ΧΑΝΟΝΤΑΣ ΤΟ ΜΠΟΥΣΟΥΛΑ

9 Άγγελος Χαριστέας


Είχα ένα προαίσθημα ότι δε θα τέλειωνε
τυχαία η καρριέρα μου.

Ντέμης Νικολαΐδης


Η Κυριακή ήταν κι εξακολουθεί να είναι για μένα μια περίεργη μέρα. Ιδίως το σούρουπο έχει πάνω μου μια καταθλιπτική επίδραση, γιατί σχετίζεται αναπόσπαστα με το τέλος της ξενοιασιάς της ανάπαυλας και την προετοιμασία της παράδοσης στη μοίρα της μισητής Δευτέρας. Όταν μάλιστα αυτό το καθ’ όλα δυσάρεστο πέρασμα συνδυάζεται μ’ έναν αποφασιστικής σημασίας αγώνα, τα πράγματα γίνονται ακόμα χειρότερα. Ας μη κρυβόμαστε, δεν είναι και λίγο να ’χεις στα χέρια σου την πρόκριση στα προημιτελικά ενός Ευρωπαϊκού Κυπέλλου! Για μας τους ποδοσφαιρικά νάνους, το να διεκδικούμε μια θέση στους οχτώ είναι σα να έχουμε 11 στα 11 στο ΠΡΟ-ΠΟ και να περιμένουμε να πιάσουμε τα Ιταλικά για να μπούμε στον χορό των κερδισμένων και να βγάλουμε από πανω μας ένα χρέος 75 χρόνων. Ένας ψωροβαθμός μας χώριζε απ’ το θαύμα κι όπως όλοι ξέρουμε κάθε παιχνίδι αρχίζει ισόπαλο 0-0. Μοναδικό εμπόδιο στην εκπλήρωση του ονείρου η Ρωσία. Οι «άρκτο», τελείως αδιάφοροι μετά τον αποκλεισμό τους, θεωρούνταν απ’ όλους πολύ εύκολο θήραμα στο στόχαστρο των Ελλήνων κυνηγών. Γενικά ένας αντίπαλος που μας παει, αν σκεφτεί κανείς ότι και στα δύο κρίσιμα παιχνίδια που μας επέτρεψαν μέχρι σήμερα την είσοδό μας σε μεγάλες διοργανώσεις, την νικήσαμε με 1-0. Ποιος δε θυμάται το γκόλ του Τάκη Νικολούδη στη Λεωφόρο, ή την κεφαλιά του Νίκου Μαχλά στο ΟΑΚΑ που μας έφεραν στο Εuro της Ιταλίας το ‘80, ή αντίστοιχα στα τελικά του Word Cup της Αμερικής δεκατέσσερα χρόνια αργοτερα; Εντάξει, έχετε δίκιο το 80 λεγόταν ακόμη ΕΣΣΔ και περιλάμβανε στις τάξεις της ένα κάρρο παίχτες από κράτη με ποδοσφαιρική παράδοση, όπως η Ουκρανία ή η Γεωργία, αλλά στο βάθος φάνταζε το ίδιο μεγάλο όνομα που επεσκίαζε τις εθνικές διαφορές των υπολοίπων. Όταν στις αρχές της δεκαετίας του ‘90 η κραταιά Σοβιετική Ένωση διαμελίστηκε και διαμοιράστηκε πολιτικά και αθλητικά στις συνιστώσες χώρες της, η Ρωσία επωμίστηκε το περισσότερο βάρος της κληρονομιάς απ’ την αίγλη της σοβιετικής ποδοσφαιρικής σχολής, δίχως όμως να καταφέρει να δικαιώσει την παλιά της μητρική φήμη. Τα πρώτα μου βήματα σαν οπαδός της Εθνικης είναι συνυφαασμένα με τους παίχτες με τα λευκά γράμματα CCCP στις κόκκινες φανέλες. Ήταν θυμάμαι ένα ματς για τα προκριματικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου του ‘66 στην Αγγλία, στο οποίο οι θρυλικοί Γιάσιν, Μετρεβέλι, Σεστέρνιεφ, Μπανισέφσκι γκρέμισαν με τέσσερα «τεμάχια» μέσα στο Καραϊσκάκη όλο μου το «νεανικό κι αγνό ενθουσιασμό» που είχα με κόπο χτίσει για τις μπαλλαδορικές μας ικανότητες, στο ντεμπούτο μάλιστα ανάμεσα στα γκολπόστ του τότε ινδάλματός μου Τάκη Οικονομόπουλου. Το γκολ της τιμής του Μίμη Παπαϊωάννου -μόνιμου σκόρερ κατά των Σοβιετικών, δεν στάθηκε ικανό να μ’ εμποδίσει να κλείσω βουρκωμένος το ράδιο πριν το τέλος της αναμετάδοσης, επισφραγίζοντας έτσι έμπρακτα την παταγώδη αποτυχία μου στις εξετάσεις για το πιστοποιητικό του «Πιστού Οπαδού της Εθνικής».

Σαράντα χρόνια αργότερα οι προϋποθέσεις για αποκατάσταση των από τότε ευθραύστων σχέσεών μου με την γαλανόλευκη ενδεκάδα δεν θα μπορούσαν να είναι ευνοϊκότερες, η δε ευκαιρία ν’ απαλλαγώ επιτέλους για πάντα από εκείνο το παιδικό μου τραύμα -έστω και με την απώλεια 0,75 cl ούζου, ήταν μοναδική. Όλως παραδόξως δεν είχα προαισθήσεις, ούτε είχα δει όνειρα που να με προδιαθέτουν ανάλογα κι ως εκ τούτου περιορίστηκα στο να κάνω σα να μη συνέβαινε τίποτα μπαίνοντας κατευθείαν στο ματς. Έτσι επιστρέφοντας απ’ τον απογευματινό κυριακάτικο περίπατο, αφού «φρέναρα» πρώτα στον διάδρομο την αισιοδοξία του Μanfred απ’ τον τέταρτο όροφο μέχρι και για κατάκτηση του κυπέλλου -«συγκοινωνεί ο κύριος ή μας δουλεύει;», πήρα μια πολύ τολμηρή απόφαση. Μια και τα τελευταία παιχνίδια θα γίνονταν ταυτόχρονα για να μην υπάρχει πλεονέκτημα από τις ομάδες που παίζουν γνωρίζοντας το αποτέλεσμα του άλλου αγώνα, κι εφόσον η γερμανική τηλεόραση θα μετέδιδε απευθείας και τους δύο, θα ’βλεπα live τον άλλο και θα μαγνητοσκοπούσα τον δικό μας. Το σχέδιό μου είχε, τουλάχιστον έτσι νόμιζα, τα παρά κάτω τρία πλεονεκτήματα: πρώτον θα ’βλεπα σίγουρα και τα δύο ματς, γιατί ποιος κάθεται τώρα να δει Πορτογαλία-Ισπανία σε κονσέρβα; Δεύτερον δεν θα ’μπαινα στον κόπο να στραπατσάρω τα νεύρα μου παρακολουθώντας ζωντανά ένα γκραν-γκινιόλ και τρίτον για καθαρά πατριωτικούς, κι ελαφρώς προληπτικούς λόγους, θυσίαζα το ατομικό μου συμφέρον να δω το ματς μας στον βωμό της πρόκρισης. Μ’ όλ’ αυτά στο μυαλό, πάτησα το 1 στο τηλεκοντρόλ της τηλεόρασης κι έβαλα το βίντεο να γράφει στο 2, πριν παραλύσω στον καναπέ απ’ την υπερένταση.

Ενώ βρισκόμουν στην διαδικασία του εγκλιματισμού στο ιβηρικό ντέρμπυ, το πανούργο μου σχέδιο άρχισε ξαφνικά να παρουσιάζει ρήγματα. Ο σπήκερ του ZDF μπήκε σφήνα από ένα μικρό ένθετο παράθυρο για ν’ αναγγείλει απ’ το Φάρο-Λουλέ την επιτυχία τέρματος στο Εστάντιο Αλγκάρβε -εκεί που παίζαμε, κάνοντας τη καρδιά μου να χοροπηδήσει σε ρυθμό τέκνο! Για μα στιγμή τα ’χασα και δεν ήξερα τι να κάνω, μα πριν προφτάσω να να γυρίσω στο Δεύτερο Γερμανικό Τηλεοπτικό Πρόγραμμα για να δω τι είχε γίνει, το παράθυρο πήρε το μέγεθος της οθόνης και μου σερβίρισε σε αργή κίνηση το πιο γρήγορο γκολ, στο 1ο λεπτό κι 7 δευτερόπεπτα, της ιστορίας του Euro. Ένα ξανθό κεφάλι προέκτεινε το ελεύθερο του Μαλαφέγεφ πάνω απ’ τον Δέλλα στον βηματισμό του Ντιμίτρι Κιριτσένκο, που σε στυλ τεϊκβόντο απέφυγε την χορευτική φιγούρα του Κατσουράνη και υπό την περιφρούρηση των Σεϊταρίδη-Καψή εκτέλεσε με τη μύτη του παπουτσιού του τον Νικοπολίδη απ’ τα 15 βήματα. Το χτύπημα ήταν βίαιο αλλά όχι θανατηφόρο.
«Καλή αρχή!» είπα στον εαυτό μου με μια ελαφρά ξινίλα να κυριαρχεί στην έκφραση του προσώπου μου. Σχηματίζοντας τον πίνακα της βαθμολογίας στο μυαλό μου είδα την Ελλάδα να πέφτει στην δεύτερη θέση με 4 βαθμούς, έναν πίσω απ’ την Ισπανία, που αν δεν είχαμε τίποτα απρόοπτες εξελίξεις, ήταν υπεραρκετός. Συνέχισα να κοιτάω ανόρεκτα τα δυο «κοκκόρια» της Ιβηρικής χερσονήσου να μάχονται γύρω απ’ τ’ ασημένιο «σπυρί» σε μια κάθε άλλο παρά συναρπαστική αναμέτρηση, με το νου συνεχώς καρφωμένο στο διπλανό κανάλι. Διψούσα για λίγη δράση που δεν άργησε να ’ρθει και πάλι απ’ τον λάθος σταθμό! Ο σφυγμός μου άρχισε να επιταχύνεται καθώς η διαδικασία με τα παράθυρα επαναλαμβανόταν για δεύτερη φορά. Μια αναιδής ελπίδα με τη μορφή φωτεινής επιγραφής: «ισοφάριση» έλαμψε σαν διάτων αστήρ στη σκέψη μου, αλλά σχεδόν αμέσως μια «μαύρη τρύπα» με ρούφηξε στ’ ανεξερεύνητα βάθη της. Επί ένα ολόκληρο λεπτό μπούχτισα να βλέπω ξανά και ξανά τον Μπουλίκιν να «πυροβολεί» με μια φοβερή κεφαλιά-ψαράκι τον Έλληνα γκολκήπερ που έπεφτε κεραυνοβολημένος στο χόρτο, ενώ ένα πηγαδάκι από 9 (εννέα!) αμυντικούς «χειροκροτούσε» ιπποτικά. Αυτή τη φορά η διαπεραστική ενέργεια του «ηλεκτροσόκ» πάνω στο κορμί μου είχε το αναμενόμενο αποτέλεσμα. Σαν άδειο σακί σωριάστηκα στον σοφά, ενώ ο αντίχειράς μου πλησίασε απειλιτικά το κόκκινο κουμπί on/off της συσκευής που έτρεμε στην ιδρωμένη χούφτα μου. Το ότι τελικά δεν κατάφερα να «σκοτώσω» την εικόνα ήταν μάλλον θέμα αστοχίας λόγω ηυξημένης ταραχής και προχωρημένης πρεσβυωπίας, και λιγότερο λόγω ενδεχομένων τύψεων συνείδησης για «φόνο εν βρασμώ ψυχής». Μια αλυσιδωτή έκρηξη από ελαφρυντικά σήμανε το έναυσμα του μηχανισμού αυτοάμυνας που μπήκε αμέσως σε λειτουργία:
«Κάτι ήξερα εγώ που δεν ήθελα να...»,
«...κοίτα να δεις φίλε μου γκαντεμιά!»,
«Άμα δε σε θέλει...»,
«...αχ δε μας πάει, δε μας πάει!»,
«Klaus πούν’ ο ώμος σου τώρα που τον χρειαζομαι;»,
«Άντε ρε, κάθομαι κι ασχολούμαι με τους μαλά...»

Απ’ την ανασταλτική μου «σκεψηδιάρροια» μ’ έβγαλε μιά σωτήρια επέμβαση του Ικέρ Κασίγιας σε σουτ του Μιγκέλ.
«Αυτό μας έλειπε τώρα, ένα γκολ των γηπεδούχων και bye bye πρόκριση. Δεν είναι η μέρα μας σήμερα! Θεέ της μπάλλας γιατί μας εγκατέλειψες;». Το άοσμο μέχρι στιγμης παιχνίδι που είχα οικειοθελώς διαλέξει να παρακολουθήσω μύριζε ξαφνικά μπαρούτι. Ενστικτωδώς έσφιγγα τις γροθιές σε κάθε επίθεση των «τορρέρος», μια επιτυχία των οποίων θα σήμαινε για μας ανακούφιση.
«Γκοο... άααχ!» κι η καρφωτή κεφαλιά του Φερναντο Τόρρες χάιδεψε τ’ οριζόντιο δοκάρι του Ρικάρντο. Η «ηρεμία» απ’ την άλλη συνάντηση είχ’ αρχίσει να μου δίνει στα νεύρα.
«Ουφφφφ!» η μπάλλα έφυγε μόλις άουτ έχοντας κάνει τη «γνωριμία» με το ζελέ απ’ τα μαλλιά του Κριστιάνο Ρονάλντο. Αισθάνθηκα πλήρη κατανόηση για το «ρεπερτόριο» του σινιόρε Τραπαττόνι και μακάρισα την τύχη μου που δεν υπήρχαν τίποτα κάμερες για να μεταδίδουν την κατάντια μου ζωντανά σ’ ολο τον κόσμο.
«Παιδιά κάντε κάτι γιατί θα τα φτύσω!» σκέφτηκα τόσο φωναχτά φαίνεται, που έκανα τη γυναίκα μου να πεταχτεί ανήσυχη απ’ τ’ άλλο δωμάτιο για δει τι μου συμβαίνει. Πλησιάζαμε το ημίχρονο όταν το ZDF έκανε πάλι παρεμβολή:
«Τor -γκολ- in Faro-Loulé!» ακούστηκε μια φωνή απ’ το υπερπέραν, που με βρήκε όρθιο σε θέση ετοιμότητας σα τερματοφύλακα πριν από την εκτέλεση πέναλτυ. Περίμενα σιωπηλά την εικόνα και δεν εκδηλώθηκα πριν δω σε ποια μεριά του γηπέδου διαδραματιζόταν η σκηνή. Η κραυγή απολύτρωσης που έβγαλα ασυνείδητα πρέπει ν’ ακούστηκε κάμποσα τετράγωνα πιο κάτω, ενώ πέτυχε να στριμώξει τέσσερα κεφάλια στην πόρτα του σαλονιού. Οικογενειακά, όπως αρμόζει σε τέτοιες στιγμές, απολαύσαμε το έξοχο πλασέ του Ζήσαρου (Βρύζα) μετά το καντηλάκι-γέμισμα του Χάρι από δεξιά και την πάσσα με το κεφάλι του Παπαδόπουλου. Αναμνήσεις απ’ τον αγώνα με την Ισπανία ξαναζωντάνεψαν στη μνήμη μου. Ημίχρονο. Ώρα για μιαν ανάσα!

Kολοκύθια δηλαδή, αφού στο διάλειμμα παραλίγο να χάσω τα μαλλιά μου βλέποντας τα παιδαριώδη λάθη της περίφημης γαλάζιας αμυντικής γραμμής, για να μην αναφέρω τις φιλικές «πάρε βάλε» στους Ρώσους, που από θαύμα και μόνο δεν είχαν διπλασιάσει τα γκολ που ήδη είχαν πετύχει. Πριν επανέλθω στον θρόνο μου για το β΄ μέρος έκανα στα γρήγορα έναν υπολογισμό της διαφοράς τερμάτων μας: 4-4, δηλαδή μία ή άλλη. Δεν ξέρω αν ήταν ο πυρετός της υπερέντασης ή ο υποθάλπων οπτιμισμός που μ’ έσπρωξε ν’ αναλάβω εκ νέου τις ευθύνες μου και αναθεωρώντας το ετσι κι αλλιώς αποτυχημένο, αρχικό μου σχέδιο γύρισα στο ARD για να δω επιτέλους τον σωστό αγώνα κι ας γινόταν ότι ήθελε. Στο κάτω κάτω είχα κι εγώ το δικαίωμα να χαρώ live ένα ρωμαίκο γκολ, μια κι απ’ τα τέσσερα μόνο ένα είχα δει ζωντανό κι αυτό με πέναλτυ! Ματαιοδοξίες, αφού ούτε οι συγκινητικές προσπάθειες του «πυροσβέστη» Τσιάρτα, ούτε η είσοδος του γκολτζή μ’ εγγύηση αλλά ντεφορμέ Ντέμη στάθηκαν ικανές να μας χαρίσουν το ποθητό αποτέλεσμα. Αντίθετα η «βόμβα» με τις δραματικές της συνέπειες έσκασε και πάλι στο διπλανό γήπεδο... Είχαμε αγγίξει σχεδόν μία ώρα αγωνίας στο Ζουζέ Αλβαλάντε της Λισσαβώνας, όταν ο νεοεισαχθείς Νούνο Γκόμες με μιά υπέροχη στροφή και διαγώνιο λάκτισμα απ’ το D της περιοχής, έστειλε έντεκα εκατομμύρια Πορτογάλων στον έβδομο ουρανό εξφεντονίζοντας την χώρα του απ’ την τρίτη, στην πρώτη θέση της βαθμολογίας του ομίλου! Μου πήρε μερικά δευτερόλεπτα για να επεξεργαστώ τις καινούργιες εξελίξεις που τελικά είχαν σαν μόνο αποτέλεσμα τη αμοιβαία αλλαγη θέσεων των άλλων δύο υποψηφίων, αφήνοντας αναλλοίωτο το δικό μας πόστο. Για μιά στιγμή καθησυχάστηκα κι είχ’ αρχίσει να χαλαρώνω, όταν... όταν ενα φλας μ’ επανέφερε στην ολισθηρή πραγματικότητα. Τώρα πλέον αρκούσε να μπει έν’ απλό γκολάκι των Ρώσων για να μας βγάλει έξω απ’ τις προνομιούχες θέσεις, μια και το ισχνό αβαντάζ μας έναντι των Ισπανών οφειλόταν στα δύο παραπάνω επιτευχθέντα τέρματα. Πραγμα που με λίγα λόγια σήμαινε για μένα, τουλάχιστον άλλο ένα τέτατρο σ’ αναμμένα κάρβουνα για να μάθω που θα πήγαινε επιτέλους το ούζο μου! Ευτυχώς που κι οι δυο αντίπαλοι βολεμένοι με την κατάσταση και συμμεριζόμενοι τις σκοτούρες μου, δεν έδειχναν και μεγάλο ενδιαφέρον ν’ αλλάξουν την ισορροπία του ματς και μ’ αυτήν τη «συμφωνία κυρίων» φτάσαμε αισίως στο 85΄. Καθώς ο σκηνοθέτης είχε συλλάβει τον προπονητή μας να κάνει επανειλημμενες εκτάσεις-συμπτήξεις με τις παλάμες στραμμένες προς τα κάτω, έγινε το κακό! Δηλαδή έτσι νόμιζα, όταν μέσα στο επικρατούν χάος είδα δυό άσπρες «τορπίλλες» να βουτάνε στην περιοχή μας με σκοπό να βυθίσουν στ’ ανυπεραράσπιστα δίχτυα μας την ασημένια «εξωλέμβιο» που χύμηξε συρτά απ’ τα δεξιά, ενώ ταυτόχρονα αναρωτήθηκα για το ρόλο της «αόρατης» ελληνικής άμυνας συμπεριλαμβανομένου του τερματοφύλακα. Γούρλωσα τα μάτια ρουφώντας με δύναμη την κοιλία μου, την ώρα πού η βιτσιόζα θεά με τις τέλειες καμπύλες πέρασε σαν αστραπή μισό μέτρο μπροστά απ’ την γραμμή της εστίας μας και αποφεύγοντας επιδέξια κάθε επαφή με τις τάπες των ρώσικων παπουτσιών, χάθηκε αριστερά σ’ ενα τσούρμο από φωτοφράφους.
«Άγιε Αντώνιε μεγάλη η χάρη σου...» ψέλλισα με πολύ κόπο όταν κατάφερα ν’ απαλλαγώ απ’ τον δίλεπτο γλωσσοδέτη, που μου προξένησε η βασανιστικά αργή επανάληψη της ευκαιρίας. Ο Γάλλος ρέφερυ Βεσσιέρ αντιλήφθηκε επιτέλους τι σήμαιναν οι απεγνωσμένες προσπάθειες του Όττο να «επιπλεύσει» στο βαθύ «πέλαγος» των συναισθημάτων των τελευταίων λεπτών και τον λύτρωσε σφυρίζοντας την «σωσίβια» λήξη. Δευτερόλεπτα αργότερα βρέθηκε «πνιγμένος» στην αγκαλιά του βοηθού του Γιάννη Τοπαλίδη και των αναπληρωματικών παιχτών μετά την ανακοίνωση του αποτελέσματος απ’ την άλλη συνάντηση. Από ένα περίεργο παιχνίδι της μοίρας, η ανεπαίσθητη καθυστέρηση των δύο Ρώσων «καμικάζι» στο ραντεβού τους με τη μπάλλα λίγο πριν το τέλος, έγινε αφορμή να είμαστε συνεπέστατοι στο ραντεβού της ιστορίας, στέλνοντας ταυτόχρονα τους Ισπανούς για διακοπές. Στα 45 τόσα χρόνια πού ασχολούμαι συνειδητά με το ποδόσφαιρο δεν θυμάμαι να έχω πανηγυρίσει ήττα της ομάδας μου πιο έξαλλα.
Πριν πάω για ύπνο ξεσκόνισα το ούζο απ’ τη κρυψώνα του για να ’μαι κύριος στο δικό μου ραντεβού της επομένης με τους συναδέλφους και δεν παρέλειψα να χαράξω άλλη μια γραμμούλα στον πίνακα του σκορ τού προσωπικού, εσωτερικού μας αγώνα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: