Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ

13 Φάνης Κατεργιαννάκης

Στο πρώτο παιχνίδι είπα ότι κάναμε την Ευρώπη
να μιλάει για την Ελλαδα. Τώρα νομίζω ότι
όλος ο Κόσμος μιλάει για την Ελλαδα.

Θοδωρής Ζαγοράκης


To ν’ αποκλειστείς από μια ομάδα της κλάσσης των Γάλλων δεν είναι ντροπή. Γι’ αυτό, μην έχοντας να χάσουμε τίποτα, θ’ αφήναμε εκείνους να ’χουν το άγχος. Μέχρις εδώ τα είχαμε πάει θαυμάσια στο «υποχρεωτικό πρόγραμμα» κι αυτό που περιμέναμε ήταν μια καλή βαθμολογία στις «ελεύθερες ασκήσεις». Ως εκ τούτου, διασκέδασα κι εγώ την τελευταία μου μέρα πριν φύγω για διακοπές, καταβροχθίζοντας τα παραλειπόμενα του θρίλλερ της προηγουμένης, μαζί με τα τελευταία νέα απ’ το στρατόπεδο της «Ελληνικής Ταξιαρχίας». Βέβαια όσο η ώρα της κρίσεως πλησίαζε, τόσο περισσότερο ένοιωθα τη μέγγενη της έξαψης να πρεσσάρει το νευρικό μου σύστημα. Στις πέντε παρά πέντε έσβησα το κομπιούτερ μου, τακτοποίησα τα χαρτιά μου και πριν εγκαταλείψω το γραφείο για τρεις εβδομάδες πρότεινα στους συναδέλφους, σε περίπτωση νίκης μας να πιουν ένα ουζάκι στην υγεία της Εθνικής, έστω και εν απουσία μου. Μέσα σ’ ένα όμορφο κλίμα, γεμάτο αστεία κι ευχές για ωραίο καιρό, καλό κέφι και ό,τι τέλος πάντων θεωρείται απαραίτητο για ευχάριστες διακοπές, αποχαιρέτησα την εργασιακή ομάδα και χώθηκα στον ηλεκτρικό. Στην αποβάθρα, με τη συνοδεία της «Ηρωικής» του Μπέετχοφεν φόρτωσα τις σκέψεις μου στο τραίνο κι άφησα το γρήγορο τέμπο του να τις τσουλήσει στο σπίτι μου.
«Καλό σημάδι!» είπα μέσα μου. Κι όμως, κανένας δεν είχε κάνει ούτε καν νύξη για τ’ αποτέλεσμα του βραδινού αγώνα, μάλλον από τακτ για να μη μου χαλάσουν τη διάθεση. Το καταλάβαινα κι ο ίδιος. Ο,τιδήποτε άλλο από άνετη νίκη των «τρικολόρ» θα ’ταν έκπληξη ολκής, Riesensensation που λένε κι οι Γερμανοί. Αν πάλι...; Όχι, θα ’πρεπε να παραμείνω ρεαλιστής! Σήμερα θα κάναμε την τελευταία μας -ήθελα να πιστεύω, αξιοπρεπή εμφάνιση και θα «πέφταμε» σαν ήρωες, αφήνοντας στον κόσμο, αν μη τι άλλο, μια καλή εντύπωση.
«Άντε για να παω κι εγώ ήσυχος στις διακοπούλες μου, δίχως το στρες τού που θα βρω τηλεόραση, αν αυτοί που την έχουν ενδιαφέρονται για τη μπάλλα και τρέχα γύρευε» σκέφτηκα προετοιμάζοντας τον εαυτό μου για το επερχόμενο τέλος. ’Αλλωστε δυο καλά αποτελέσματα σερί ήταν για μένα πράγμα πολύ σπάνιο και το χθεσινό δεν μπορούσε με τίποτα να θεωρηθεί άσχημο. Βγαίνοντας αγόρασα το έντυπο των αστέγων Hinz & Kunz[1] απ’ τον «φίλο» μου που ’ναι μόνιμα εκεί, και δινοντάς του ένα γενναίο χαρτζιλίκι -μπας και πάει γούρι, τράβηξα ευδιάθετος για το σπίτι σιγοτραγουδώντας το: «Que sera, sera.»

Καθώς ανοίγα την πόρτα έπεσα πάνω στη Bettina που ’χε ’ρθει να πάρει την κόρη της. Μας διηγήθηκε λοιπόν πως είχε ζήσει τον συγκλονιστικό αποκλεισμό της ομάδας του φίλου της με μια περιγραφική δεινότητα, που θα την ζήλευε ο καλύτερος σπόρτκαστερ. Έμεινα κατάπληκτος για την απήχηση ενός ποδοσφαιρικού τουρνουά στο ασθενές φύλλο κι αναίρεσα για πολλοστή φορά την προκατάληψή μου απέναντι στην σχέση του ποδόγυρου με τη μπάλλα. Λίγο πριν φύγει μας εκμυστηρεύτηκε, δίχως να πολυσκεφτεί την καταγωγή μου, ότι το φαβορί της τόσο για τον δεύτερο προημιτελικό, όσο και για τον τίτλο ήταν η Γαλλία! Κρατήθηκα για να μην της χαλάσω την το κέφι κι από πείσμα και μόνο, υποσχέθηκα στον εαυτό μου σιωπηρά ότι θα ’κανα το παν για να την διαψεύσω. Ήταν η πρώτη φορά απ’ το πρωί που ένοιωθα τον εθνικό μου εγωισμό να βράζει μέσα μου, ζητώντας εκδίκηση για την κεντροευρωπαϊκή υπεροψία. Η διάθεσή μου άλλαξε μονομιάς κι άρχισα να στήνω τα «οχυρωματικά» μου σχέδια για την επιτυχή αντιμετώπιση του αντιπάλου μας.

Ψάχνοντας για καλούς οιωνούς, το πρώτο που μου χτύπησε στο μάτι, ήταν το φρεσκοκουρεμένο κεφάλι του Όττο, που παρ’ ότι μ’ έκανε να χαμογελάσω ριλαξάροντας, δεν ήξερα πως να το ερμηνεύσω. Το δεύτερο ήταν η παρουσία του Ντέμη στην επίθεση, σ’ αντικατάσταση του τιμωρημένου Βρύζα, που έκανε σεφτέ μ’ ένα μακρυνό, δυνατό σουτ κατευθείαν στα χέρια του Μπαρτέζ. Δεν είχαν καλά καλά περάσει δυο λεπτά απ’ αυτή την πρώτη προσπάθεια εκπόρθησης του γαλλικού τέρματος και μπαπ να η επόμενη επικίνδυνη φάση που μ’ έκανε να δοκιμάσω τις ικανότητές μου στο άλμα εις ύψος άνευ φοράς. Ο προωθημένος Κατσουράνης πρόλαβε με προβολή τη βαθιά σέντρα από φάουλ του Καραγκούνη, αιφνιδιάζοντας τον μαυροντυμένο γκαρντιάν. Δυστυχώς η μπάλλα δεν του ’κανε το χατήρι και παίζοντας πινγκ-πονγκ με το κάθετο δοκάρι προτίμησε τη σιγουριά της αγκαλιάς του Γάλλου απ’ τη μοναξιά του διχτυού. Απ’ την άλλη οι «μπλε» μ’ ένα ταχύτατο συνδυασμό Ζιντάν-Λιζαραζού στην αριστερή πτέρυγα, κατάφεραν να διασπάσουν τη «γραμμή Μπασινό» κι ο Γιούρκας άφησε τον Ανρύ να πιάσει κεφαλιά μόλις άουτ, ενώ ο Έλλην τερματοφύλακας έκανε τον τροχονόμο. Δεν χόραγε αμφιβολία ότι το ματς είχ’ ανάψει για τα καλά και το χτυπούσαμε μ’ αξιώσεις. Το στενό μαρκάρισμα και η διαβολεμένη κινητικότητα του πολυπρόσωπου κέντρου, ανάγκαζε τους αντιπάλους μας που δεν το περίμαναν, σε λάθη από έλλειψη χώρου. Αν κάποιος είχε ευκαιρίες, αυτοί ήμασταν εμείς, που με βολές μέσου (Κάτσου) και μεγάλου (Φύσσας) βεληνεκούς το ’χαμε βάλει σκοπό να κάνουμε το ξυρισμένο κεφάλι του Φαμπιάν να ιδρώσει! Χαρακτηριστικό για την εικόνα του πρώτου ημιχρόνου ήταν η «βεντέττα» του Γάλλου αρχηγού Ζιντάν στον Έλληνα ηγέτη Καραγκούν’ με τρικλοποδιά από πίσω, που του εξασφάλισε μια θέση στην κίτρινο χαρτονάκι του Φρισκ κάτω απ’ τ’ όνομα του δικόυ μας. Σημειώσατε «Χ»!

Μπορώ να υποθέσω μέχρι που θα πρέπει να ’χε ακουστεί ο Σαντινί στ’ αποδυτήρια, απ’ την ορμή με την οποία έπεσαν οι παίχτες του επάνω μας στην επανάληψη. Ένα γυριστό του Ανρύ από καλή θέση έγλειψε το αριστερό δοκάρι του Νικοπολίδη δίνοντας το σύνθημα για την αντεπίθεση διαρκείας. Στο μεταξύ ένοιωσα το μέτωπό μου να καίει, καθώς η λυγερόκορμη «γαζέλα» βρέθηκε αμαρκάριστη στην αγαπημένη της αριστερή πλευρά βγάζοντας μια υπέροχη μπαλλιά με προορισμό το δεύτερο δοκάρι. Μ’ έπιασε πανικός. Είδα μια μπλε «κόμπρα» να σηκώνει το κεφάλι έτοιμη μα χύσει δηλητήριο, υπό το άγρυπνο μάτι του γκολκήπερ μας που δικαίωνε τη φήμη του ως: «Ο άνθρωπος που έβλεπε τις σέντρες να περνούν». Στ’ αφτιά μου ηχούσαν ήδη οι καμπάνες του 1-0, καθώς την ώρα που οι αισθήσεις μου μ’ εγκατέλειπαν, ένας ολόλευκος «αετός» πετώντας απ’ το πουθενά, πρόλαβε μ’ υπερένταση να «τσιμπήσει» εκείνος πρώτος με την άκρη του τσουλουφιού του τ’ ασημένιο «αβγό» σε κόρνερ, αφήνοντας τον Τρεζεγκέ να κουλουριαστεί άπραγος στ’ αδειανό «κοφίνι».
«Παει κι αυτό» ήταν η χλωμή μου αντίδραση, «Άνθιμε, να σου ζήσει ο γιος!». Μια νέα προσπάθεια του Τηρρύ μπλόκαρε με άνεση ο Αντώνης που έδειχνε να ’χει ξαναβρεί τον εαυτό του.
«Παιδιά κάντε κάτι γιατί δεν αντέχω άλλο...» μου ξέφυγε φωναχτά, «...ένας να πέσει πάνω στο παλληκάρι με το 12 πριν είν’ αργά!»

Υπάρχουν χίλιοι δυο τρόποι να προωθήσει κανείς τη μπάλλα στα δίχτυα. Απ’ το ακροβατικό ανάποδο ψαλίδι μέχρι το πανούργο «χέρι του Θεού». Τ’ απότέλεσμα είναι πάντα το ίδιο. Ο στόχος έχει επιτευχθεί, σκορπίζοντας εκ διαμέτρου αντίθετα συναισθήματα στους διψασμένους θεατές ανάλογα με τις επιλογές τους. Παρ’ όλ’ αυτά, το γκολ με κεφαλιά είναι άλλη διάσταση. Συνδυάζει την εκρηκτικότητα με την ακρίβεια, την ομορφιά με την αυτοσυγκέντρωση, ενώ παράλληλα απαιτεί αλτικότητα, έμπνευση, συντονισμό. Με λίγα λόγια ξεσηκώνει όχι μόνο το πλέκτο, αλλά και τις καρδιές του κόσμου. Έμενα πάντα μ’ ενθουσίαζε γιατί είναι μια κίνηση που την διακρίνει μια έπαρση και μια εγκεφαλικότητα, η οποία δεν συγκρίνεται μ’ εκείνες των κάτω άκρων. Κατα την διάρκεια των σχολικών μου χρόνων, που συμπίπτουν με την ποδοσφαιρική μου δραστηριότα ως παίχτη, είχα τέτοια λόξα μ’ αυτή τη συγκεκριμένη τεχνική, που δεν δίσταζα να «βάλω το κεφάλι στη φωτιά» σε πάσσες ύψους, από δύο μέτρα μέχρι δύο εκατοστά. Παρά το σχετικά χαμηλό μου ανάστημα, κάνοντας καθημερινά προπόνηση στην τραπεζαρία μ’ αυτοσχέδιες μπάλλες έχοντας τις κουρτίνες για δίχτυα, κατάφερνα να κρατάω σχεδόν πάντα ψηλά το κούτελο, όπως ο σπεσιαλίστας της εποχής Μίμης Παπαϊωάννου, που έμοιαζε να «στέκεται» στον αέρα. Έτσι, όταν επιλέγω στις ψηφοφορίες για την ανάδειξη του γκολ της εβδομάδας, του μήνα ή της χρονιάς, οι κουτουλιές βρίσκονται στην πρώτες θέσεις, μπροστά απ’ τις ομαδικές προσπάθειες και τ’ απευθείας σουτ.

Το μόνο που πέρασε απ’ το μυαλό μου όταν είδα τον Νικοπολίδη λίγο εξ’ απ’ την περιοχή του να διώχνει τη μπάλλα όσο πιο μακριά γινόταν, ήταν το πόσο θα διαρκούσε πριν επιστρέψει πάλι στα καρρέ μας. Την απόκρουση ενός Γάλλου αμυντικού μάζεψε ο Ζαγοράκης γυρίζοντάς την με το κεφάλι στον κύκλο της σέντρας στον Άγγελο Μπασινά, που βλεποντάς τον να φεύγει δεξιά, του ’κανε στα τυφλά μια τέλεια κοφτή μπαλλιά στον κενό χώρο. Ο Έλληνας αρχηγός την βρήκε στο βηματισμό του, έστειλε με μια εκπληκτική εναέρια ντρίμπλα τον «καρατερίστα» Λιζαραζού να κάνει τσουλήθρα στη γραμμή του πλαγίου άουτ και μ’ ένα «θεϊκό» κοντρόλ πλησίασε μ’ αξιώσεις στη γαλλική εστία. Η ενέργεια του Θοδωρή με σήκωσε απ’ τον καναπέ λες κι ήμουν εγώ ο παραλήπτης της πάσσας του. Εκείνος κοντοστάθηκε λίγο αφήνοντας την μπάλλα να ρολάρει, σήκωσε το βλέμμα κι εκμεταλλευόμενος την απόσταση ασφαλείας που του πρόσφερε ο Σιλβέστρ «γέμισε» προς το σημείο του πέναλτυ.

Ο Χάρι έχοντας χάσει τη «αερομαχία» λίγο πιο πριν, οπισθοχώρησε ελαφρά σύνεχίζοντας όμως να παρακολουθεί την εξέλιξη της φάσης και καθώς μυρίστηκε την ευκαιρία, κινήθηκε βιαστικά προς τον χώρο γύρω απ’ τη λευκή βούλα. Με μια ωραία προσποίηση ξέφορτώθηκε τον μπλε φρουρό του, που κάνοντας λάθος εκτίμηση «χύθηκε» στο πρώτο δοκάρι πάνω στον διεισδύοντα Κατσουράνη. Με το μαύρο «σκιάχτρο» κολλημένο στη γραμμή και τα «σκυλιά» φευγάτα, διαισθάνθηκα την κρισιμότητα της στιγμής.
«Τώρα» σκέφτηκα «κάν’ τη τώρα!», πιέζοντας τη γροθιά στα σφιγμένα μου δόντια. Πατώντας γερά άρχισε να σηκώνεται με τ’ αγγελικά φτερά του ανοιγμένα, την ώρα που η ασημένια σφαίρα τον πλησίαζε απειλητικά. Οι ώμοι μου πήραν στροφή στ’ αριστερά, τα μάτια μου την ζύγιασαν αστραπιαία, ενώ ο αυχένας μου έσπρωξε το μέτωπο μου προς το μέρος της. Τον βρήκε στο «δοξαπατρί» πριν καρφωθεί εξοστρακισμένη ίσια στην «καρδιά» του γαλλικού τέρματος, «φωτογραφίζοντας» τον εμβρόντητο Μπαρτέζ. Ένα αόριστο επιφώνημα θαυμασμού γέμισε το δωμάτιο, πράγμα που έκανε την υπόλοιπη οικογένεια να παρατήσει εν ψυχρώ το πακετάρισμα για το ταξείδι και να τρέξει να δει τ’ είχε γίνει.
«Γκόλ;» ακούστηκε η φωνή του «μεγάλου».
«Και τι γκολ! Δες και μόνος σου.» ήταν η δική μου ατάκα. Τέτοιο «ποίημα», τέτοιο μεγαλείο σε δημιουργία κι εκτέλεση δεν είχα ξαναδεί απ’ ομάδα μας και μάλιστα σ’ ένα τόσο μεγάλης σημασίας αγώνα. Απίστευτο κι όμως ελληνικό! Καθώς παρακολουθούσα την επανάληψη απ’ όλες τις οπτικές γωνίες γλείφοντας τα χείλη μου, διέκρινα μια «χιονοστιβάδα» από γαλανόλευκα «τουβλάκια του ντόμινο» πίσω απ’ το τέρμα, εν πλήρη κίνησει σ’ ανάποδο γύρισμα της ταινίας. Το θλιμμένο, απλανές βλέμμα του Μισέλ Πλατινί στις θέσεις των επισήμων μίλαγε από μονο του. Μόλις τα πράγματα καταστάλαξαν λίγο, έβγαλα το συμπέρασμα ότι η UEFA θα έπρεπε να στείλει ένα DVD αυτής της φάσης στις ομοσπονδίες της μ’ εντολή να προβληθεί σ’ ολες ανεξαιρέτως τις ακαδημίες ποδοσφαίρου σαν ειδικό σεμινάριο με θέμα: «Το τέλειο γκολ!».

Είκοσι λεπτάκια, και φυσικά οι καθυστερήσεις, μας χώριζαν από μια θέση στου τέσσερις, αρκετά για μια καλολαδωμένη γαλλική ντήζελ, ώστε να γυρίσει το ματς και τα συναισθήματά μου. Όμως οι «κόκκοι» της ελληνικής «άμμου» στα «πιστόνια» της ομάδας του Σαντινί, την εμπόδιζαν να μαρσάρει όπως θα ’θελε. Μια ένεση φρέσκου αίματος τους έδωσε καινούργιες ελπίδες, καθώς το σόλο του Σαά ανάμεσα από τέσσερις, κατέληξε μαλακά στην αγκαλιά του Νικοπολίδη. Βημάτιζα πάνω κάτω στη κάμαρη αγχωμένος μέχρι το λαιμό θέλοντας να πείσω τον χρόνο να κυλήσει γρηγορότερα, γιατί είχα πλήρη γνώση της παροιμιώδους αποδιοργάνωσής μας λίγο πριν το τέλος. Είχαμε φτάσει στο τελευταίο τρίλεπτο και το φάντασμα της Αγγλίας έκανε κατάληψη του μυαλό μου, υπενθυμίζοντάς μου ότι: «γελαέι καλά όποιος γελάει τελευταίος».
«Λες να μου τη φυλάνε οι μπάσταρ...» η σέντρα του Γκαλλάς απ’ τα δεξιά σφύριξε σαν βόμβα πριν σκάσει στο κρανίο του Ανρύ που βρέθηκε αμαρκάριστος σε θέση Χαριστέα.
«Όχιιιιιι!» ούρλιαξα προσπαθώντας να τρομάξω τη μπάλλα, που ξύρισε σαστισμένη το αριστερό δοκάρι του αγάλματος με την χάλκινη πλακέττα στη βάση:


Αντώνιος Νικοπολίδης
Ονειροφύλαξ
[2] των Ελλήνων
Λισσαβώνα 25-6-2004

Στο 91ο λεπτό ο Βάσκος με γαλλικό διαβατήριο διψασμένος για ρεβάνς, είδε την τελευταία απεγνωσμένη διπλή προσπάθειά του να σταματάει πρώτα στην «ασπίδα» του Σεϊταρίδη και μετά να χάνεται στα ύψη, ενώ τα δευτερόλεπτα πλησίαζαν απελπιστικά αργά στη συμπλήρωση του τριλέπτου των καθυστερήσεων.
«Δε τους θέλει με τίποτ’ απόψε!» παραδέχτηκα ψυθιριστά. 2:45 «Είμαστε...» ο Σουηδός έβαλε επί τέλους τη σφυρίχτρα στο στόμα, «...στους τέσσερις της Ευρώπης!» φώναξα, στο μοναδικό ματς μας που είχα δει απ’ την αρχή ως το τέλος...

Μια αλυσίδα από ολόλευκα μαργαριτάρια σήκωσε αρκετές φορές θριαμβευτικά τα χέρια, χαιρετώντας περήφανα τους 6.000 νικητές της εξέδρας, πριν βουτήξει από χαρά στο χόρτο, την στηγμή που ένας εξηνταπεντάρης έφηβος, ως άλλος Πελέ, πήδαγε γρονθοκοπώντας με πάθος τον αέρα. Ελλάδα 1 Γαλλία 0! Μου φάνηκε ότι το περασμένο βράδυ φιλοσοφώντας περί ευτυχίας είχα βιαστεί να δώσω τον ορισμό της αγνοώντας την νέα τάξη πραγμάτων. Επιτρέψτε μου μια μικρή συμπλήρωση: Το άκρο άωτον της ευτυχίας είναι κτλ-κτλ, συν: την Ελλάδα να «βλέπει» τελικό και την αφεντιά μου να φεύγει για διακοπές.

Το σοκ μου, με την καλή έννοια, ήταν ακόμη τόσο πρόσφατο, που από σχεδόν δεν άκουσα το τηλέφωνο να χτυπάει.
«Καλά ε, εγώ το περίμενα.» με πρόλαβε η κουλάτη βαθιά φωνή του Klaus, «Αφού τους παίζαμε!». «Ορίστε;» σκέφτηκα προσπαθώντας να καταλάβω ποιον αγώνα είχε δει ο δικός μου ή αν τελούσε υπό την επήρεια ναρκωτικών.
«Σε κλείνω και θα σε πάρω αργότερα να τα πούμε. Ciao!» είπε πριν αρθρώσω λέξη, ρίχνοντάς μου την συνηθισμένη «τάπα» μου. Θα ’ταν εντεκάμιση όταν με βρήκε να φτιάχνω τη βαλιτσα μου. Είχε ηρεμίσει κι ο τόνος της φωνής του πρόδιδε ότι είχε νέα.
«Άκουγα προηγουμένως μια συνέντευξη στο Deutschland Funk απ’ τη Κολωνία και στο βάθος ακούστηκα κάτι Έλληνες φίλαθλοι να τραγουδούν:»

«Σήκωσέ το, το γαμημένο,
δε μπορώ, δε μπορώ να περιμένω!»

σιγομουρμούρισε σ’ ένα σκοπό που θύμιζε το «...κι όλο κλαίνε τα καβουράκια» και συνέχισε:
«Καλά ρε πούστη μου...»
«Ααα! Όλα κι όλα, αλλά όχι και ρε!» τόλμησα να πω.
«... είμαστε ατελείωτοι!» συνέχισε με την ίδιο πάντα ένταση αγνοώντας την ένστασή μου. «Άσε τι μου ’πε ο ξάδερφός μου απ’ την Ελλάδα.» Και παίρνοντας ύφος ειδήμονα: «Στον ημιτελικό θα παίξουμε με την Τσεχία που είναι του χεριού μας. Το μόνο πρόβλημα είναι ποιος θα πιάσει τον ξανθό...», εννοώντας προφανώς το Νέντβιεντ. «Ο τελικός θα ’ναι Πορτογαλία-Ελλάδα, όπως ακριβώς κι ο εναρκτήριος αγώνας».
«Για δες ο ξάδερφος!» συλλογίστηκα «Βρε μπας κι είναι μιλημένα τα πράματα και δεν το ξέρουμε;» καθώς μια φευγαλέα ιδέα πως τ’ άλλο πρωί δε θα ’ταν άσχημα να κάναμε μια στάση στο πρώτο γραφείο στοιχημάτων για να τα χώσω χοντρά, μ’ άναψε προς στιγμήν φιτίλια. Την απέρριψα ασυζητητί. «Τι τα θέτε, ποτέ δεν κυνήγησα την τύχη μου...» Προτού πέσουμε κι οι δυο για ύπνο μου επανέλαβε τις ευχές του για την ποιότητα των διακοπών μου και τού το ανταπέδωσα μ’ ένα εγκάρδιο: «Καλό κουράγιο!»

Κι όμως την καλύτερη έκπληξη μού τη φύλαγε η αθλητική σελίδα της εφημερίδας την άλλη μέρα. Ήταν κάτι που μ’ έκανε να νοιώθω διπλά περήφανος, όχι τόσο για το θρίαμβο των παιδιών της Εθνικής μας, όσο για μια πράξη που δυστυχώς δεν είχε γίνει αντιληπτή κατά την διάρκεια της τηλεοπτικής αναμετάδοσης μες στ’ όργιο των επαναλήψεων. Πρόκειται για μια ενέργεια που ξεπερνούσε σ’ εγκεφαλικότητα ακόμα και τ’ αριστουργηματικό μας γκολ. Σε μια μικρή φωτόγραφία ο φακός είχε συλλάβει τον καλύτερο παίκτη του αγώνα με τη φανέλλα σηκωμένη στο πρόσωπο να δείχνει σταράτα τη γνώμη του στον Γάλλο προπονητή, για τη απόφασή του ν’ αφήσει εκτός 23-δας τον συμπαίχτη και φίλο του. Τον στυλοβάτη του νταμπλ της Βέρντερ. Η διαμαρτυρία του Έλληνα φορ είχε τη μορφή ένος ονόματος γραμμένου (έστω κι ανορθόγραφα[3]) με τα ίδια του τα χέρια στο φανελλάκι που φορούσε από κάτω:

MICOU

Σ’ αυτον και στ’ αφεντικά του απ’ την Βρέμη αφιέρωσε άλλωστε το γκολ, που ’χε κάνει 12 εκατομμύρια Έλληνες να αισθανθούν επί τέλους Ευρωπαίοι, κρατώντας σαν κύριος την υπόσχεσή του.
«Μπάβο ρε Άγγελε!» του ’πα λες και τον είχα μπροστά μου κοιτώντας τον κατευθείαν στα σμιχτά φρύδια, «και συγγνώμη για το ρε, γιορτάζουμε και την ίδια μέρα. Είσαι και πολύ ψυχάρα γκαρντασάκο!»


[1] -«Η Σάρα και η Μάρα» έχει την συμβολική τιμή των 1,60 €, απ’ τα οποία 85 λεπτά προορίζονται για ενίσχυση στου πωλητή.
[2] Δανεισμένο απ’ τον τίτλο του βιβλίου των Leese/Reng: "Der Traumhuter"-Ο ονειροφύλακας.
[3] Το σωστό είναι Micoud.

Δεν υπάρχουν σχόλια: