότερα, σε μια θεατρική παράσταση αλλιώτικη απ’ τις άλλες, σ’ ένα ρεσιτάλ συγχρονισμού τού φοβερά περίπλοκου τριγώνου: πρωταγωνιστή-υποβολέα-κομπάρσου.



Ποιος είναι λοιπόν αυτός ο συμπατριώτης μας, που σαν «ήρεμη δύμανη» ενσάρκωσε τ’ όραμα του Γερμανού αφεντικού του; Δεν έχω τη φιλοδοξία ν’ απαντήσω σε μια ερώτηση που θα μπορούσε κάλλιστα ν’ αποτελέσει το θέμα ολόκληρης έρευνας. Επιγραμματικά ανφέρω μόνο δυο λόγια. Μεγαλωμένος κοντά στην Στουττγκάρδη, απόφοιτος της ποδοσφαιρικής σχολής της Κολωνίας και προπονητής σε μικρότερες κατηγορίες, τελευταία μάλιστα βοηθός στην Χέρτα Βερολίνου, αποτέλεσε ιδεώδη συνδυασμό επαΐοντα-επιτελικού στη θέση αυτού που λέμε deputy.
«Είναι ο σημαντικότερος συνεργάτης μου!» παραδέχτηκε ο Όττο.
«Μιλάει όπως εκείνος αλλά στα έλληνικά» δήλωσαν οι παίχτες.
«Ο άνθρωπος για όλες τις δουλειές» συμπληρώνω εγώ, έχοντας υπ’ όψη την πολυσύνθετη φιγούρα του ακούραστου σαραντάρη, που όταν χρειάστηκε, το ’παιξε από σωφέρ μέχρι μάνατζερ. Και σαν φύση ανήσυχη, που της αρέσει να την ψάχνει δεν σταματάω εδώ. Πως μπορόυμε ν’ άποκλείσουμε το γεγονός, ότι δεν ήταν ο «δικός μας» αυτός που επηρέασε τ’ αποτέλεσμα έχοντας πάντα την τελευταία λέξη; Ποιος μας λεει ότι πάνω στη μεταφορά της θέλησης του διευθυντή του, δεν άλλαξε κάτι σημαντικό ή δεν ερμήνευσε διαφορετικά κάποια εντολή σκόπιμα ή ακούσια λόγω της δικής του αντίληψης των πραγμάτων; Προς Θεού, δεν θέλω να υπαινιχθώ τίποτα, ούτε στοχεύω στο να μειώσω τη γιγάντια συμβολή του Γερμανού «διδάκτορα ποδοσφαίρου» στον άθλο της Λισσαβώνας. Απλώς κάνω μια υπόθεση για ν’ αποδείξω πόσο ασαφή είναι τα όρια του πρώτου απ’ τον δεύτερο. Εκείνου που διατάζει από κείνο που τελικά «αποφασίζει». Μου θυμίζει λίγο την σχέση στο ανδρόγυνο, όπου ο άντρας νομίζει ότι έχει το πάνω χέρι, ένω η γυναίκα περνάει τελικά με τον τρόπο της το δικό της.

Όπως και να ’χει το ζήτημα το γεγονός είναι ένα: κατά την ταπεινή μου άποψη τ’ όνομα που είναι «στα χείλη ολουνών» (που λεει κι ο Διονυσάκος) έχει τελικά δυο όψεις. Απ’ τη μια γράφει «Γιάννης Ρέεχαγκελ» κι απ’ την άλλη «Όττο Τοπαλίδης» ή μήπως διαφωνείτε; Αν κρίνω μάλιστα από αρκετές περιπτώσεις που σκιαγραφούν έντονα το «μεσογειακό» ταμπεραμέντο του πρώτου και το «κεντροευρωπαϊκό» φλεγμα του δευτέρου, μου είναι τελείως αδύνατο να ξεχωρίσω τον Γερμανό απ’ τον Έλληνα! Αυτή η αθόρυβη «μέλισσα» με το ψιθυριστό «κεντρί» λοιπόν, είναι άξια συχγαρητηρίων:

«Kompliment κύριε Τοπαλίδη, sehr gut gemacht!»

Δεν υπάρχουν σχόλια: