1 Αντώνης Νικοπολίδης
Για την Ελλάδα ρε γαμώτο!
Βούλα Πατουλίδου
Δυο γαλανόλευκες κατηφόριζαν την Κηφισίας καμαρωτές κι αεράτες προκαλώντας αίσθηση στους εκνευρισμένους οδηγούς, που δοκίμαζαν την αντοχή των νεύρων τους στο βραδινό μποτιλιάρισμα. Περίεργα βλέμματα συνόδευαν τα δυο παιδιά, που καθισμένα στις πίσω θέσεις της μπλε λιμουζίνας, έμοιαζαν να διασκεδάζουν την ασυνήθιστη παράσταση που είχαν στήσει. Στο τιμόνι ο θειός μου ο Κώστας συμμεριζόταν πλήρως τον ενθουσιασμό των μικρών και το ελαφρύ του χαμόγελο πρόδιδε ότι δε σκόπευε ν’ άφησει το σπαστικό τέμπο της κυκλοφορίας να του χαλάσει τη διάθεση. Δίπλα του εγώ είχα άλλες έννοιες, καθώς αδημονούσα να ’μαι έγκαιρα στη συνάντησή μας. Είχαμε να σμίξουμε κάπου εικοσπέντε χρόνια και μια γλυκιά ταραχή επιτάχυνε τους ρυθμούς του κορμιού μου, ενώ το μάτι μου έτρεχε συνεχώς στο ρολόι. Ο χρόνος αρκούσε με το παραπάνω κι αν το αχαλίνωτο ταμπεραμέντο της Αθήνας δε μας σκάρωνε κανένα άσχημο αστείο, θα ’μασταν άνετα στην ώρα μας. Προσπάθησα να προβάλω στην οθόνη της μνήμης μου τις εικόνες εκείνου του τελευταίου μας ραντεβού. Είδα το πλήθος να τον σφίγγει σα να ’θελε να τον κρατήσει για πάντα κοντά του. Εκείνος πάλι είχε πλάνα μακρινά, άπιαστα κι είχε διαλέξει τις κερκίδες ενός γηπέδου και τις φωνές της Σωτηρίας Μπέλλου και το Μανώλη Μητσιά για ν’ αποχαιρετήσει το κοινό του πριν φύγει για την χώρα των απεριορίστων δυνατοτήτων. Ήταν η τελευταία συναυλία του Σταύρου Ξαρχάκου προτού αποτραβηχτεί στο άγνωστο της υπερατλαντικής αυτοεξορίας του μέσα σε μια μελωδία μινόρε. Το πέρασμα του σηματοδότη σε κόκκινο διέκοψε τον ειρμό της σκέψης μου, καθώς μια βέσπα τρύπωσε με τρεις επιδέξιους ελιγμούς πλάι μας. Ο αναβάτης, με το κράνος να αιωρείται στο τιμόνι, μας κοίταξε μ’ απορία κι υπερνικώντας τον στιγμιαίο του δισταγμό, ρώτησε απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο:
«Έχει διαδήλωση;»
«Όχι, παίζει η Εθνική!» ήταν η αυθόρμητη απάντηση του μπάρμπα μου.
Πήγαινα πέμπτη δημοτικού, άρτι ενταχθείς στο στρατόπεδο του «τριφυλλιού» μετά από μια μάλλον άδοξη εξαετία αφοσίωσης στις ορδές των «ερυθρολεύκων». Έχοντας χύσει άφθονο δάκρυ κι έχοντας υποστεί αμέτρητες ταπεινωτικές καζούρες, υπέκυψα τελικά στις επίμονες προσπάθειες του Κώστα, που λόγω ηλικίας έπαιζε για μένα τον ρόλο του μεγάλου αδελφού, να με φέρει στο σωστό δρόμο ξεφεύγοντας απ’ τις προδιαγραφές των πατρικών γονιδίων. Η αλήθεια είναι ότι ο πατέρας μου ποτέ δε με πίεσε και δε τον βαρύνει καμία ευθύνη για την αυθόρμητη συμπάθειά μου προς την ομάδα του Πειραιά, αφού ο ίδιος έκλινε λόγω καταγωγής προς την ΑΕΚ. Τελικά είχε μάλλον να κάνει με προσωπική μου παρερμηνεία του γεγονότος ότι εκείνος υπήρξε ποδοσφαιριστής τ’ Ολυμπιακού Χαλκίδος στα τέλη της δεκετίας του 20 – αρχές του 30. Η τεσσάρα απ’ τη Λυών για το Κύπελλο Κυπελλούχων σε συνδυασμό με τη χρυσή εποχή των 5 πρωταθλημάτων απ’ τους πράσινους, κι ενός της ΑΕΚ, ήταν η σταγόνα που έκανε το ποτήρι να ξεχειλίσει. Εκείνη την παιδική μου απιστία έμελε να πληρώσω αργότερα πολύ ακριβά, αφού από λάθος υπολογισμό έπεσα στα χρόνια της ανανέωσης που μ’ έφεραν πίσω πάλι στα ίδια μοτίβα με διαφορετικά χρώματα. Η ομαδάρα του αρχιτέκτονα Μπούκοβι, με τους Σιδέρη, Γιούτσο, Μποτίνο και τους υπόλοιπους της μεγάλης φουρνιάς, όχι μόνο επέβαλε την κυριαρχία του «θρύλου», αλλά ήταν κι η αιτία που παρέτεινε την διάρκεια της περιόδου των «ισχνών αγελάδων» για μένα και την καινούργια ομάδα μου επί τρεις ακόμη σαιζόν. Εκείνο το ηλιόλουστο φθινοπωρινό απόγευμα, με πρωτοβουλία του θειού μου, βρέθηκα καθισμένος κάτω απ’ το σκεπαστό της Λεωφόρου Αλεξάνδρας για να παρακολουθήσω τον πρώτο ποδοσφαιρικό αγώνα της ζωής μου. Για την ακρίβεια ήταν ο δεύτερος, αφού είχε προηγηθεί το Εύριπος - Λαμία 1-0 το περασμένο Πάσχα στο ξερό της Χαλκίδας, που ουσιαστικά δε μετράει μια κι επρόκειτο για ματς Β΄ Εθνικής. Αυτό που παραμένει ακόμη μυστήριο είναι το πώς το αναπηρικό εισιτήριο του κυρ-Θανάση του περιπτερά, στο γιο του οποίου έκανε ιδιαίτερο ο Κώστας, κατάφερε να εξασφαλίσει την είσοδο και στους τρεις μας και μάλιστα στην εξέδρα των επισήμων. Έχοντας ιδανική θέα του αγωνιστικού χώρου χειροκρότησα δύο προσωπικά γκολ του Δομάζου, το πρώτο μ’ απευθείας φάουλ και το δεύτερο με πέναλτυ, κι ένα του Καλαϊτζίδη, με τα οποία η ομάδα μου κέρδισε τον Πανσερραϊκό 3-1.
Όμως αυτό που μου ’κανε τη μεγαλύτερη εντύπωση δεν ήταν ούτε τα γκολ ούτε η νίκη, αλλά δυο περιστατικά που με σημάδεψαν δια βίου. Το πρώτο ήταν η ριψοκίνδυνη βουτιά αυτοθυσίας του Φραγκίσκου Σούρπη, ο οποίος στη προσπάθειά του ν’ αποσοβήσει σίγουρη παραβίαση της εστίας μας, την πλήρωσε μ’ εξάρθωση της ωμοπλάτης. Κάτι τέτοιες ενέργειες, εκτός του ότι προδίδουν το μέγεθος του αγωνιστικού πάθους ορισμένων ποδοσφαιριστών, σφυρηλατούν τον χαρακτήρα του οπαδού ενισχύοντας ακόμη περισσότερο το δέσιμό του με την ομάδα. Πόσο μάλλον όταν πρόκειται γι’ άτομο νεαρής ηλικίας στην παρθενική του επαφή μαζί της. Η αγωνία στα σφιγμένα δόντια του τραυματία αμυντικού την ώρα που τον μετέφεραν εκτός αγωνιστικού χώρου είχε σ’ εμένα μεγάλο αντίκτυπό. Με βοήθησε να καταλάβω από πολύ νωρίς την διαφορά ανάμεσα στο παιχνίδι και στον αγώνα που κρύβει πίσω της κάθε αθλοπαιδιά. Από τότε τάχθηκα μ’ απερίγραπτο φανατισμό στις υπηρεσίες του τελευταίου προσπαθώντας να δίνω πάντα τον καλύτερό μου εαυτό. Έτσι εξηγείται άλλωστε ο υπέρμετρος ζήλος που μου καταλογίζουν στο ματς των παλαιμάχων του «ΑΣ Ελλήσποντος» Νέας Λαμψάκου, μια απ’ τις δυο ετήσιες συναντήσεις στην οποία συμμετέχω.
Το δεύτερο είχε να κάνει με την απαθή αντίδραση του Οικονομόπουλου στην κοντινή καρφωτή κεφαλιά του Μπιτζίδη, που αρκέστηκε μόνο στο να παρακολουθεί την πορεία της μπάλλας καθώς κατευθυνόταν ανενόχλητη στα δίχτυα του. Με την σημερινή μου εμπειρία ούτε καν θα το συζητούσα, εδώ μπαίνουν του κόσμου οι φάβες. Όμως στα μάτια ενός απαιτητικού πρωτάρη μια τέτοια ολιγωρία, από κάποιον που όλοι αποκαλούν «πουλί» ενώ εκείνος χάσκει σα μπούφος, ισοδυναμεί με πλημμέλημα που δεν συγχωρείται με τίποτα. Όπως φαίνεται δεν ήμουν ο μόνος που είχ’ εξοργιστεί απ’ την αδράνεια του γκολκήπερ μας, πράγμα που με παρέσυρε να συμφωνήσω με το σχόλιο του διπλανού μου:
«Ε λοιπόν αυτό το παιδί έχει αποβλακωθεί τελείως τελευταία!» Γι’ αυτή μου την απερισκεψία εισέπραξα το σκληρό τσαρτζάρισμα του συνοδού μου τη συνοδεία κίτρινης κάρτας που έγραφε:
«Πριν βιαστείς να εκφέρεις γνώμη, φρόντισε πρώτα να μάθεις, ιδιαίτερα όταν την δανείζεσαι από τρίτους δίχως τη μεσολάβιση του εγκεφάλου σου!» Το γεγονός αυτό επηρέασε τη μετέπειτα γηπεδική μου συμπεριφορά σε τέτοιο βαθμό, που από φόβο μήπως κατηγορηθώ για μαϊμουδισμό, εφηύρα ένα δικό μου σιωπηλό τρόπο πανηγυρισμού των γκολ. Συνέπειες δε αυτού του μπλοκαρίσματός μου με κυνηγάνε μέχρι σήμερα, αφού ακόμη και σε εξωαθλητικές στιγμές ενθουσιασμού σπάνια εκφράζω ελεύθερα αυτό που πραγματικά αισθάνομαι. Παρ’ όλ’ αυτά, το ντεμπούτο μου στον πλουμιστό κόσμο του ποδοσφαίρου θα μπορούσε να χαρακτηριστεί σαν απολύτως επιτυχές, στο ίδιο μάλιστα γήπεδο που ανυπομονούσα να ξανανταμώσω εκείνο το βράδυ.
Βλέποντας από μακριά τη λάμψη των προβολέων σα φωτοστέφανο, ένοιωσα την αύρα του γύρω χώρου να με τυλίγει οδηγώντας με σαν υπνωτισμένο στον προορισμό μου, την Θύρα 7. Μερικά μέτρα πιο πέρα μια κυανέρυθρη μάζα με μπλουζάκια της Αρμενικής, κατά σύμπτωση τα χρώματα της οπαδικής μου κατάληξης, του ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ, στριμώχνονταν μες απ’ τα ολοκαίνουργια τουρνικέ που θύμιζαν έντονα ιερά εξέταση. Πριν προφτάσω ν’ αφήσω τα τεράστια αγκάθια τους να με συνθλίψουν, ένοιωσα τη αγριάδα της φωνής δυο αστυνομικών οπλισμένων σαν αστακών να μου φράζει απότομα το δρόμο. Τους έδειξα μ’ απορία τα εισιτήρια αλλά κατάλαβα ότι την προσοχή τους είχαν τραβήξει τα πλαστικά κοντάρια απ’ τις σημαίες των παιδιών. Χρειάστηκε η επεξηγηματική παρέμβαση του Κώστα σχετικά με τα 3.000 χιλιόμετρα που είχαμε διανύσει για να ενισχύσουμε την Εθνική στον κρίσιμο αγώνα της εναντίον της Αρμενίας, πριν τελικά πειστούν να μη μας κατάσχουν τα γαλανόλευκα λάβαρα. Δε λεω, πολλά μπορεί ν’ άλλαξαν στην αντιμετώπιση των θερμόαιμων φιλάθλων απ’ τα ελληνικά όργανα της τάξεως, αλλά η «κερκόπορτα» του φιλότιμου έχει μείνει ακόμη ανοιχτή. Καθώς έψαχνα για τη θέση μου σε μια εξέδρα που έμοιαζε με γένια δεκαπεντάχρονου εφήβου, διαπιστώσα ότι βρισκόμουν στο εκ διαμέτρου αντίθετο σημείο από ’κείνο που μ' είχε υποδεχτεί στα πρώτα βήματα της Παναθηναϊκής μου θητείας. Μ’ έπαιρνε τότε μαζί του ο κυρ-Χρόνης για να ’χει παρέα ο γιος του o Τάκης, συμμαθητής κι επιστήθιος φίλος μου, με τα λεγόμενα «φοράκια», ένα είδος μειωμένων εισιτηρίων για μαθητές, φοιτητές κι αθλητές του συλλόγου. Μας έβαζαν να κατσουμε σαν σάντουϊτς ανάμεσα στους φανατικούς και την κερκίδα των φιλοξενουμένων στη Θύρα 14. Τώρα που το καλοσκέφτομαι με πιάνει τρόμος στην ιδέα ότι έβαζαν τα πρόβατα να κάτσουν μες στη φωλιά του λύκου... Άλλες εποχές βλέπεις τότε!
Στρέφοντας το βλέμμα προς εσωτερικό του γηπέδου μέσα σε μια ομίχλη από έκπληξη και συγκίνηση είδα τη «Λεωφόρο» όπως δεν την είχα δει ποτέ! Tρόμαξα να τη γνωρίσω αφού η όψη της ηλικιωμένης «αρχόντισσας», παρά τον ταλαιπωρημένο σκελετό της, είχε ξαναβρεί τη φρεσκάδα της χάρη σ’ ένα πρόσφατο λίφτινγκ. Το σκέπαστρο των επισήμων είχε απλωθεί σ’ όλο το μήκος της ευθείας κι είχε περάσει κι απ’ την απέναντι πλευρά, ενώ μια σειρά από φώτα συμπλήρωνε την ενέργεια των τεσσάρων ιστών, εξασφαλίζοντας την καλή ορατότητα της μπάλλα ακόμα και σε ύψος πάνω απ’ τα 15 μέτρα. Το φάρδος των κερκίδων είχε διπλασιαστεί κι ήταν τελείως πρόχειρα καλυμμένο από μια πλαστική γωνία, που οι Έλληνες αντιλαμβάνονται σαν κάθισμα και πρόκειται περί δικής τους ερμηνείας των προδιαγραφών της UEFA για all seater. Βέβαια, το φαινόμενο της καθιστής παρακολούθησης των δημοσίων θεαμάτων στα μέρη μας δεν είναι κάτι το καινούργιο, αφού από αρχαιοτάτων χρόνων παραμελούμε συστηματικά την σκληραγώγηση του πισινού μας. Εγώ πάντως προτιμώ τα παραδοσιακά φελιζόλ μαξιλαράκια της belle époque του ελληνικού ποδοσφαίρου όχι τόσο από νοσταλγία, όσο από φόβο μήπως μπερδέψουμε το γήπεδο με το σαλόνι του σπιτιού μας. Το κλασσικό αποκρουστικό κιγκλίδωμα με τα αιχμηρά δόρατα προς τα έξω είχε δώσει τη θέση του σ’ ενα πλέγμα τουλάχιστον τετραπλάσιο σε ύψος, που πρόδιδε την ραγδαία εξέλιξη των επιδόσεων των χούλιγκαν την τελευταία εικοσαετία. Ένα έγχρωμο ψηφιακό μάτριξ αντικαθιστούσε τον παραδοσιακό χειροκίνητο πίνακα του σκορ με το ρολόι, ενώ τα παλιομοδίτικα σίδερα που συγκρατούν τα δίχτυα είχαν χάσει την επαφή τους με τα γκολπόστ, οι επικίνδυνες γωνίες των οποίων είχαν λειανθεί με προσοχή ώστε ν’ αποκτήσουν κυλινδρικό σχήμα. Όμως εκείνο που μ’ έκνανε πραγματικά να δακρύσω, ήταν το γεγονός ότι το παιχνίδι θα διεξογόταν επί χλοοτάπητος εν αρίστη καταστάσει, αποτέλεσμα επιτυχούς μεταμόσχευσης στα φαλακρά τμήματα που ανέκαθεν κάλυπταν το 60% του αγωνιστικού χώρου.
Ξαφνικά την προσοχή μου κέντρισε ο σαματάς που γινόταν στα δεξιά μας και για μια στιγμή αναρωτήθηκα αν παίζαμε εκτός έδρας, αφού οι οπαδοί των Αρμενίων υπερίσχυαν των δικών μας τόσο σε παλμό όσο και σ’ ένταση. Πραγματικά, οι μόνοι που έδειχναν να καίγονται για το ματς βρίσκονταν ασφυκτικά στριμωγμένοι σα ρέγκες σε μια γωνία κι έκαναν αισθητή την δυσφορία τους για την ελληνική φιλοξενία. Δεν είχα ως τώρα την «τύχη» να ζήσω το δράμα αυτών των ανθρώπων από πρώτο χέρι, όμως ξέρω τι πά’ να πει να ταξειδεύεις επί ώρες σαρδελλοποιημένος σε λογιών λογιών κονσέρβοκούτια πριν σε ξεφορτώσουν σε μια μεριά, απ’ όπου μόνο το σημαιάκι του κόρνερ μπορείς να δεις δίχως να στραβολαιμιάσεις. Δεν φτάνει η προσωπική ταλαιπωρία, δεν αρκεί η φραστική και σωματική ταπείνωση απ’ τα μανιασμένα στίφη των αντιπάλων, έρχεται καπάκι κι η προκλητική περιφρούριση των κρανιοφόρων. Ε δεν θες και πολύ για να σαλτάρεις! Έτσι βλέπεις «επιβραβεύεται» η τόλμη όσων έχουν το κουράγιο να ενισχύσουν την αγαπημένη τους ομάδα εκτός έδρας... Ειλικρινά αδυνατώ να συλλάβω τι σχέση μπορούν να ’χουν όλ’ αυτά με την αξιοπρέπεια του φιλάθλου ή έστω του οπαδού, αλλά μπορώ πολύ καλά να φανταστώ την έκφραση της αγανάκτησης κάποιων απ’ αυτούς με τη μορφή χουλιγκανισμών.
Στην ανάπαυλα έκανα τη γνωριμία μου με τις λουξ τουαλέττες του γηπέδου, ενώ ενημερώθηκα απ’ τα μεγάφωνα για την πρόσφατη σειρά διαφημιστικών σποτ του ΟΠΑΠ με τίτλο: «Κολλημένος με τη μπάλλα;». Την ίδια ώρα οι πιτσιρικάδες επιδίδονταν δίχως τύχη στο κυνηγητό του αθλητικού υλικού που μοίραζε δωρεάν ο σπόνσορας των εθνικών μας χρωμάτων. Οι λιγοστοί πιστοί που είχαν θυσιάσει τη βραδιά τους, έδειχναν να δυσανασχετούν, αφού η Εθνική συνέχισε να σέρνεται παρά τις απεγνωσμένες προσπάθειες του ηλικιωμένου κυρίου με το κοστούμι, που χειρονομούσε και σφύριζε προς τους παίχτες του πασχίζοντας να τους βάλει σε τάξη. Διανύαμε το 60ο λεπτο, όταν ο Ντέμης έδειξε και πάλι την ευχέρειά του στο σκοράρισμα μ’ ένα υποδειγματικό πλασέ, διπλασιάζοντας τα γκολ του και βάζοντας παράλληλα τέλος στο χτυποκάρδι μας. Αυτή ήταν άλλωστε κι η τελευταία σημαντική φάση της αναμέτρησης, αν εξαιρέσουμε το ρεφλέξ μου στη βολίδα του Μπασινά από καλή θέση, που θα μου λιάνιζε το κεφάλι αν δεν το ’χα βάλει εγκαίρως στο φούρνο.
Λένε πως ο χρόνος εξιδανικεύει την ανάμνηση. Σαν αιώνιος ρομαντικός είχα φανταστεί το ξανάσμιγμα με τον εφηβικό μου έρωτα κάπως πιο συναρπαστικό απ’ το ψιλοφιάσκο που μόνο με την στωικότητα ενός βετεράνου φανατικού είχ’ αντέξει. Παρά την προσθήκη των δύο γκολ και των τριών βαθμών στον λογαριασμό της ομάδας μας, έμεινα με την άνοστη γεύση του «κάτι κακομαθημένα παλληκάρια», αφού οι αφιλότιμοι δε μπήκαν ούτε καν στον κόπο να χαιρετήσουν το κοινό, πριν γίνουν καπνός στ’ άδυτα του σταδίου. Σ’ όλο τον δρόμο της επιστροφής ηχούσε στ’ αφτιά μου το ρεζουμέ αυτής της περιπέτειας δια στόματος των γιων μου σ’ άπταιστη προφορά με μια εκνευριστική συχνότητα:
«...παίξε μπάλλα!», που μπορεί ν’ απευθυνόταν και στ’ αντρίκελα της Εθνικής.
Όπωσδήποτε ήταν μια αρχή μέτρια μεν, πρόδρομος δε ενός απίστευτου σερί από έξι νίκες με ισάριθμα τρίποντα και 8-0 τέρματα(!) που μας έφερε, σαν πρώτους του 6ου ομίλου, κατευθείαν στην Πορτογαλία, αφήνοντας τους Ισπανούς μετεξεταστέους. Η ανέλπιστη προκρισή μας στα τελικά, δικαίωνε όχι μόνο την επιμονή του διδύμου Ρέεχαγκελ-Τοπαλίδη στις γερμανικές αρετές, αλλά αντάμειβε την υπεράνθρωπη ηθική και ψυχολογική μου συμπαράσταση στα παιδιά, που κάλυπτε όλο το φάσμα: χτυποκάρδι ξεφυλλίζοντας την εφημερίδα, απογοήτευση μπρος στην τηλεόραση, χασμουρητό στο γήπεδο, ανακούφιση πελαγοδρομώντας στο ιnternet, ξεροστάλιασμα μπρος στο videotext περιμένοντας ν’ ασπρίσει τ’ αποτέλεσμα και ξέσπασμα σε ντελίριο στο τέλος της τηλεφωνικής περιγραφής του καλοχτυπημένου ξερόμυτου του Βασίλη Τσιάρτα απ’ τα έντεκα βήματα, που επεσφράγιζε την εθνική μας παλιγγενεσία. Επιτέλους, μετά από 24 ολόκληρα χρόνια ένα τουρνουά με καθαυτού δική μας συμμετοχή κι όχι με δανεικά υποκατάστατα.
Κάτι εντελώς αβάσιμες κατηγορίες στις ιστοσελίδες της UEFA περί δωροδοκίας των Αρμενίων στο Εριβάν, πράγμα ανήκουστο και άκρως συκοφαντικό για τα ελληνικά δεδομένα, εξανεμίστηκαν όπως ακριβώς είχαν εμφανιστεί. Η Πορτογαλία άνοιγε διάπλατα τις πύλες της στους προσκυνητές της μεγαλύτερης ευρωπαϊκής διοργάνωση σ’ επίπεδο εθνικών ομάδων κι ήμουν πανέτοιμος να της δοθώ ψυχή τε και σώματι!
3 σχόλια:
Λίγο αργά δεν το σκέφτηκες;
Πολύ όμορφο ειναι, αντίθετα Οι αναμνησεις είναι ό, τι αξίζει Θερμά συγχαρητηρια
Ειδικά εμείς οι ημιαιωνόβιοι τσουλάμε με τις αναμνήσεις...
Να 'σαι καλά!
Δημοσίευση σχολίου